Τη δεκαετία του '60 οι έμποροι της εποχής συνήθιζαν να δίνουν το μικρό τους όνομα στο μαγαζί τους, δηλαδή υπήρχε ταμπέλα στην πόλη που έγραφε «Νεωτερισμοί “Ο Γιώργος”» και άλλες παρόμοιες, ανάλογα με το πώς έλεγαν κάθε ιδιοκτήτη.
Έτσι και στο κέντρο της Αθήνας, στη γωνία που σχηματίζουν η Κάνιγγος με τη Γλάδστωνος, ο Δημήτρης Μαρτζούκος έγραψε το 1962 «Η πηγή των γυαλιών “Ο Μίμης”», πράγμα το οποίο θεώρησε «απρεπές» να αλλάξει ο γαμπρός του μετά τον θάνατό του, «χώρια που έφυγε από τη ζωή το 1998, που πάει να πει ότι λειτουργούσε το μαγαζί επί τριάντα χρόνια ο ίδιος, τον γνώριζε όλη η Αθήνα. Πώς θα μπορούσα εγώ να ξυπνήσω ένα πρωί και να το μετονομάσω; Δεν γινόταν», λέει η δεύτερη γενιά, ο κύριος Κώστας, που κράτησε το μαγαζί και ήταν δίπλα του από το 1985.
Ακόμα και το 2017, μετά τη μετεγκατάσταση που έγινε από το παλιό μαγαζί στο νέο, το οποίο βρίσκεται μερικά βήματα πιο πέρα, στον αριθμό 2 της οδού Γλάδστωνος, η ταμπέλα ανανεώθηκε, αλλά γράφει το ίδιο όνομα.
Έχω αρκετά ζευγάρια γυαλιά ηλίου, είναι το αγαπημένο μου αξεσουάρ. Απ' όσα έχω συλλέξει μέχρι σήμερα, εκείνα που μπορεί να αναγνωρίσουν κάποιοι στον δρόμο, στο μετρό, σε κάποιο καφέ είναι αυτά που έχω αγοράσει από τον Μίμη – έχει συμβεί να μαντέψει σωστά κάποια που δεν με γνώριζε καθόλου από πού τα είχα αγοράσει, ενώ άλλοι κατάλαβαν αμέσως για ποιο μαγαζί μιλούσα όταν τους είπα από πού τα είχα προμηθευτεί.
Η ιστορία αυτών των ιστορικών αθηναϊκών γυαλιών ξεκινάει όταν ο Δημήτρης Μαρτζούκος άρχισε, σαν παιδί, να δουλεύει πλάι σε έναν περιπτερά της Ομόνοιας, χαμηλά στην οδό Πανεπιστημίου. «Το περίπτερο το είχε ένας ανάπηρος πολέμου που από τη μία πλευρά έκανε επισκευές γυαλιών ηλίου και οράσεως και από την άλλη επισκεύαζε πένες γραφής και αναπτήρες. Ο Μίμης βρέθηκε ως μαθητευόμενος εκεί, μέχρι που μερικά χρόνια μετά νοίκιασε ο ίδιος μια πλευρά στο περίπτερο κάποιου άλλου –ήταν κάτι που συνέβαινε εκείνη την εποχή– και έτσι, κάνοντας τη δουλειά αυτή στις πλευρές των περιπτέρων, αποφάσισε ότι ήθελε να κάνει κάτι δικό του, κάτι διαφορετικό. Είχε γνωρίσει όλους τους Έλληνες κατασκευαστές, αυτούς τους τρεις-τέσσερις που υπήρχαν τότε, του άρεσε η δημιουργία, το να φτιάχνει τα δικά του γυαλιά και όχι απλώς να επισκευάζει άλλων».
Βρήκε, λοιπόν, τον δικό του χώρο, τον διαμόρφωσε όπως μπορείτε να δείτε σε δυο-τρεις φωτογραφίες που έχουν κορνιζαριστεί, έφτιαξε ένα κατάστημα οπτικών γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με γυαλιά. Ήθελε να διαθέτει το προϊόν του σε αφθονία, εξού και «η πηγή των γυαλιών» στην επιγραφή του.
