Είναι διδάκτορας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας για τον Covid, όμως το κατεξοχήν δικό του πεδίο δράσης είναι η πρωτοβάθμια περίθαλψη και φροντίδα, την οποία υπηρετεί ακάματα την τελευταία δεκαετία ως διευθυντής του Κέντρου Υγείας Αρεόπολης στη Μάνη.
Εκείνο μάλιστα που τον χαροποιεί περισσότερο στην εν λόγω διάκριση –μία από τις πολλές που έχει λάβει– είναι ότι συμβάλλει στην ανάδειξη του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, τον οποίο θεωρεί ζωτικής σημασίας για την προστασία της δημόσιας υγείας, ακόμα και σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης: «Δεν μπορείς ξαφνικά να βγαίνεις στις τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες, όταν έχεις ξεχάσει τον άλλον, για να του κάνεις υποδείξεις, και να περιμένεις ότι θα ανταποκριθεί πρόθυμα… Στο δικό μας κέντρο υγείας η λεγόμενη ιατρική “από καθέδρας” δεν ισχύει. Οι άνθρωποι συμμετέχουν σε κάθε μας προσπάθεια κι αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο, σημαντικό δε είναι να λαμβάνει μέρος και ο ασθενής στη λήψη της όποιας απόφασης... Αυτό, αγαπητέ, ονομάζεται “ελευθερία” και η ελευθερία έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά, η οποία έγκειται στο ότι δεν αφήνει σημάδια», μου λέει.
Aπό εκείνους τους επιστήμονες που είναι κυριολεκτικά δοσμένοι στη δουλειά τους, αντιμετωπίζει την ιατρική καταρχάς ως αμέριστη προσφορά στον συνάνθρωπο και την κοινότητα, είναι δε γι’ αυτόν τρόπος ζωής στην κυριολεξία. Ωράριο δεν έχει, αργίες δεν γνωρίζει, το τηλέφωνό του δεν κλείνει ποτέ και τον λίγο ελεύθερο χρόνο που του μένει τον αφιερώνει στην εκπαίδευση, στη συγγραφή και στην έρευνα.
Όραμά του «μια καθολική κάλυψη υγείας που να διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας ιατρική φροντίδα… η πρωτοβάθμια υγεία θα παραμένει ζητούμενο όσο δεν αλλάζουμε συνολικά την κουλτούρα μας απέναντί της».
Δεν έχω σώσει πάρα πολλούς ανθρώπους. Έχω όμως βοηθήσει ή, καλύτερα, έχω προσπαθήσει να βοηθήσω δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, γιατί θέλω αυτός ο ζεστός ήλιος της προσφοράς και της φροντίδας να καθρεφτίζεται και να απλώνει παντού.
Ο λόγος του είναι άλλοτε αυστηρά επιστημονικός κι άλλοτε πάλι ποιητικός, δίχως να διστάζει να γίνει ρηξικέλευθος. Δηλώνει ότι δεν ακολουθεί «πεπατημένα μονοπάτια», ότι οδηγός του είναι η αναγκαιότητα και θεμέλιο της δουλειάς του οι ίδιοι οι ασθενείς «που τον κρατούν τρυφερά στην αγκαλιά τους» και τους ενθαρρύνει να συμμετέχουν στις όποιες αποφάσεις. Ότι δεν κάνει ποτέ εκπτώσεις «ούτε σε ανθρώπους ούτε σε νοσήματα», εύχεται δε η τρέχουσα πανδημία να γίνει αφορμή για «έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό τόσο της έννοιας της δημόσιας υγείας όσο και της σχέσης ιατρού - ασθενούς».
Ήθελα να τον ρωτήσω πολλά πράγματα ακόμα, όμως το καθήκον τον καλούσε, ασθενείς περίμεναν να εξεταστούν, τον έπαιρναν ταυτόχρονα από το ΕΚΑΒ, νομίζω όμως ότι τελικά τα είπαμε όλα.
