— Προ ημερών ολοκληρώθηκε η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή. Ποιο ήταν το μήνυμα που μοιράστηκε η Ελλάδα με την παγκόσμια κοινότητα στη COP28;
Έχουμε συνειδητοποιήσει δύο πράγματα. Αρχικά, ζούμε ήδη ξεκάθαρα τις σκληρές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, και είμαι σίγουρος πως ο κόσμος που ήδη τις βιώνει θα συμφωνήσει. Δεύτερον, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική αλλά και εφικτή είναι η απομάκρυνσή μας από τα ορυκτά καύσιμα. Σήμερα, βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου, ως χώρα, έχουμε πετύχει πολύ περισσότερα από διάφορες άλλες χώρες του κόσμου όσον αφορά αυτήν τη στροφή. Ειδικά εμείς. Στην Ελλάδα, βλέπουμε πως η ενεργειακή μετάβαση είναι ταυτόχρονα και μια τεράστια ευκαιρία.
Το θέμα δεν είναι μόνο η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης ή η υποχρέωση που έχουμε να διατηρήσουμε τον πλανήτη βιώσιμο, ώστε να τον παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Εμείς το βλέπουμε ξεκάθαρα σε μια χρονική, πολιτική και γεωπολιτική λογική. Πολύ απλά, αυτήν τη στιγμή ο κόσμος χρησιμοποιεί καύσιμα, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τα οποία εμείς ως χώρα δεν έχουμε και αναγκαζόμαστε να τα εισάγουμε. Στο μέλλον, θα χρησιμοποιεί «καύσιμα» όπως ο ήλιος και ο άνεμος που τα έχουμε σε αφθονία. Αυτή είναι αναμφίβολα μια ευκαιρία για τη χώρα.
«Στο μέλλον, θα μπορούμε να παράγουμε και να πουλάμε τη δική μας ενέργεια, άρα σταδιακά θα αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Και εδώ ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι οι υποδομές».
Το μήνυμά μας στη COP28, λοιπόν, ήταν ότι από τη μια έχουμε καταφέρει πάρα πολλά, από την άλλη όμως έχουμε πολύ περισσότερα να κάνουμε ως Ευρώπη και ως παγκόσμια κοινότητα. Κυρίως πρέπει να χτίσουμε πάνω σε μια επιτυχία που είναι πραγματική. Έχουμε δει ήδη την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες, να κάνουν τεράστια βήματα προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Γι’ αυτό θέλαμε να δηλώσουμε πως αυτή η στροφή είναι εφικτή: παρότι χτυπηθήκαμε πολύ από την οικονομική κρίση και δεν είμαστε η πιο πλούσια χώρα του κόσμου, τα καταφέρνουμε. Και μάλιστα, ζούμε με τα οφέλη αυτής της μετάβασης, γιατί όσο μειώνουμε την εξάρτησή μας από τα ορυκτά, όπως το φυσικό αέριο που το 2022 ήταν πανάκριβο, τόσο λιγότερη ενέργεια πληρώνουμε. Τελικά, το μεγάλο μήνυμα που θέλαμε να περάσουμε είναι πως η μετάβαση δεν είναι μονάχα υποχρέωση απέναντι τον πλανήτη αλλά και κάτι που θα μας ωφελήσει άμεσα.
— Εξηγήστε μας πώς η μετάβαση της χώρας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχει μεταμορφώσει το ενεργειακό της τοπίο.
Αρχικά, έχουμε μειώσει τις εκπομπές αερίων κατά 43% σε σχέση με το 2005. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης στην Ευρώπη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην οικονομική κρίση που περάσαμε, που μείωσε την ενεργειακή κατανάλωση, αλλά κυρίως στην απολιγνιτοποίηση και στην άνοδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τα τελευταία δέκα χρόνια η κατανάλωση του λιγνίτη στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 78%.
Σε τέσσερα μόλις χρόνια καταφέραμε να διπλασιάσουμε το ενεργειακό μας απόθεμα από ήλιο και άνεμο. Το 2022 είμασταν πέμπτοι παγκοσμίως στην κατά κεφαλήν εγκατεστημένη ηλιακή ισχύ και έβδομοι στον κόσμο στη διείσδυση του ήλιου και του ανέμου στην ηλεκτροπαραγωγή. Τους πρώτους τρεις μήνες του 2023 το 57% της ενέργειάς μας παράχθηκε με ήλιο, άνεμο και νερό. Το γεγονός πως η μισή ενέργεια που παράγουμε πλέον είναι από τεχνολογίες με μηδενικές εκπομπές μάς φέρνει σε ηγετική θέση παγκοσμίως.
