Το να είσαι ευγενής στις μέρες μας ισούται με μορφή αναπηρίας. Το ζούμε στις καθημερινές συναλλαγές μας, στις παρέες, στα απλά και τα σύνθετα. Έχουμε συνηθίσει και δεν αντιδρούμε πια, όταν λέμε «καλημέρα» σε μια δημόσια υπηρεσία ή σ’ ένα κατάστημα (λιγότερο στη δεύτερη περίπτωση καθώς η κρίση ανάγκασε αφεντικά και υπαλλήλους να γίνουν έστω και με το ζόρι ευγενείς) να μη λαμβάνουμε καμία απάντηση. Το νιώθουμε, όταν πλησιάζουμε κάποιον χαμογελαστοί και μας αντιμετωπίζει σα να το σκάσαμε από ίδρυμα. Αν δε κάποιος είναι γλυκός στους τρόπους του, πολύ σύντομα γίνεται το ανέκδοτο του περιβάλλοντος και χαρακτηρίζεται ως αγαθιάρης.
Ξέρουμε πολύ καλά να επιβιώνουμε με φωνές και ένταση, ξέρουμε τι να κάνουμε για να επιζήσουμε μέσα στην άγρια πόλη. Δεν περιμένουμε ποτέ να κατέβουν οι επιβάτες του Μετρό, του τρένου, του λεωφορείου για να ανέβουμε, κι όταν συμβαίνει το αντίστροφο σπρώχνουμε και ψιλο-κλωτσάμε για να δείξουμε ότι είμαστε ανώτεροι, ότι περιφρονούμε τους ανυπόμονους και άξεστους. Γινόμαστε το ίδιο άξεστοι, δηλαδή. Σχολιάζουμε τους πάντες και τα πάντα φαρμακερά, δεν ζητάμε συγνώμη, χαρακτηρίζουμε, κάνουμε γκριμάτσες και φυσικά έχουμε επιχείρημα για όλα αυτά: είμαστε μεσογειακός λαός, έχουμε ταμπεραμέντο εμείς, είμαστε ευθείς και ντόμπροι.
Δεν είναι ότι αυτό που συνέβη με τον Καρβέλα δεν είχε προηγούμενο. Είχε βάση, θεμέλια και ωραιότατο κτίσμα από πάνω που υψώθηκε με την ανοχή και τις ευλογίες μας. Είναι η ευθεία γραμμή που ενώνει το τηλεοπτικό παρελθόν μας με το αγενές και άραχλο σήμερα. Είμαστε εμείς.
Και ως τέτοιοι τα καταφέρνουμε(;). Έτσι παίρνουμε τις δουλειές, έτσι τα καταφέρνουμε, έτσι συμπεριφερόμαστε και στα ερωτικά μας, έτσι λύνουμε τα φιλικά μας. Δεν είναι μαγκιά, είναι ο τρόπος μας. Διακόπτουμε, κάνουμε χειρονομίες, αποδοκιμάζουμε φανερά τον συνομιλητή μας, αλλά μη διανοηθεί κανείς και υπονοήσει ότι δεν έχουμε τρόπους. Έτσι είμαστε εμείς, και του λιμανιού και του σαλονιού –που, ναι, ωραίο είναι-, αλλά στην Ελλάδα τα όρια ποτέ δεν ήταν διακριτά και εκεί που δεν φαινόταν να τελειώνει το σαλόνι, είχες να κάνεις με το λιμάνι απευθείας, οπότε έμεναν κατά μέρους οι τύποι και μαζί τους και η ουσία.
Στο τηλεοπτικό πεδίο όλο αυτό ζει, τρέφεται και μεγεθύνεται από το ’80 και μετά. Και πάλι δεν φταίμε εμείς. Η μεταπολίτευση και μετά η ελεύθερη τηλεόραση έφερε μια ελευθερία, μια αμεσότητα και μια ανακούφιση πρωτόγνωρη. Είχε και κάτι το ανθρώπινο όλο αυτό, να μη φοβάται κανείς τη σκιά του για να πει μια κουβέντα παραπάνω, να εμφανίζεται πιο προσηνής, πιο γήινος, πιο κατανοητός. Να υπάρχει μια άνεση στην επικοινωνία με το τηλεοπτικό κοινό, ένας παλμός, μια υποσχετική ότι μοιάζουμε. Από αυτή την αμεσότητα –του Μέσου και των ανθρώπων του- ξεπήδησαν όλα τα αστέρια της ελληνικής pop κουλτούρας: από την Ελένη Μενεγάκη και τον Αντρέα Μικρούτσικο, μέχρι τα πολύ underground της ελληνικής τηλεόρασης. Τις μεταμεσονύκτιες εκπομπές του κιτς (ποιος ξεχνά το «Ερωτοδικείο» και τα ανθυποπαράγωγά του σε περιφερειακούς τηλεοπτικούς σταθμούς;) μέχρι τις καμένες ραδιοφωνικές εκπομπές. Η αίσθηση ήταν του ότι τα βλέπουμε για να γελάσουμε, για να ξεχαστούμε και το άλλοθι βρισκόταν ότι σε όλες τις τηλεοράσεις του πλανήτη συμβαίνουν αυτά, γιατί να διαφέρουμε εμείς;
Ωστόσο, εκείνο που ξεχνιόταν την ώρα της πλάκας ήταν οι καλοί τρόποι, τα σωστά ελληνικά και η αίσθηση του μέτρου. Χτιζόταν σταδιακά η αντίληψη ότι, όπως και στη ζωή, έτσι και στην τηλεόραση, μπορεί κανείς να πει και να κάνει τα πάντα, χωρίς καμία συνέπεια και κανένα κόστος. Μπορεί να τα τολμήσει όλα, αν είναι να επιβιώσει. Και μαζί με όλα αυτά μια ωραία πρωία χάθηκε εντελώς και η αίσθηση της ντροπής.
