Η κρίση έδωσε, όπως ξέρουμε, την ευκαιρία σε ανθρώπους του πανεπιστημίου να αποκτήσουν μεγαλύτερα ακροατήρια. Ειδικά στους οικονομολόγους αλλά και σε παραγωγούς ιδεολογίας και εκλαϊκευτές πολιτικής στρατηγικής.
Τίποτα το παράξενο μέχρι εδώ. Η νεότερη πολιτική είχε πάντα κοντά της ή γύρω της τη διανόηση. Άλλοι έκαναν κριτική στους μηχανισμούς της ιδεολογίας και άλλοι προσπαθούσαν να γίνουν απαραίτητοι στην εφαρμοσμένη και πρακτική πολιτική. Άλλοι κατέβαλλαν προσπάθεια να ερμηνεύσουν τα διάφορα φαινόμενα και άλλοι έσπευδαν σε κλειστές συσκέψεις για να εντυπωσιάσουν με ένα power point κρατικά και κομματικά στελέχη.
Διπλό πρόβλημα. Και για την πολιτική και για τη διανόηση. Με ποιο δικαίωμα, άραγε, κάποιοι ειδικοί αποκτούν τέτοιες εξουσίες στη ζωή μιας χώρας; Γιατί δεν περιορίζονται στο να γράφουν βιβλία, να συνομιλούν ή να δίνουν ομιλίες και θέλουν, σώνει και καλά, να ξανασχεδιάσουν τον κόσμο;
Και το πολιτικό προσωπικό επιδίωξε και πάντοτε θέλει την υπηρεσία των καθηγητών. Για τους πιο διαφορετικούς λόγους: από την προσθήκη καρυκεύματος κύρους σε κάποιο ψηφοδέλτιο Επικρατείας μέχρι την τόνωση ενός ηγετικού προφίλ, τη διείσδυση σε πιο «αστικά» κοινά (στην Αριστερά) ή για να μην έχει πια ο χώρος το στίγμα του αντι-διανοουμενισμού (στη Δεξιά).
Μαθαίνοντας, τώρα,το Plan b από τον καθηγητή Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ που τόσο θόρυβο προκάλεσε, θέλω να σταθώ στο σημείο που σχολιάστηκε ελάχιστα: στις παρενέργειες που είχε τελικά αυτό το υπερβολικό promotion καθηγητών σε αφανείς κρατικούς παράγοντες.
Αν, όπως υποθέτω, πίσω από ολέθριες πρωτοβουλίες, όπως το περσινό δημοψήφισμα, ή τους σχεδιασμούς που αποκάλυψε ο κ. Γκάλμπρεϊθ βρίσκονται οι σοφές κεφαλές κάποιων συνταγματολόγων και οικονομολόγων, τότε αυτό είναι πρόβλημα.
Διπλό πρόβλημα. Και για την πολιτική και για τη διανόηση. Με ποιο δικαίωμα, άραγε, κάποιοι ειδικοί αποκτούν τέτοιες εξουσίες στη ζωή μιας χώρας; Γιατί δεν περιορίζονται στο να γράφουν βιβλία, να συνομιλούν ή να δίνουν ομιλίες και θέλουν, σώνει και καλά, να ξανασχεδιάσουν τον κόσμο;
Μερικοί αλαζόνες έχουν έτοιμη τη γνωστή απάντηση: «Οι φιλόσοφοι απλώς εξηγούσαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε». Η ρήση του Καρλ Μαρξ, που ήταν και μια πετριά για τους Γερμανούς προφέσορες της βαριάς μεταφυσικής, έγινε η τελευταία λέξη της ακτιβιστικής επιπολαιότητας. Οικονομολόγοι μεταμορφώθηκαν σε ποιμένες που κήρυξαν την αλήθεια στο ζαλισμένο ποίμνιο. Συνταγματολόγοι, από την άλλη, εμφανίστηκαν ως θεωρητικοί της δημοκρατίας και ερμηνευτές της κρίσης σε όλες της τις πτυχές, από τις αυτοκτονίες ως την αύξηση της κατάθλιψης. Το κυριότερο, όμως: μπήκαν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, στον πυρήνα των κρατικών αποφάσεων. Υπαγόρευαν πια πλάνα δημοκρατίας και όχι απλώς επιμέρους μέτρα.
Ευτυχώς, όμως, το σχήμα του καθηγητή-ιερέα έπεσε στον τοίχο της πραγματικότητας. Οι ιδέες λ.χ. για συντακτική συνέλευση –συχνές την περίοδο των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα– και τα διάφορα δραχμικά σχέδια, όπως αυτό που αποκάλυψε ο Γκάλμπρεϊθ, έμειναν στο επίπεδο της πρόθεσης. Δεν μπόρεσαν να περάσουν από τα δωμάτια των ξενοδοχείων ή τις αίθουσες συσκέψεων σε Προεδρικά Διατάγματα ή στο διάγγελμα ενός πρωθυπουργού. Εκτός, ίσως, από το δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου.
Οι ιδέες δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν ένα επιτυχημένο πραξικόπημα κι έμειναν περισσότερο ως αναμνήσεις και απολογισμοί.
Κέρδος θα ήταν, όμως, η κρίση να μην είχε γίνει εμπόριο. Να μην είχε γίνει ιδεολογική μηχανή και φιλελληνική ατραξιόν, όπως συνέβη. Να είχε αναλυθεί και συζητηθεί απ' όλες τις πλευρές, με αριστερούς ή συντηρητικούς, φιλελεύθερους ή αντι-φιλελεύθερους όρους. Με λιγότερα όμως σύνδρομα εθνοσωτήρα είτε από την πλευρά της επιστήμης είτε από τους ταγούς της πολιτικής. Και κυρίως με περισσότερη αίσθηση των ορίων.
σχόλια