— Πώς αλλάζει αυτή η στροφή από τα καύσιμα προς τις ΑΠΕ τον ενεργειακό χάρτη, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας;
Συμβαίνουν ταυτόχρονα δύο αλλαγές, και η μια πράγματι πραγματοποιείται εντός Ελλάδας. Μέχρι πρόσφατα είχαμε κάποιες περιοχές που παρήγαγαν ενέργεια από λιγνίτη, όπως και εργοστάσια φυσικού αερίου σε συγκεκριμένες βιομηχανικές ζώνες. Αν κοιτάξουμε το μέλλον, το αιολικό δυναμικό της χώρας βρίσκεται συγκεντρωμένο στη Στερεά Ελλάδα, στην Εύβοια, σε περιοχές στα βόρεια της χώρας – ωστόσο υπάρχει σχεδόν παντού. Αυτό αλλάζει ριζικά τη γεωγραφία. Η ηλιακή ενέργεια είναι μια διαφορετική κατάσταση: έχουμε περιοχές με εξαιρετικό ηλιακό δυναμικό, αλλά ουσιαστικά η ηλιακή ενέργεια είναι κάτι που μπορεί να παραχθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Νομίζω ότι αυτό το ξέρουν ήδη πολλά ελληνικά νοικοκυριά που διαθέτουν ηλιακό θερμοσίφωνα. Ο ενεργειακός χάρτης της χώρας, λοιπόν, αλλάζει ευρύτερα και από ένα σύστημα με πολύ μεγάλες και συγκεκριμένες ενεργειακές μονάδες προχωράμε σε ένα πιο αποκεντρωμένο και διάσπαρτο σύστημα που θα τροφοδοτείται από πολλές πηγές. Αυτό αποτελεί και ένα μεγάλο στοίχημα της σημερινής κυβέρνησης, που είναι η αξιοποίηση του αιολικού δυναμικού στη θάλασσα με υπεράκτια αιολικά πάρκα. Ξέρετε, έχουμε ένα από τα καλύτερα αιολικά δυναμικά της Μεσογείου, το οποίο ωστόσο δεν έχουμε αξιοποιήσει ακόμα για τον απλούστατο λόγο πως έχουμε πολύ βαθιά νερά και το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από πλωτά έργα είναι σχεδόν διπλάσιο απ’ ό,τι από τα αιολικά έργα που ακουμπάνε στον πυθμένα της θάλασσας.
Όμως η τεχνολογία βελτιώνεται συνεχώς, και αυτό είναι κάτι που επίσης θα αλλάξει τη γεωγραφία της ενεργειακής μας παραγωγής: θα δούμε περιοχές της χώρας να γίνονται σημαντικοί προμηθευτές ενέργειας της Ελλάδας και της Ευρώπης. Και αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο που μεταβάλλεται: έχουμε τον εγχώριο λιγνίτη, αλλά διαχρονικά εισάγουμε ενέργεια. Η εκτίμησή μας είναι πως σε βάθος χρόνου αυτό θα αλλάξει, κι αυτό γιατί ο κόσμος βαδίζει πια προς πηγές ενέργειας που εμείς έχουμε σε αφθονία. Ξέρετε, τα τελευταία 15-20 χρόνια η στρατηγική της Ελλάδας ήταν λίγο-πολύ στη λογική του διαμετακομιστή: βρισκόμασταν μεταξύ του παραγωγού και του καταναλωτή και προσπαθούσαμε να διευκολύνουμε και τους δύο. Στο μέλλον, θα μπορούμε να παράγουμε και να πουλάμε τη δική μας ενέργεια, άρα σταδιακά θα αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Και εδώ ένα μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί είναι οι υποδομές.
Η αποστολή της αιολικής ενέργειας που θα παράγεται στο Αιγαίο στην υπόλοιπη Ευρώπη θα γίνεται με καλώδια που κοστίζουν και παίρνουν πολύ χρόνο για να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν. Άρα, για να καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί που θέλουμε το 2030 ή το 2045, χρειάζεται να δουλέψουμε πολύ σήμερα. Και αυτή η δουλειά μπορεί να αλλάξει την ενεργειακή γεωγραφία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ευρύτερα, γιατί δεν θα γίνουμε απλώς ένας κόμβος για τη μεταφορά της ενέργειας των άλλων αλλά μια χώρα που θα παράγει και θα εξάγει το αιολικό και ηλιακό δυναμικό που διαθέτουμε οι ίδιοι.