Το μαγαζί ήταν πάντα προσιτό, δεν θα μπορούσαμε να ανεβάσουμε πολύ τις τιμές, ο κόσμος έχει μάθει να έρχεται στο μαγαζί και να ψωνίζει γυαλιά που δεν υπολείπονται σε τίποτα από τα υπόλοιπα στον σκελετό, τον φακό, τη λεπτομέρεια και την κατασκευή. Απλώς δεν έχουν την επωνυμία, το όνομα ενός μεγάλου οίκου που να ανεβάζει την τιμή στα εκατόν πενήντα, στα διακόσια και στα τριακόσια ευρώ.
«Τα νέα παιδιά που ψωνίζουν από εμάς δεν έχουν προλάβει να γνωρίσουν τον Μίμη. Και επειδή με βλέπουν και μένα χρόνια ολόκληρα εδώ με φωνάζουν “κύριε Μίμη, κύριε Μίμη”. Ανάλογα με την ώρα και τη διάθεση, μπορεί να πω ότι δεν είμαι ο Μίμης, πως είναι ο κύριος στη φωτογραφία και ότι εγώ είμαι η συνέχειά του. Άλλες μπορεί να μην πω τίποτα. Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη δουλειά του.
Όταν πια έφυγε από τα περίπτερα και άνοιξε το δικό του μαγαζί, άρχισε να φτιάχνει γυαλιά φασόν, αντλώντας έμπνευση από τα σχέδια των γνωστών ξένων κατασκευαστών της εποχής, τροποποιώντας το κομμάτι που δεν άρεσε στον ίδιο σε αυτά: τα έκανε λίγο πιο μεγάλα ή λίγο πιο μικρά, πείραζε τις γέφυρες, άλλαζε με τον τρόπο του τον σκελετό. Έπειτα πήγαινε στους βιοτέχνες, ζητούσε να του φτιάξουν το σχέδιο που είχε φανταστεί κι έτσι έβγαλε τις πρώτες δικές του συλλογές.
Αυτά τα γυαλιά άρεσαν σε κείνους που τα έφτιαχναν, μέχρι που βρέθηκε κάποιος να του πει “ρε συ Μίμη, τα κάνεις που τα κάνεις, δεν μπαίνεις και συ εδώ να τα κάνουμε μαζί;”. Και έτσι, σιγά-σιγά, βρέθηκε και κείνος δίπλα στους κατασκευαστές με τους οποίους συνεργαζόταν.
Τα γυαλιά του ήταν χυτά, γίνονταν δηλαδή σε καλούπια μεταλλικά στα οποία χυνόταν η πρώτη ύλη και έτσι προέκυπτε η μετόπη του σκελετού. Είναι όλα αυτά τα γυαλιά που θα δείτε κρεμασμένα περιμετρικά στους τοίχους πάνω από τις προθήκες.
Ήταν οικονομικές σειρές με φακούς δύο κατηγοριών, με καλούς απορροφητικούς και κάποιους υποδεέστερους σε ποιότητα, για εκείνους που δεν είχαν να διαθέσουν πολλά χρήματα. Όταν θέλησε να σταματήσει αυτά τα κομμάτια, αγόρασε τα δικά του μεταχειρισμένα μηχανήματα. Με αυτά τα μηχανήματα του '82 δουλεύουμε μέχρι σήμερα».
Όταν αγόρασε τα μηχανήματα, λοιπόν, νιώθοντας πως έχει κάνει ένα επαγγελματικό άλμα, ο Δημήτρης Μαρτζούκος υιοθέτησε την επωνυμία «Avant Garde» και άρχισε να τη χτυπάει στο εσωτερικό των γυαλιών του – τα δικά μου αγαπημένα από ξανθιά ταρταρούγα αυτό γράφουν.
«Ακολούθησα κι εγώ αυτό που έκανε, και όταν πια έφυγε από τη ζωή από την άλλη πλευρά του βραχίονα άρχισα να γράφω και “Μίμης”. Στα δικά μου γυαλιά πλέον δεν γράφω τίποτα, ο Τάσος (σ.σ. ο γιος του κύριου Κώστα, η τρίτη γενιά του μαγαζιού) θέλει να επαναφέρουμε την επωνυμία, βάζοντας ένα καλλιγραφικό Μ στους σκελετούς».
Tην πρώτη ύλη με την οποία κατασκευάζονται σήμερα τα γυαλιά του Μίμη θα τη δείτε στο κατάστημα, είναι αυτά τα επίπεδα ματ φύλλα που μπορεί να παρατηρήσετε πάνω από τα συρτάρια του, οι πάστες acetate στη μορφή που έχουν πριν μπουν σε μεγάλα βαρέλια, όπου γυρνάνε επί ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο και άλλη μισή μέρα μέχρι να γυαλιστούν.
Συνεχίζοντας την παράδοση, στα μοντέλα με παλαιότερο σχεδιασμό παρεμβαίνουν αλλάζοντας τη διάμετρο του φακού, το μήκος του βραχίονα, τo μήκος κροταφικά του σκελετού και τη γέφυρα. «Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνουμε να κρατήσουμε το ύφος και το στυλ του παλιού σχεδίου, διατηρώντας το παράλληλα διαχρονικό και επίκαιρο».
Το acetate ή αλλιώς οξική κυτταρίνη είναι ένα οργανικό πολυμερές υλικό που αποτελείται από παράγωγα βάμβακος, πολτό ξύλου, σταθεροποιητές, χρώματα και acetone. Διατηρεί αναλλοίωτο στον χρόνο το χρώμα του, χωρίς να ξεφλουδίζει, εφόσον αυτό βρίσκεται εντός της ύλης και δεν είναι απλώς μια βαφή. Έτσι δεν αποχρωματίζεται από την υπεριώδη ακτινοβολία και την επαφή με το δέρμα. Παράλληλα είναι υποαλλεργικό, «γεγονός που το καθιστά το καλύτερο υλικό για την κατασκευή κοκάλινων γυαλιών».
Τα νέα μοντέλα γυαλιών του Μίμη προκύπτουν με τροποποιήσεις σε σχέδια άλλων δεκαετιών, ανάλογα με το τι ζητάει η πελατεία, η οποία αποτελείται και από πολύ νέο κόσμο.
«Τα περισσότερα γυαλιά είναι unisex, η ιδιαιτερότητά τους είναι ότι όλα τους έχουν αναφορές σε σχέδια παλιά, για παράδειγμα φτιάχνουμε τρία-τέσσερα μεσοπολεμικά, τα πρωτότυπα της δεκαετίας του '30 ήταν οράσεως και εμείς τα κάνουμε ηλίου, μεγαλώνοντας τη διάμετρο του φακού τους. Ένα παράδειγμα αποτελεί το “καβαφικό”, που το κατασκευάζουμε και το πουλάμε χρόνια ολόκληρα. Αυτά τα γυαλιά δεν έχουν ημερομηνία λήξης, πρόκειται για σχέδια που ο κόσμος ζητάει και θα συνεχίσει να αγοράζει. Όσες δεκαετίες και να περάσουν θα υπάρχουν σχέδια που θα αρέσουν στα νεαρά παιδιά, θα τα φοράνε».
Από τη στιγμή που τις τάσεις στα γυαλιά τις διαμορφώνουν οι μεγάλοι οίκοι, ο κύριος Κώστας θυμάται ότι στα τέλη των '00s πατούσε σε σχέδια του Μίμη από τα '70s, «μεγάλα, τεράστια γυαλιά δεν σκέφτηκα ποτέ να φτιάξω, αλλά αυτά ζητούσαν. Τελευταία, που είναι πολύ στη μόδα τα '90s, και έχοντας δουλέψει στο κατάστημα εκείνη τη δεκαετία, έχω συγκρατήσει πέντε σχέδια που ήταν κορυφή τότε και τα φτιάχνουμε ξανά: είναι μικρά και γεωμετρικά, οβάλ και παραλληλόγραμμα. Δεν μπορείς να μην αφουγκράζεσαι τι θέλει η νέα γενιά».
Εκτός από τις εσωτερικές προθήκες, στη βιτρίνα του Μίμη θα δείτε άλλες δύο. Όπως κοιτάτε την τζαμαρία του, αυτά που έχουν τοποθετηθεί στα δεξιά είναι αρχειακό υλικό, δεν διατίθενται προς πώληση, πρόκειται για σχέδια από τριάντα έως πενήντα ετών που αποτελούν αυτήν τη στιγμή μόνο ντεκόρ και από αυτά αντλούν κάθε χρόνο έμπνευση η δεύτερη και η τρίτη γενιά τους καταστήματος για να επαναφέρουν ένα ή δύο κομμάτια. «Αν ήταν προς πώληση αυτά, θα είχαν φύγει σε έναν μήνα όλα», προβλέπει ο κύριος Κώστας.
