Με το που βγήκα από την πρωινή δημοσιογραφική προβολή του Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά, μια Ιταλίδα δημοσιογράφος που δεν γνώριζα με άρπαξε σχεδόν από τον γιακά και μου είπε: «Έλληνας δεν είστε; Θέλω οπωσδήποτε να σας πω ότι είμαι πολύ θυμωμένη με την ταινία γιατί με παγίδεψε με το στυλ της και αισθανόμουν εγκλωβισμένη στην ιστορία της κοπέλας που αυτοκτόνησε, και γιατί να μην καταδώσουν τον πατέρα της οικογένειας τόσο καιρό η σύζυγος ή τα παιδιά, και γιατί ο σκηνοθέτης δεν έκανε κάτι διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε και περιμένουμε πλέον από το ελληνικό σινεμά, και η σκηνή των γενεθλίων στην αρχή έμοιαζε με την αντίστοιχη στον Κυνόδοντα του Λάνθιμου, και πείτε μου γιατί μιλάω συνέχεια, εσείς τι γνώμη έχετε για όλα αυτά;».
Η γνώμη μου ήταν πως έπρεπε να φύγω αμέσως γιατί είχα να μιλήσω με τον Στίβεν Κούγκαν για το Φιλομίνα, το οποίο συνέγραψε με τον Τζεφ Πόουπ και στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με την Τζούντι Ντεντς. Ορίστε η φωτογραφία από τον πιο γνωστό (και δικαίως) κωμικό της Μεγάλης Βρετανίας που μου πόζαρε χαμογελαστός με τις βιολέ φιδίσιες μπότες του, σινιέ Prada.
Τι γνώμη, όμως, έχω για τα προηγούμενα;
Πρώτον, η συνάδελφος ήταν λίγο υστερική, δεν έβαζε τελεία, αλλά κάτι της συνέβη με την ταινία, το οποίο, αντίθετα με αυτό που πιστεύει, δεν ήταν αρνητικό. Το Miss Violence την τσάντισε ίσως γιατί η βία εκδηλώνεται τεθλασμένα, μέσα από τις προθέσεις και την ψεύτικη συμπεριφορά, και σε φέρνει σε μια αμηχανία διαφορετική από άλλες, φαινομενικά παρόμοιες πρόσφατες ελληνικές ταινίες. Μπορεί η κυρία να εγκλωβίστηκε, αλλά ποιος σκηνοθέτης δεν θέλει να σου βάζει νοητές χειροπέδες όταν παρακολουθείς τις ταινίες του; Αν και ευδιάκριτα μέλος του κλαμπ του λεγόμενου Αλλόκοτου Νέου Ελληνικού Σινεμά, το Miss Violence μοιάζει με τον Κυνόδοντα στο θέμα της πατρικής βίας και στην παράξενη εκφορά του λόγου (μια αντίστιξη στη θερμή ελληνική έκφραση), αλλά δεν βαδίζει σε κανένα σουρεαλιστικό μονοπάτι. Είναι ψυχρό σαν το άζωτο και κλινικό σαν τον θάνατο, αλλά πραγματικό, παρά τις προφανείς μεταφορές στην κοινωνία, ελληνική ή όχι.
Δεύτερον, συγκρίσεις του Αβρανά με τους άλλους σκηνοθέτες της γενιάς του θα αρχίσουν φυσιολογικά να προκύπτουν. Για να είμαστε δίκαιοι, το στυλ του Αβρανά το είχαμε δει το 2008 με το ατυχές σε πολλά μέτωπα Without. Στο ντεμπούτο του βλέπουμε πώς φιλμάρει τους κλειστούς χώρους, τι θέλει να πει εικαστικά μέσα από τα πλάνα και τι να δώσει από πλευράς περιεχομένου κυρίως μέσα από τα κενά. Το έκανε πριν τον από Κυνόδοντα, άρα δεν είναι απόστολος αλλά συνιδρυτής του κλαμπ.
Τρίτον, αντίθετα από το πολυβραβευμένο Without που δεν είδαμε ποτέ σε καμία αίθουσα στην Ελλάδα (πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο και μυστηριώδες), το Miss Violence έχει και στόρι, εκτός από ύφος διακριτό και ψαγμένο. Ο σκηνοθέτης όντως δεν έχει αφήσει την παραμικρή λεπτομέρεια στην τύχη, από ανεπαίσθητα βλέμματα, μέχρι κινήσεις και ήχους εκτός οπτικού πεδίου, στο σενάριο και στην εικόνα.