— Αναφέρετε τα πλωτά υπεράκτια αιολικά πάρκα ως μια επένδυση που θα ξεκλειδώσει την αιολική δυναμική της χώρας. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, γιατί η χώρα δεν έχει προχωρήσει ήδη στην εγκατάστασή τους;
Γιατί δεν είναι δηλαδή η Ελλάδα από τους early adopters αυτής της εκκολαπτόμενης και πολλά υποσχόμενης ΑΠΕ; Η πραγματικότητα είναι πως έχουμε πολύ περισσότερες εγκαταστάσεις με αιολικά πάρκα τοποθετημένα στον πυθμένα απ’ ό,τι πλωτές. Η δεύτερη τεχνολογία παραμένει πολύ πιο ακριβή από την πρώτη, αλλά το κόστος και των δύο μειώνεται συνεχώς. Ξέρετε, από τη μια πράγματι θέλεις να είσαι από τους πρώτους που θα υιοθετήσουν μια νέα τεχνολογία, αλλά, από την άλλη, αν είσαι early adopter, θα σου κοστίσει. Υπάρχει πάντα μια ισορροπία. Πρέπει να μπορείς να καλύψεις το επενδυτικό ρίσκο κάποιου που θα αποφασίσει να κάνει αυτή την επένδυση, να του προσφέρεις μια καλή τιμή.
Αυτό το κόστος ουσιαστικά το κλειδώνεις και το πληρώνεις για πάρα πολλά χρόνια. Υπάρχουν φωτοβολταϊκά συστήματα που εγκαταστάθηκαν πριν από δεκαπέντε χρόνια, τα οποία ακόμα και σήμερα παίρνουν πάρα πολύ υψηλές ταρίφες, γιατί για να τοποθετηθούν τότε είχαν δοθεί γενναιόδωρες επιδοτήσεις. Οπότε χρειάζεται έξυπνη διαχείριση. Φυσικά, δεν μπορείς να μένεις άπραγος για πολύ καιρό, από την άλλη, αν κάνεις πάρα πολλά πολύ πιο γρήγορα από τους άλλους, ίσως το κόστος καταλήξει δυσανάλογα μεγάλο.
Αυτή είναι η πρόκληση για μια χώρα σαν την Ελλάδα που δεν έχει τη δυνατότητα να επιδοτήσει αυτές τις τεχνολογίες σε τεράστια κλίμακα. Πρέπει να διαλέξουμε τα τρία-τέσσερα μέρη όπου μπορούμε να επενδύσουμε, και να το κάνουμε σε συνδυασμό με ό,τι βλέπουμε διεθνώς. Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ πιο γρήγοροι και να πληρώσουμε το κόστος μόνο εμείς, πρέπει να συμβαδίζουμε με τους άλλους για να επωφεληθούμε. Αν επενδύσουμε στις νέες ΑΠΕ πολλές χώρες συνδυαστικά, θα δημιουργηθεί πιο μεγάλη αγορά, αλυσίδες παραγωγής, τεχνογνωσία, έτσι θα πέσει το κόστος. Αν το κάνεις μόνος σου, το κόστος θα πέσει πολύ πιο αργά. Αυτή είναι, λοιπόν, η λογική που ακολουθεί μια χώρα σαν την Ελλάδα.
— Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι η στροφή της Ελλάδας προς τη βιώσιμη ενέργεια δεν θα αφήσει κανέναν πίσω, ειδικά τις περιοχές όπου η παραγωγή λιγνίτη ήταν τεράστιο κομμάτι της τοπικής οικονομίας;
Αρχικά, να πούμε πως η απολιγνιτοποίηση βρίσκεται ήδη σε πολύ προηγμένο στάδιο και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Η χρήση του λιγνίτη έχει περιοριστεί σε ένα 20%. Μάλιστα, επειδή ο λιγνίτης έχει πάρα πολλές εκπομπές, και είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε γι’ αυτές στην Ευρώπη, πρακτικά ο λιγνίτης σήμερα είναι από τα πιο ακριβά καύσιμα. Αυτό το λέω γιατί η απολιγνιτοποίηση αυτήν τη στιγμή είναι μια βεβαιότητα που προκύπτει και από τα δεδομένα της αγοράς, καθώς δεν είναι πια ανταγωνιστικός. Επομένως, το ερώτημα για εμάς είναι πώς θα μπορέσουμε να φέρουμε νέες επενδύσεις, νέες επιχειρήσεις και νέους τομείς ανταγωνιστικούς στις περιοχές που παρήγαγαν στο παρελθόν τον λιγνίτη. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία, και ευρωπαϊκά και παγκόσμια, από χώρες που προσπάθησαν να το κάνουν, κάποιες επιτυχημένα και κάποιες λιγότερο.
Εμείς προσπαθούμε να αντιγράψουμε τα συστήματα που το κατάφεραν, τα οποία έχουν διάφορα χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι το εξής: για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο πρέπει πρώτα να «καθαρίσεις το παλιό», δηλαδή πρέπει να αφήσεις πίσω σου μια κατάσταση για να εγκαταστήσεις κάτι καινούργιο. Αυτή η αποκατάσταση της γης είναι πολύ σημαντική, γιατί αν δεν την κάνεις, είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις κάτι νέο. Ένα άλλο κομμάτι της στρατηγικής είναι πως έχουμε φτιάξει ένα πρόγραμμα στο οποίο προσπαθούμε να δημιουργήσουμε διάφορα οικοσυστήματα. Δηλαδή δεν θα αντικαταστήσουμε τον λιγνίτη με μία μόνο καινούργια μονάδα αλλά με πέντε ή δέκα καινούργιες πηγές. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί είναι πολύ πιο πιθανό ένα από αυτά τα οικοσυστήματα να ευδοκιμήσει και να δημιουργήσει ένα νέο οικονομικό οικοσύστημα στην περιοχή.
— Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να μεταφέρετε στο ευρύτερο κοινό, ώστε να υιοθετήσει κι αυτό την ενεργειακή μετάβαση που πραγματοποιεί η χώρα;
Αρχικά, είμαστε όλοι καταναλωτές ενέργειας. Ας εξετάσουμε το εξής: τα τελευταία δέκα χρόνια η Ελλάδα ξόδευε κατά μέσο όρο 1 δισ. ευρώ ετησίως για να εισάγει φυσικό αέριο. Το 2022, αυτό το νούμερο πήγε στα 7,4 δισ. Μιλάμε για μια τρομακτική αύξηση του κόστους, το οποίο φυσικά πέρασε στους λογαριασμούς, δημιούργησε την ανάγκη για στήριξη από το κράτος κ.λπ. Αυτό το λέω γιατί πρέπει πάντα να συγκρίνουμε το μελλοντικό σύστημα με το σύστημα που ήδη έχουμε. Το ενεργειακό σύστημα που έχουμε στην Ελλάδα σήμερα δημιουργεί τεράστια προβλήματα και γιγαντώνει τις ανισότητες. Τα υψηλά κόστη δυσκολεύουν πολλά νοικοκυριά και διατηρούν αρκετά υψηλά τα επίπεδα ενεργειακής φτώχειας.
Ο στόχος, λοιπόν, της μετάβασης σε μια ενέργεια πιο προβλέψιμη, εγχώρια και πιο ασφαλή έχει πολλά άμεσα οφέλη για την ίδια την τσέπη των καταναλωτών. Αυτό το νέο σύστημα που είναι φτιαγμένο από ΑΠΕ είναι πιο αποκεντρωμένο και επιτρέπει να γίνει κανείς παραγωγός ενέργειας και όχι μόνο καταναλωτής. Αυτό είναι κάτι που στην Ελλάδα δεν έχουμε εξελίξει ακόμα στον βαθμό που θα θέλαμε. Εν μέρει χρειαζόμαστε ένα πιο αναβαθμισμένο δίκτυο, κι αυτό είναι ένα δύσκολο εγχείρημα γιατί τα τελευταία δέκα χρόνια, λόγω της κρίσης, υπήρξε τεράστια μείωση στις επενδύσεις των δικτύων. Σήμερα καλούμαστε να καλύψουμε το κενό σχεδόν μίας δεκαετίας. Θα πάρει χρόνο, αλλά ουσιαστικά με τη βελτίωση των δικτύων και τη στροφή στις ΑΠΕ ο μέσος Έλληνας θα μπορεί γίνει πιο εύκολα παραγωγός ενέργειας.
Το τελευταίο κομμάτι έχει να κάνει με τις μεταφορές, κάτι που βιώνουμε στην καθημερινότητά μας κυρίως όσοι ζούμε στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα. Ο τρόπος με τον οποίο μετακινούμαστε μέσα στην πόλη δεν είναι ο καλύτερος, τουλάχιστον σε σχέση με τις βέλτιστες πρακτικές σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις – η ενεργειακή μετάβαση δεν αφορά μόνο το πώς θα μεταφέρουμε το υφιστάμενο σύστημα στον ηλεκτρισμό. Ο σκοπός είναι να κάνουμε ολόκληρο το σύστημα πιο βιώσιμο, με περισσότερα μέσα μαζικής μεταφοράς, περισσότερο ποδήλατο και περπάτημα. Όλα αυτά είναι μέρος μιας στρατηγικής που θα μειώσει τις εκπομπές, άρα και μέρος της ενεργειακής μετάβασης που θα ζήσει ο πολίτης.
Η ενεργειακή μετάβαση θα αλλάξει ριζικά τη ζωή μας, κοινωνικά στρώματα που ζουν σήμερα μια πραγματικότητα που δεν τους ευνοεί σε αυτό το μελλοντικό σύστημα θα βρουν μεγάλες ευκαιρίες και μεγαλύτερη ισότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί και χάρη στις καλύτερες τιμές της ενέργειας αλλά και χάρη στον τρόπο που θα λειτουργούν οι μεταφορές. Δηλαδή μιλάμε για μέτρα ενεργειακής μετάβασης που ουσιαστικά είναι και μέτρα κοινωνικής πολιτικής.