AΣ ΚΑΝΟΥΜΕ μια υπόθεση εργασίας: τι θα γινόταν την εποχή της πανδημίας εάν τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, σχεδόν στο σύνολό τους, διέδιδαν συστηματικά «πληροφορίες» που έρχονταν σε αντίθεση με την επίσημη ενημέρωση; Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, εάν κυριαρχούσαν δημοσιεύματα που υπάρχουν στο Διαδίκτυο ή σε εφημερίδες, που αφήνουν υπονοούμενα για τις μισές αλήθειες που λέει ο κ. Τσιόδρας, προέβαλλαν εναλλακτικές ιατρικές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν ότι η «καραντίνα σκοτώνει» περισσότερο από τον κορωνοϊό, διατείνονταν ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι μια υπόθεση που θα ωφελήσει τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες θα βγάλουν το εμβόλιο, ή τον Μπιλ Γκέιτς;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά σίγουρα το ποσοστό καχυποψίας της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι σε όσα συμβαίνουν και κυρίως στα μέτρα που λαμβάνονται θα ήταν πολύ υψηλό. Το επιχείρημα που και τώρα ακούγεται δειλά, «μας κοροϊδεύουν», θα είχε πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια.
Το γεγονός ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, αυτά που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή, εμπιστεύτηκαν την επιστημονική γνώση, τη συμβατική και όχι την εναλλακτική ή την πειραματική δεν ήταν καθόλου δεδομένο. Η εποχή της οικονομικής κρίσης, κατά την οποία τόσο τα νέα διαδικτυακά μέσα όσο και τα παλιά (τηλεόραση, εφημερίδες, ραδιόφωνο), σε ένα υποτιθέμενο κρεσέντο πολυφωνίας, έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα σε επιστημονικίζουσες απόψεις οικονομολογικού ριζοσπαστισμού δεν είναι μακριά.
Ακόμη και τώρα βρίσκουν βήμα διανοούμενοι ή επιστήμονες, οι οποίοι, ως προφήτες κακών, βλέπουν σε όσα γίνονται για να αντιμετωπιστεί μια ακραία έκτακτη συνθήκη έναν προάγγελο της νέας ολοκληρωτικής κανονικότητας που μας επιφυλάσσουν τα μεγάλα συμφέροντα, ο Μεγάλος Αδελφός, η βιοεξουσία, ο καπιταλισμός. Όμως, οι φαντασιώσεις αυτές έχουν περιθωριακή θέση στη δημόσια συζήτηση. Δεν γίνονται ηγεμονικές, τουλάχιστον ακόμη, όπως συνέβη την περασμένη δεκαετία.
Το γεγονός ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, αυτά που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή, εμπιστεύτηκαν την επιστημονική γνώση, τη συμβατική και όχι την εναλλακτική ή την πειραματική δεν ήταν καθόλου δεδομένο.
Την περίοδο του περιβόητου δημοψηφίσματος του 2015 τα περισσότερα τηλεοπτικά μέσα κατηγορήθηκαν, εν μέρει δικαίως, για το ότι δεν τήρησαν τους κανόνες πλουραλισμού, προβάλλοντας σχεδόν αποκλειστικά τους υποστηρικτές του «Ναι». Μέσα στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα πόλωσης που τα ίδια μέσα είχαν καλλιεργήσει τα προηγούμενα χρόνια, σε συγχρονισμό με τη νέα δημόσια σφαίρα των social media, η επιλογή αυτή ξένισε πολλούς ή επιβεβαίωσε στερεοτυπικές απόψεις περί συστημικότητας των ΜΜΕ στην Ελλάδα.
To ζητούμενο του πλουραλισμού υπερακόντισε το ζητούμενο της πραγματικής ενημέρωσης, δηλαδή του τι ακριβώς θα συνέβαινε στην ελληνική κοινωνία ανάλογα με την επιλογή της στο δημοψήφισμα. Τα παραδοσιακά μέσα το καλοκαίρι του 2015 δεν έπαιξαν το χαρτί του πολωμένου πλουραλισμού, που σχεδόν σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο επιτελούν, αλλά έκαναν την προσπάθεια να κατασκευάσουν μια συναίνεση επάνω στο τι θα μας συνέβαινε εάν λέγαμε «Όχι». Απέτυχαν παταγωδώς να πείσουν την επαναστατημένη τότε κοινή γνώμη, επαληθεύτηκαν πλήρως όμως από τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης του «Όχι» που το μετέτρεψε σε «Ναι», μόλις της τελείωσαν οι «αυταπάτες». Δεν είναι τυχαίο ότι, έκτοτε, τα καταβαραθρωμένα μέχρι τότε σε εμπιστοσύνη παραδοσιακά μέσα άρχισαν να βλέπουν μια δειλή αύξηση της αξιοπιστίας τους σε σχετικές μετρήσεις.
