Κάθε δύο με τρία χρόνια παίζω θέατρο. Γίνομαι μέλος ενός θιάσου ποικιλιών που περιοδεύει και δίνει απανωτές παραστάσεις. Όλες σε μία μέρα - που πάντα είναι Κυριακή. Πρωταγωνιστές του θιάσου είναι βέβαια οι πολιτικοί, αλλά για ποικιλία βάζουνε και λίγη γαρνιτούρα: ηθοποιούς, συγγραφείς, σκηνοθέτες, αθλητές, καλλιτέχνες και καμία κοσμική διασημότητα.
Το μπουλούκι αλλάζει συνεχώς σύνθεση και περιοδεύει όχι «από χωρίου εις χωρίον» αλλά από σταθμό σε σταθμό. Το σενάριο και τη σκηνοθεσία αναλαμβάνουν οι δημοσιογράφοι. Για τη γαρνιτούρα υπάρχει συνήθως μόνο μία ευκαιρία να μιλήσει - πρέπει να έχει καλά ετοιμάσει την ατάκα και να την ξεστομίσει αμέσως. Αν είναι άτυχη, μπορεί να πέσει επάνω σε φάση με απανωτά έκτακτα, exit polls, δηλώσεις αρχηγών και να αποχωρήσει χωρίς να έχει ανοίξει το στόμα.
Όπως και σε όλα τα κακά θεατρικά έργα, τα παρασκήνια έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη σκηνή. Γύρω από τους πλούσιους μπουφέδες συναντάς όλη την πανίδα της ελληνικής κοινωνίας. Βλέπεις τους πολιτικούς, που μόλις σφάχτηκαν μπροστά στο φακό, να αγκαλιάζονται εγκάρδια και να συγχαίρουν αλλήλους για τις προς αλλήλους ύβρεις. Αντίθετα, οι διάφορες ντίβες, ενώ φιλιούνται τριπλοσταυρωτά σαν Ρώσοι μουζίκοι, δεν παύουν να ψεκάζουν τους πάντες με σκέτο δηλητήριο.
Με ρωτάνε καμιά φορά γιατί πάω σε αυτές τις γελοίες συναντήσεις. Πάω ως φαρμακομύτης κοσμικογράφος για κουτσομπολιό: να παρατηρήσω τα ντεσού των επώνυμων και να χαζέψω τα άπλυτα. Χαζεύω την αντίθεση ανάμεσα σε on και off. Είναι ένα δραματουργικό επίτευγμα - απλώς δεν το έχει ακόμα αξιοποιήσει ένας καλός συγγραφέας. Πώς φοράνε τη μάσκα για να βγούνε στο φακό και την αφαιρούν όταν φεύγουν... είναι όλα τα λεφτά.
Και πονάω με τη μικρή τραγωδία του τύπου που φτιάχτηκε, ετοιμάστηκε, σενιαρίστηκε, προβάρισε δέκα φορές την ατάκα του και, πέντε λεπτά αφού κάθισε στο τραπέζι, τον ειδοποιούν να δώσει τη θέση του, γιατί ήρθε ο Μέγας Τάδε...
(Άντε τώρα να περιμένει τις δημοτικές...)