Κάποτε κάποιος βγήκε μ’ ένα αμπαζούρ στο κεφάλι ξεφωνίζοντας μια παρουσιάστρια ως «βλάχα, βλαχάρα, τελευταία», κάποτε μία πολιτικός έφαγε ξύλο on air με έναν σωρό άντρες δίπλα της να κοιτούν υπνωτισμένοι το συμβάν, σε καθημερινή βάση και για χρόνια έτρεχε αίμα στα τηλεοπτικά παράθυρα με αιχμές, χαρακτηρισμούς, υπονοούμενα που απλώς γίνονταν τίτλοι την επομένη το πρωί. Δεν είναι, λοιπόν, ότι αυτό που συνέβη με τον Καρβέλα δεν είχε προηγούμενο. Είχε βάση, θεμέλια και ωραιότατο κτίσμα από πάνω που υψώθηκε με την ανοχή και τις ευλογίες μας. Είναι η ευθεία γραμμή που ενώνει το τηλεοπτικό παρελθόν μας με το αγενές και άραχλο σήμερα. Είμαστε εμείς. Από εμάς έκανε περιουσίες και όνομα η υποκουλτούρα, από εμάς πήρε το ελεύθερο να απλώνει τα πόδια του στο τραπέζι και να πετάει την τσίχλα, όχι σε μια κοπέλα, αλλά σ’ εμάς. Και εμείς φυσικά, αντιδρούμε βρίζοντας, στο ίδιο ύφος και ήθος, κάνοντας –μεταξύ άλλων- και πλάκα για την κατάντια του «καλλιτέχνη». Περίεργο, γιατί ο «καλλιτέχνης» ήταν ο κακός εαυτός του. Αυτός που ήταν πάντα δηλαδή, τουλάχιστον (κάπου) συνεπής.
Το πρόβλημα το έχουμε εμείς. Που δεν καταλαβαίνουμε πια από διαστρωμάτωση, δεν αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές όσο συμβαίνουν, που κάποιος πρέπει να μας φτύσει κατάμουτρα για να αντιδράσουμε. Που ακόμη και τώρα που δεν έχουμε μαντίλι να κλάψουμε, αποθεώνουμε τις συμμαχίες του κρυμμένου νυχοκόπτη στο “Survivor”. Που παθιαζόμαστε με το τίποτα και μπαίνουμε στη διαδικασία να βρίσουμε (χυδαία) τον έναν παίκτη ή να εξάρουμε τα προσόντα (;) του άλλου. Που εξακολουθούμε να ταΐζουμε την ασχήμια και την αγένεια, να αποθεώνουμε το τίποτα και να ενθουσιαζόμαστε με το καθόλου.
Η τηλεοπτική αποχαύνωση, ο φανατισμός για ένα τηλεοπτικό προϊόν και τους πρωταγωνιστές του, η αφοσίωση σε κάτι που σε 6 μήνες θα ξεχαστεί, αλλά στο μεταξύ θα ‘χει κάνει ζημιά, τα έχει αυτά. Σκεπτόμενοι τηλεθεατές δεν υπήρξαμε ποτέ, αλλά ας μη ζητάμε και τα ρέστα απ’ όσους οι ίδιοι κατασκευάσαμε (με δίσκους, εισιτήρια, τηλεθέαση) για να ξεχνιόμαστε και να… γελάμε. Ναι, είναι ενοχλητικό να το παραδεχθείς, αλλά όταν για χρόνια χαχανίζεις ανέμελος, με κάτι που σε κάνει να ξεχνιέσαι, μπορεί και να σκοντάψεις σε έργα αποχέτευσης.