Μου εξηγεί ότι μέχρι το 2010 δεν είχε ακούσει τη λέξη «vintage». «Mέχρι που κάποια παιδιά-πελάτες, που σπούδαζαν ή δούλευαν έξω, άρχισαν να έρχονται για ψώνια τις μέρες που βρίσκονταν στην Αθήνα και την ανέφεραν. Τους ρώτησα, λοιπόν, τι είναι το vintage γυαλί και μου είπαν να βγάλω ό,τι έχω παλιό στην αποθήκη, όσα πιστεύω ότι δεν θα μου ζητήσει κανείς. Άρχισα να ανεβάζω από το υπόγειο του παλιού μαγαζιού ό,τι είχα από τον Μίμη, γυαλιά που μου φαίνονταν άκαιρα, ευτυχώς τα περισσότερα ήταν σκέτοι σκελετοί και δεν χρειάστηκε να ξεκουμπώσω φακούς, έβαλα απευθείας καινούργιους.
Έτσι, δειλά-δειλά, άρχισα να τα μοντάρω και να τα κρεμάω στο μαγαζί. Άρχισαν να φεύγουν, είδα ότι υπάρχει όντως μια αγάπη για ό,τι παλιό και συνέχισα να τους αφιερώνω τον τοίχο. Στα τόσα χρόνια που λειτουργεί το μαγαζί έχουμε φτιάξει ένα σωρό πράγματα, δεν γίνεται να τα πουλάμε όλα κάθε χρόνο, πάντα κάτι θα μείνει, οπότε πάντα θα υπάρχουν σχέδια που μπορούν να ξαναβγούν κάποια στιγμή στην επιφάνεια, να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, να αξιοποιηθούν και να φορεθούν, γι' αυτό και πωλούνται σε πολύ λογικές τιμές».
Όλα τα vintage γυαλιά του Μίμη έχουν σαράντα ευρώ, ενώ τα φετινά κοκάλινα κοστίζουν εξήντα πέντε ευρώ. Οι φακοί που χρησιμοποιούνται σε όλα είναι CR-39 και σύμφωνα με τους σημερινούς ιδιοκτήτες του καταστήματος, «είναι οι πιο διαδεδομένοι στην αγορά, κατασκευάζονται σε ένα εκ των κορυφαίων ευρωπαϊκών εργοστασίων, το LTL στην Ιταλία, είναι οργανικοί, παρέχουν απόλυτη προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία, με πυκνότητα 75%, που τους καθιστά ιδανικούς για την ηλιοφάνεια της χώρας».
Πώς καταφέρνουν να κρατάνε τόσο χαμηλά τις τιμές τους; «Το μαγαζί ήταν πάντα προσιτό, δεν θα μπορούσαμε να ανεβάσουμε πολύ τις τιμές, ο κόσμος έχει μάθει να έρχεται στο μαγαζί και να ψωνίζει γυαλιά που δεν υπολείπονται σε τίποτα από τα υπόλοιπα στον σκελετό, τον φακό, τη λεπτομέρεια και την κατασκευή. Απλώς δεν έχουν την επωνυμία, το όνομα ενός μεγάλου οίκου που να ανεβάζει την τιμή στα εκατόν πενήντα, στα διακόσια και στα τριακόσια ευρώ. Κάποιος έχει δαπανήσει εκατομμύρια για να κάνει όνομα, δεν πρέπει αυτά να του γυρίσουν πίσω; Εύλογο είναι. Εμείς έχουμε λογικές τιμές για να ζούμε αξιοπρεπώς, λεφτά δεν κάναμε έτσι κι αλλιώς τόσα χρόνια, δεν κυνηγάμε να τα κάνουμε τώρα».
Τα πρωτόλεια σχέδια του Μίμη που κάποτε στόλιζαν την πρόσοψη του παλιού γωνιακού καταστήματος, ενώ πλέον κρέμονται ψηλά στο εσωτερικό του, αυτά τα χαρακτηριστικά σχέδια της δεκαετίας του ‘70 τα έχουν κρατήσει για τους ενδυματολόγους που μπορεί να τα χρειαστούν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους παλιούς σκελετούς οράσεως, όπως αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία «Ευτυχία», στη βιογραφική ταινία σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή για τη ζωή της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
«Έχουμε σχέσεις χρόνων με τα παιδιά που κάνουν αυτήν τη δουλειά και προσπαθούμε να βρούμε κάτι να τα εξυπηρετεί, για να είναι όσο πιο πιστά στην εποχή που πρέπει να αποδώσουν μέσα από τα ρούχα. Μπορεί και να φτιάξουμε κάτι για να τους εξυπηρετήσουμε».