— «Θεμέλιο της δουλειάς μου είναι οι ασθενείς», γράφετε στην ευχαριστήρια δήλωσή σας για το βραβείο και φαντάζομαι ότι θα έχετε πολλή δουλειά τώρα με την πανδημία.
Έτσι είναι, κι αυτό καταρχάς σίγουρα δεν είναι ευχάριστο, προσπαθούμε όμως όλο το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό στο Κέντρο Υγείας Αρεόπολης για το καλύτερο. Η κατάσταση είναι δύσκολη και εδώ, όπως παντού, όχι μόνο για όσους αρρώστους νοσηλεύονται σε νοσοκομεία αλλά και για όσους παρακολουθούνται στο σπίτι. Τους ξεχνάμε καμιά φορά αυτούς τους τελευταίους, χρειάζονται όμως κι εκείνοι φροντίδα.
— Βραβευτήκατε ως ο καλύτερος οικογενειακός γιατρός στον κόσμο για το 2021, υπάρχει εντούτοις κόσμος που αγνοεί ακόμα και την ύπαρξη τέτοιων γιατρών.
Ναι, διότι δεν έχουν καθιερωθεί θεσμικά στην Ελλάδα. Σε παλιότερες εποχές υπήρχε μεν ο γιατρός της οικογένειας, όμως ο οικογενειακός γιατρός ως θεσμός είναι κάτι διαφορετικό, αφορά όλους τους πολίτες μιας κοινότητας σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας. Αυτό το τελευταίο παραμένει όραμα γιατί μιλάμε για καθολική κάλυψη υγείας που να διασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας ιατρική φροντίδα.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν θεσπιστεί καμιά εικοσαριά νόμοι για την προώθηση της πρωτοβάθμιας υγείας, παραμένει εντούτοις ζητούμενο όσο δεν αλλάζουμε συνολικά την κουλτούρα μας απέναντι στο δημόσιο αυτό αγαθό. Στα αστικά κέντρα οκτώ στους δέκα πολίτες δεν έχουν οικογενειακό γιατρό, στην επαρχία τον υποκαθιστούν τα κέντρα υγείας που δίνουν μεγάλο αγώνα κι ας μη διαθέτουν συχνά επαρκές προσωπικό και μέσα.
— Υπάρχουν και συγκεκριμένες οικογένειες που παρακολουθείτε;
Όλο τον κόσμο. Την κοινότητα της Αρεόπολης και της ευρύτερης περιοχής τη βλέπω ως μια μεγάλη οικογένεια, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας.
— Πόσα χρόνια υπηρετείτε στο Κέντρο Υγείας Αρεόπολης;
Δραστηριοποιούμαι στη θέση αυτή μια δεκαετία τώρα. Πριν υπηρετούσα στον Βύρωνα, όπου ίδρυσα το Πρώτο Κέντρο Υγείας Αστικού Τύπου στην Ελλάδα, μια πρωτοποριακή δουλειά για εκείνα τα χρόνια, η οποία καθόρισε έκτοτε σε μεγάλο βαθμό την πορεία μου. Στόχος μου ήταν να τεκμηριώσω την ιδέα της πρωτοβάθμιας φροντίδας στην Αθήνα και σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής.
Σε συνεργασία μάλιστα με τον δήμο Βύρωνα και άλλους φορείς δημιουργήσαμε, ανάμεσα στα άλλα, ειδικό ξενώνα κοινωνικής μέριμνας με 150 δωμάτια για πρόσφυγες, μετανάστες και άπορους. Την αξία της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και φροντίδας, που ανέδειξε ως πιο αναγκαία από ποτέ η πανδημία, επισημαίνω και στους φοιτητές μου στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, όπου διδάσκω από το 2000.