Ας μη βάλουμε το φανταστικό ερώτημα τι θα γινόταν εάν έμπαινε στις αρχές του Μάρτη ένα δημοψήφισμα του τύπου «θέλετε ή όχι τα μέτρα της καραντίνας;». Ας προβληματιστούμε καλύτερα για το ποιος είναι ο ρόλος της δημοσιογραφίας σε συνθήκες κρίσης. Ποιος είναι ο ρόλος της στις αυξημένες συνθήκες αβεβαιότητας και συνθετότητας που συνεπάγεται η παγκοσμιοποίηση. Είναι η ισότιμη προβολή κάθε ερμηνείας του «προβλήματος» και πρότασης αντιμετώπισής του ή το φιλτράρισμα όλων αυτών τον «απόψεων» με στόχο την προβολή των πιο αξιόπιστων, αυτών που στηρίζονται σε έγκυρα επιστημονικά δεδομένα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Διότι ο εικονικός ή πραγματικός πλουραλισμός, μάλιστα αυτός που αναδεικνύει νέους πολιτικούς μεσσίες και επιστήμονες celebrities, που δημιουργεί ατέρμονες διαφωνίες αντί συμφωνίες, είναι όχι μόνο ένα δημοκρατικό ζητούμενο αλλά και μια κερδοφόρα επιχείρηση για τα μίντια. Επίσης, καλύπτει τις γνωστικές ανεπάρκειες του εγχώριου δημοσιογραφικού πεδίου. Οι θεωρίες συνωμοσίας που θέτουν σε δημοκρατική αμφισβήτηση οποιαδήποτε θεσμική πηγή πληροφόρησης είναι πολύ προσφιλές προϊόν στα ενημερωτικά και ψυχαγωγικά μέσα.
Υπήρξε, άλλωστε, η επιλογή των περισσοτέρων ελληνικών μέσων την περίοδο 2010-2015, που ταύτισε το πικρό φάρμακο (μνημόνιο) με την ασθένεια (οικονομική κρίση) και έδωσε αέρα στα πανιά κάθε εθνικολαϊκιστικού επιχειρήματος άγνοιας της πραγματικότητας.
Σήμερα, η πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης έχει χαράξει μια άλλη πορεία. Μπορεί ακόμα να υπάρχει το στοιχείο της δραματοποίησης, όμως αυτό δεν αφορά την πολεμική των ερμηνειών του προβλήματος αλλά το ίδιο το γεγονός των 310.000 θανάτων σε όλο τον κόσμο και τις παρενέργειές τους. Δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι όσο η κρίση της πανδημίας θα διαμορφώνει όλο και μεγαλύτερες εστίες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης θα κρατήσουν την ίδια στάση υπεύθυνης ενημέρωσης που μέχρι τώρα ακολούθησαν. Όμως, ανάμεσα στα διάφορα φωτεινά στοιχεία που ανέδειξε η σημερινή κρίση, θα πρέπει να συγκαταλέξουμε την επιστροφή της ελληνικής δημοσιογραφίας σε μονοπάτια πιο αξιόπιστης πληροφόρησης, ακόμα και αν αυτή κάποιες φορές παρασύρθηκε από αισθήματα εθνικής περηφάνιας.
Άλλωστε, μέχρι και η «Δημοκρατία», η εφημερίδα που διαδίδει πιο πολύ απ' όλες τα διάφορα σενάρια συνωμοσίας για την πανδημία, μοιράζει κάθε Κυριακή μάσκες για τους αναγνώστες. Κι αυτό, όσο και αν φαίνεται αστείο ή αντιφατικό, είναι μια νίκη της δημοκρατικής ενημέρωσης σε δύσκολους καιρούς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια