Τελευταία, όταν παίρνω καμιά φορά ταξί, μπαίνω, ασυνείδητα σχεδόν, από την πίσω πόρτα, αντί στη θέση του συνοδηγού, όπως όλη μου τη ζωή. Μάλλον έχω κουραστεί από διάφορα ενοχικά συμπλέγματα και προτιμώ άνεση και αυτονομία.
Πάντα σκεφτόμουν ότι το πίσω κάθισμα –αν δεν είσαι γυναίκα που δικαιολογεί για διάφορους προφανείς λόγους την επιλογή– δηλώνει μια ταξική απόσταση («δεν είναι ο ιδιωτικός σου σοφέρ, μεροκαματιάρης ταρίφας είναι») αλλά και κάτι σαν προδοσία του φύλου (ή μάλλον της αντρικής «φυλής»).
Πάνε αυτά, τώρα απλώς χώνομαι πίσω και χαζεύω το κινητό μέχρι τη λήξη της διαδρομής. Μόνο που αναρωτιέμαι καμιά φορά αν πρόκειται για κάποιο νεότευκτο αντικοινωνικό σύνδρομο, για κάποιο ανησυχητικό σύμπτωμα αυτού που οι ψυχολόγοι -ερευνητές- νευροεπιστήμονες αποκαλούν «κοινωνικό πόνο».
Κάτω από αυτή την απλωμένη διαγνωστική ομπρέλα βρίσκονται όλα αυτά που συνδέονται με αισθήματα εξοστρακισμού και απόρριψης που βιώνει κάποιος (ντροπή, προδοσία, προσβολή, μοναχικότητα, αποξένωση) και τα φέρει όλο και πιο πολύ βαρέως από τη στιγμή που έχει ενισχυθεί τόσο πολύ στους καιρούς μας ο ναρκισσισμός, η εμμονή με την (δύστυχη) πάρτη μας.
Το καλό με το βιβλίο του Storr είναι ότι στο τέλος σε καλεί να χαλαρώσεις παρέα με τον περιορισμένο, αιώνια αδύναμο, ανθρώπινο εαυτό σου, χωρίς να τον ψέγεις για τις αδυναμίες του και για το γεγονός ότι ώρες-ώρες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε κάποιο σημείο, μοιάζει με ένα «τσουβάλι από θορυβώδη φαντάσματα».
Αγνοούσα τον επιστημονικό όρο (αν και όχι, φυσικά, τους νταλκάδες που αυτός τσουβαλιάζει), μέχρι που τον πέτυχα διαβάζοντας εκτενή αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Will Storr με τον τίτλο Selfie: How we became so self-obsessed and what it's doing to Us.
Ο τίτλος είναι μάλλον παραπλανητικός, αφού δεν πρόκειται για κάποιο πόνημα αυτοβοήθειας με περιτύλιγμα ποπ ψυχολογίας και εύκολης καταγγελίας της σύγχρονης κουλτούρας των social media.
Δεν έχει καν πολλή σχέση με τη «μάστιγα» των selfies, στις οποίες απλώς καταλήγει μετά από μια μακρά ιστορική και πολιτισμική αναδρομή στην κουλτούρα του ναρκισσισμού που βασανίζει την ανθρωπότητα από την εποχή του Αριστοτέλη ως τις μέρες μας, σε συνάρτηση με τη νευρωτική τελειομανία που μας κατατρώει και παρουσιάζεται πλέον όλο και πιο έντονα διαβρωτική, καθώς περιφερόμαστε καταπιεσμένοι από το βασανιστικό όραμα ενός εαυτού με τα χαρακτηριστικά «εξωστρεφούς, λεπτού, όμορφου, αυτάρκους, αισιόδοξου, εργατικού, επιχειρηματικά πανούργου, γεμάτου αυτοπεποίθηση παγκόσμιου πολίτη». Ποθούμε την υποτιθέμενη τελειότητα των άλλων, των «επιτυχημένων», κι αυτό μας σκοτώνει αργά.
Αυτό που επιχειρεί να καταδείξει, μεταξύ άλλων, η νευροεπιστήμη, που εστιάζει στον κοινωνικό πόνο, είναι το βαθύ και σκοτεινό έλλειμμα του ατομικισμού (και της απληστίας και του ασύδοτου νεοφιλελευθερισμού, αλλά ας μην το ανοίξουμε προς τα κει).
Είμαστε τόσο κοινωνικά όντα, ώστε, όπως έχουν δηλώσει χαριτολογώντας (αλλά και ακριβολογώντας) επιστήμονες, είμαστε κατά δέκα τοις εκατό, τουλάχιστον, σαν τις μέλισσες. Κι όταν οι άλλοι, και ειδικά αυτοί που έχουμε αναγάγει σε πρότυπα, δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη μας να είμαστε (ίσοι) μαζί τους, αυτό πονάει.
Θέλουμε να ανήκουμε ισότιμα στην ομήγυρη, στην παρέα, στην κοινότητα, γι' αυτό και καταλήγουμε συχνά να μηρυκάζουμε «ξένες φωνές, απόψεις, τσιτάτα, συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούμε».
Ελλοχεύει όμως έτσι ο κίνδυνος ποινικοποίησης (με ή χωρίς εισαγωγικά) κάθε φωνής που δεν εντάσσεται σε μια καθορισμένη ατζέντα, όπως έχουμε κουραστεί να βλέπουμε να συμβαίνει στα ειδησεογραφικά μέσα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε διάφορες πλατφόρμες παραγωγής σύγχρονης σκέψης, ακόμα και στα πανεπιστήμια.
Το καλό με το βιβλίο του Storr είναι ότι, αντίθετα από τόσα και τόσα εγχειρίδια αυτογνωσίας που κυκλοφορούν (και μοιάζουν να πουλάνε όλα ανεξαιρέτως), στο τέλος σε καλεί να χαλαρώσεις παρέα με τον περιορισμένο, αιώνια αδύναμο, ανθρώπινο εαυτό σου, χωρίς να τον ψέγεις για τις αδυναμίες του και για το γεγονός ότι ώρες-ώρες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε κάποιο σημείο, μοιάζει με ένα «τσουβάλι από θορυβώδη φαντάσματα».
σχόλια