Τέταρτον, δεν φταίει ο Αβρανάς ή ο Λάνθιμος ή η Τσαγγάρη που η Βενετία διαλέγει τις ταινίες τους, όπως παλιότερα δεν έφταιγε ο Αγγελόπουλος που έκανε σχολή με το στυλ του και για κάποιον λόγο (που δικαιολογείται με κινηματογραφικούς όρους, της θεωρίας και της αγοράς) οι ξένοι εκλέκτορες φεστιβάλ τον προτιμούσαν έναντι άλλων – όχι πολλών, δεν έχουμε και μεγάλη ποικιλία για να διαλέξουν οι υπεύθυνοι των φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Δεν πιέζει κανείς τη Βενετία να πάρει αυτούς τους Έλληνες. Η Βενετία τους θέλει. Η Βενετία διάλεξε το Miss Violence γιατί σε αυτό είδε και πάλι μια παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας που το ελληνικό σινεμά μεταφράζει με τρόπο που στο εξωτερικό βγάζει νόημα.
Τέλος, για να κάνω κι εγώ μια σύγκριση, η επιτηδευμένη εκφορά των χαρακτήρων στο Miss Violence αποδυναμώνει το αληθινό δράμα της ταινίας, ενώ στον Κυνόδοντα και το Attenberg το σκηνικό επέτρεπε την off χορογραφημένη συμπεριφορά και το σύνολο λειτουργούσε τέλεια στη σκηνοθετική αλληγορία.
Με το Kill your Darlings –με τον Ντάνιελ Ράντκλιφ σε μια ακόμα προσπάθεια να απεμπλακεί από το μαγικό του ραβδί–, το οποίο πρωτοπαίχτηκε στο φεστιβάλ του Sundance και εδώ προβάλλεται στο τμήμα του Giornali Degli Autori, ο Ελληνοαμερικανός Τζον Κροκίδας καταπιάνεται με το πυρετώδες παρασκήνιο του ξεκινήματος της γενιάς των μπίτνικ, και πιο συγκεκριμένα με την άγνωστη ιστορία του Λούσιεν Καρ, που αποτέλεσε την ερωτική και δημιουργική σπίθα για τον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Ο Κροκίδας σκηνοθέτησε με μπρίο και δυναμισμό και πραγματική αγάπη για όλους εκείνους τους φλεγόμενους ποιητές που τον ενέπνευσαν ώστε να βγει από τους περιορισμούς του και να μιλήσει με μια κάμερα. Είναι ένας καλοφτιαγμένος φόρος τιμής για την προσωπική του ενηλικίωση.
Στο Parkland του Πίτερ Λάντσμαν, που προβλήθηκε στο Διαγωνιστικό, βλέπουμε επίσης το παρασκήνιο, ή μάλλον την ατραγούδιστη πλευρά των ανθρώπων που βρέθηκαν στις παρυφές της δολοφονίας του Κένεντι στο Τέξας: των γιατρών στο νοσοκομείο του τίτλου της ταινίας, του ιατροδικαστή που πάλεψε να μείνει το πτώμα του Προέδρου στην πόλη για αυτοψία, των μυστικών υπηρεσιών, του Ζαπρούντερ που καταρρακώθηκε με το φιλμάκι που τράβηξε, αλλά όχι αρκετά για να μην παζαρέψει την πώληση των εικόνων στο περιοδικό «Life», της οικογένειας του δολοφόνου Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ και της ανισόρροπης μάνας του που ζητούσε επίσημη ταφή μετά και τη δική του δολοφονία. Μικρές και ανθρώπινες στιγμές βλέπουμε στο φιλμ – ευτυχώς, γιατί τις μεγάλες τις έχουμε δει πολλές φορές. Η στιγμή που παρακολουθούμε την κηδεία του Κένεντι από τα ασπρόμαυρα τηλεοπτικά πλάνα παράλληλα με την ταπεινή ταφή του Όσβαλντ, κατά την οποία ο αδελφός του ζητά από τους λιγοστούς φωτογράφους που κάλυψαν το αξιοπερίεργο γεγονός να τον βοηθήσουν να κουβαλήσει το φέρετρο και να σκάψει τον ντροπιαστικό λάκκο, είναι χαρακτηριστική των προθέσεων του Λάντσμαν και εξαιρετικά φτιαγμένη.
σχόλια