Η φήμη αυτής της πηγής των γυαλιών της Αθήνας διαδίδεται από στόμα σε στόμα όλα αυτά τα χρόνια. «Πολλές φορές τυχαίνει πελάτες να μας πουν ότι ο πατέρας τους ή η μητέρα τους ψώνιζαν από εμάς και τους έστειλαν εδώ. Ή θα πάρει ένα παιδί ένα γυαλί, θα το ζηλέψει κάποιος από τους συμφοιτητές και τους φίλους του και αυτή θα είναι η διαφήμισή μας, έτσι πορευόμαστε μια ζωή.
Τώρα με τον Τάσο μπήκαμε σε νέα πεδία, βρεθήκαμε στο ίντερνετ με social media και e-shop, πλέον κάνουμε φωτογραφίσεις – δεν τα έκανα εγώ ποτέ μου αυτά και ούτε είχα σκοπό. Αλλά το νέο αίμα φέρνει νέες ιδέες, καιρός είναι να πάμε μπροστά, δεν χρειάζεται να μείνουμε στη δεκαετία του '80 και σε αυτόν τον τομέα».
Αν ψάχνετε γυαλιά ηλίου σε φανταχτερά χρώματα, δεν θα τα βρείτε εκεί, τα χρώματα που δουλεύουν είναι πολύ συγκεκριμένα, κλασικά και γήινα, το πιο έντονο χρώμα που έχουν είναι ένα κίτρινο «κεχριμπάρι» όπως το λένε, μετά μπορεί να συναντήσετε κάτι κόκκινο, ροζ ή χρυσούς μεταλλικούς σκελετούς στο στοκ τους. Σίγουρα θα βρείτε μια ταρταρούγα που θα σας αρέσει, ενώ φέτος πειραματίζονται και με ένα καινούργιο χρώμα, βγάζοντας τα σχέδιά τους και σε λαδί.
Τα νέα γυαλιά πεταλούδες που φτιάχνουν, όπως μία που δοκίμασα με μαύρη μετώπη και βραχίονες «Δαλματίας», ένα από τα πιο επιτυχημένα σχέδια του '61, όπως με ενημέρωσε ο κύριος Κώστας, δεν έχει επιθετικές γωνίες, τις έχουν μαλακώσει, τις έχουν κάνει πιο καμπυλωτές για να τους δώσετε μια ευκαιρία ακόμα κι εσείς που πιστεύετε ότι πρόκειται για ένα σχέδιο εκκεντρικό, που δεν μπορείτε να υποστηρίξετε εύκολα.
Εκτός από το «καβαφικό» μοντέλο, στον Μίμη θα βρείτε τα γυαλιά Kennedy (του JFK), τα Gary Cooper, τα Grace Kelly, σκελετούς ταυτισμένους με τα αναγνωρίσιμα πρόσωπα που τους φόρεσαν κάποτε και απαθανατίστηκαν με αυτούς. Βέβαια, ένα από τα πιο ευπώλητα σχέδια του μαγαζιού δεν είναι εμπνευσμένο από κανένα επώνυμο πρόσωπο. Στα τέλη του '50 το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων έδινε στους ασφαλισμένους έναν συγκεκριμένο σκελετό δωρεάν, αν προτιμούσαν κάποιον άλλον έπρεπε να πληρώσουν τη διαφορά για να τον αγοράσουν.
«Επειδή τα οπτικά στα μεγάλα αστικά κέντρα δεν κέρδιζαν τίποτε από αυτά τα γυαλιά, προσπαθούσαν να πείσουν τους ασφαλισμένους να αγοράσουν το κάτι παραπάνω ώστε να μη φαίνεται ότι είναι αυτό που τους δίνει το ταμείο, έτσι πλήρωναν κάποιες δραχμές παραπάνω. Το “γυαλί του ΙΚΑ”, όπως έμεινε, κυκλοφόρησε για λίγα χρόνια, αφού απαξιώθηκε γρήγορα από τον κόσμο. Δεν το προτιμούσαν για να μη στιγματιστούν, για να μη δείχνουν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν κάτι άλλο. Εμείς τα επαναφέραμε και δεν έχουμε πειράξει τίποτα σε αυτά, είναι ακριβώς τα ίδια και είναι και πολύ εμπορικά γυαλιά».
Γλάδστωνος 2, Εξάρχεια, 210 3832431, www.mimisgialia.gr