Οτανοι δημοσκοπήσεις -πουέχουν αποβεί κάτι σαν ανακριτές,κατάσκοποι αλλά και σύμβουλοι τουπολίτη- αναφέρονται στα κόμματα, ήδη τοπαιχνίδι έχει «πειραχτεί», διότι είναιγνωστή η εκ βαθέου παρελθόντοςπαραταξιακότητα του ντόπιου φρονήματος.Ο πολίτης βάζει χρόνια αναμετρώνταςπάντα τον κοινωνικό και ταξικό αντίπαλο,περισσότερο νιώθει εχθρός του αντιπάλουπαρά φίλος του εαυτού του και τουομοϊδεάτη. Βαρεθήκαμε λοιπόν, σαν τουςΑμερικανούς κτηνοτρόφους, να μπαίνουμεστη στρούγκα και να μετράμε «κεφάλια».Τα κεφάλια συχνά αλλάζουν θέση,μετακινούνται ιλαδόν, ρίχνουν αρνητικήψήφο· τιμωρούν με ένα λόγο το κόμμα τουςχωρίς αυτό να σημαίνει ότι τελεσιδικούν.
Οτανόμωςη δημοσκόπηση αντιπαρέρχεται τα κόμματακαι στρέφεται ευθέως και αποκλειστικώςπρος τους θεσμούς, συμβαίνει το εξήςπαράδοξο: αιφνιδιασμένοι, οι πολίτεςαισθάνονται ότι έχουν το ελεύθερο νααποφανθούν για τους ίδιους, για την«κοινωνία των πολιτών», όχι για τουςεκλεγμένους αντιπροσώπους τους. Ευφυήςκατά συνέπεια είναι η πρωτοβουλία τουΓιάννη Μαυρή -του αποδεδειγμένα πιοφερέγγυου δημοσκόπου της αγοράς- ναμετασχηματίσει το ερωτηματολόγιό τουθέτοντας επιτέλους επί «καθαρού» τάπητοςτο ζήτημα της εμπιστοσύνης απέναντιστον κρατικό μηχανισμό. Πρόκειται γιαέντεχνη ώθηση της κοινωνίας εναντίοντου κράτους; Για τεχνητή ενίσχυση τηςατροφικής διάστασης του πολίτη; Γιααξιοποίηση της γκρίνιας (τρίζω τα δόντιασημαίνει η λέξη) και της οργής που συνήθωςυποχωρούν σε καιρό εκλογών;
Οπωςκι αν έχει το πράγμα, τα πορίσματα τηςέρευνας («Καθημερινή»,28/12/08)κάνουνγκελ και δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο.Η «εμπιστοσύνη» άλλωστε προς τουςθεσμούς αποτελεί παράγοντα που υπερβαίνεικατά πολύ την εκάστοτε κυβέρνηση. Οπρωθυπουργός με το επιτελείο του έρχεταικαι κάποτε φεύγει, οι μηχανισμοί ωστόσοείναι πάγια καθεστώτα (διοικητικά,οικονομικά, εκπαιδευτικά, ασφαλιστικά,κατασταλτικά κ.ά.) με τα οποία έρχεταικαθημερινά σε επαφή το πόπολο. Ας αφήσουμελοιπόν για λίγο τη Δημοκρατία κι αςμετατοπιστούμε στους ίδιους τουςδημοκράτες.
Ήδη,το γεγονόςότι κορυφαίες σε δείκτη εμπιστοσύνηςαναδεικνύονται η Πυροσβεστική και ηΕθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία εισάγειμια χροιά ευνόητης συγκατάβασης στηναποτίμηση των κοινωνικών ρόλων. Οπυροσβέστης με τη μάνικα -που τα τελευταίαχρόνια έχει αριστεύσει, συχνά μεανθρώπινες θυσίες- θεωρείται ο πιοφιλικός προς την κοινωνία ένστολος. Απόκοντά και ο μετεωρολόγος που, λόγωειδικεύσεως και αντικειμένου, περιφρουρείτην επιστημονική του αρμοδιότητα, χωρίςνα αποτελεί αντικείμενο αιτιάσεων. Τοίδιο, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσενα υποστηριχθεί για τους σεισμολόγουςκαι τις παρατάξεις τους. Ουτε βέβαιαγια την Αστυνομία και τις ειδικέςδυνάμεις... Η συγκατάβαση μάλιστασυνεχίζεται θριαμβευτικά με τον Πρόεδροτης Δημοκρατίας σε πρώτη θέση εμπιστοσύνης.Ειναι φανερό δηλαδή οτι καθετί που δενμετέχει στον κοινωνικό πόλεμο παραταξιακά,έστω και περιθωριακής σημασίας, εκτιμάται,αναγνωρίζεται και θεωρείται νομιμοποιημένο.
Ηκαμπάνα της δυσαρέσκειας ηχεί ότανπια ερχόμαστε στο ψητό. Σημειωτέον οτιη ερώτηση υπαγορεύει και το ποιόν τηςαπάντησης· άλλο να ρωτάς τι κόμμαψηφίζετε και άλλο, ριζικά διαφορετικό,πόσο εμπιστεύεστε τα κόμματα. Θεαματικώςκαι πανηγυρικώς τα κόμματα θωρούνταιοι πλέον αναξιόπιστοι μηχανισμοί(έρχονται τελευταία, 48η θέση), οικυβερνήσεις σκάλωσαν μόλις στην 47ηθέση, όσο για την κρατική διοικητικήμηχανή, λιγότερο συγκεκριμένη λόγωπληθώρας υπουργείων, κατέληξε στην 44ηθέση. Άρα, δεν ηχεί παράδοξα Ότι η Βουλήέρχεται 38η, οτι οι δήμοι βρίσκονται στην20ή και οι νομαρχίες στην 23η. Διαπιστώνεται,με άλλα λόγια, εντυπωσιακή επίθεση κατάτης πολιτικο-διοικητικής εξουσίας,αποσκορακισμός κανονικός, που δενπροοιωνίζεται τίποτα το αισιόδοξο.Δυστυχώς και η Δικαιοσύνη, παρότι δενπιάνει πάτο, διασώζεται μόλις στην 29ηθέση. Δεν έχει σημασία το γεγονός ότιοι ίδιοι πολίτες, άπαξ και προκηρυχτούνεκλογές, θα σπεύσουν πατείς με πατώ σενα καταβάλουν το δημοκρατικό οβολότους. Η σφοδρή δυσανεξία έναντι τηςπολιτικής είναι «ένα το κρατούμενο».
Δυσφορίαεκφράζεται και έναντι της Δικαιοσύνης,έναντι της Εκκλησίας (και όχι μόνοεξαιτίας του Εφραίμ), έναντι του ΕθνικούΣυστήματος Υγείας (όχι όμως και τωνιδιωτικών νοσοκομείων), έναντι τουΧρηματιστηρίου, των Εφημερίδων, τηςΤηλεοράσεως, των εταιρειών τροφίμων,των τραπεζών, των εταιρειών κινητήςτηλεφωνίας, των σχολείων κ.ά. Γενικά,όλοι οι νευραλγικοί τομείς του δημόσιουβίου υποβιβάζονται, με άμεσο συμπέρασματην εικόνα μιας κοινωνίας δημοκρατικάακηδεμόνευτης, η οποία ευνοεί τονπαρασιτισμό, την ανευθυνότητα, τονπολιτικό καιροσκοπισμό και την κυριαρχίατου μικροπρόθεσμου σε βάρος καθετίμακρόπνοου και μακροπρόθεσμου. Όπουσημείο αιχμής και έλλειψης εμπιστοσύνης,γράφε: «πολιτική», όπου σημείο εμπιστοσύνηςή ανοχής, γράφε: εξωπολιτικοί παράγοντες.
Ευδιάκριτηεπίσης είναι και μια ροπή των ερωτώμενωννα εξαγνιστούν έναντι του εαυτού τους,αποκηρύσσοντας συνήθειες και ανακλαστικάπου σύσσωμη η κοινωνία έχει τροφοδοτήσει.Πώς αλλιώς να δεχτούμε την απόρριψη τηςτηλεόρασης και το τρυφερό εγκώμιο προςτο ραδιόφωνο; Μετράει τόσο πολύ ο Τζίμης;Σοβεί κάποια κοινωνική αποδοκιμασίαέναντι της τι-βι; Τρελοί είναι εκείνοιπου ισχυρίζονται ότι το ραδιόφωνο απλώςαντιγράφει την τηλεόραση;
Όσογια την απορία που εκκρεμεί (πόσηεμπιστοσύνη έχει στον εαυτό του ο πολίτηςή πόσο υπεύθυνος νιώθει για την εικόνατης χώρας;), αποτελείκάτι αεί ζητούμενο.
σχόλια