— Είχε συνέχεια εκείνη η προσπάθειά σας στον Βύρωνα;
Δεν θα το έλεγα. Δημιουργήθηκαν μεν κάποιες τοπικές μονάδες υγείας, που όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα με τα κέντρα υγείας. Όταν είδα, λοιπόν, ότι το «ταξίδι» εκείνου του πρότυπου κέντρου υγείας ξεκίνησε και ότι το όραμά μου εκείνο ενσαρκώθηκε, έκρινα ότι η προσπάθεια εκείνη μπορούσε να συνεχιστεί και χωρίς εμένα, που θα ήμουν πιο χρήσιμος στον τόπο μου.
Παρέδωσα, λοιπόν, τα ηνία στους εβδομήντα περίπου εργαζόμενους που απασχολούνταν εκεί και επέστρεψα στη Μάνη και στην Αρεόπολη. Εδώ είχαμε περισσότερες ελλείψεις, χρειάστηκε να ανασυγκροτήσω το τοπικό κέντρο υγείας εξαρχής, να δημιουργήσω υποδομές, να φροντίσω να στελεχωθεί με το κατάλληλο προσωπικό κ.λπ.
— Η τοπική κοινωνία στη Μάνη σάς στηρίζει;
Βεβαίως, βλέποντας κιόλας οι άνθρωποι εδώ μια συνέπεια και μια συνέχεια στη φροντίδα που τους παρέχουμε, είτε αυτή σχετίζεται με την αγωγή υγείας, είτε με την προληπτική ιατρική, είτε με διαχείριση χρόνιων νοσημάτων, είτε με επείγοντα περιστατικά, εκτίμησαν και αγκάλιασαν το έργο και τη συνολική κοινωνική μας προσφορά, το ίδιο και οι τοπικές αρχές.
— Διαβάζω ότι εδώ και 25 χρόνια δεν έχετε πάρει ούτε άδεια ούτε ρεπό, συχνά μάλιστα δεν σας βλέπει καθόλου το σπίτι, αφού διανυκτερεύετε στο κέντρο υγείας. Πώς τα καταφέρνετε; Η οικογένειά σας δεν παραπονιέται;
Καταρχάς, να πω ότι δεν σκέφτηκα ποτέ να λείψω από το πόστο μου. Ούτε μια ώρα, όσο κι αν σας φανεί περίεργο, γιατί η ιατρική είναι για μένα τρόπος ζωής. Δεν θεωρώ, ξέρετε, την ιατρική ούτε επάγγελμα ούτε λειτούργημα, γιατί κι αυτό το δεύτερο έχει κάποιες τεχνοκρατικές αναφορές, αλλά πρώτα και, πάνω απ' όλα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο, μια ιδέα που προσπαθώ να εμφυσήσω τόσο στους συνεργάτες όσο και στους φοιτητές μου, η οποία λήφθηκε επίσης υπόψη στη διάκριση που έλαβα. Όλα αυτά που κάνουμε έχουν, ξέρετε, θεσμοθετηθεί κατ’ ουσία από τους ίδιους τους ασθενείς. Γι' αυτό και δήλωσα ότι στη δουλειά μου δεν ακολούθησα πεπατημένα μονοπάτια.
Η οικογένειά μου, τώρα, δείχνει ευτυχώς κατανόηση και μου συμπαραστέκεται, ξέρουν άλλωστε ότι δεν έχω πολλές επιλογές αν θέλω να είμαι σωστός σε αυτό που κάνω, οι ασθένειες δεν καταλαβαίνουν από αργίες και σχόλες.
— Νομίζω ότι από το πνεύμα αυτό θα έπρεπε να εμφορούνται όλοι οι επαγγελματίες της υγείας, κάτι που όμως μάλλον δεν συμβαίνει.
Προσωπικά, δεν έκανα ποτέ καμία έκπτωση ούτε στον άνθρωπο ούτε στο νόσημα. Από κει και πέρα, το πώς αντιμετωπίζει ένας γιατρός τους ασθενείς του είναι καταρχάς θέμα κουλτούρας και ευαισθησιών του καθενός.
— Υπήρξαν φορές που δυσκολευτήκατε πολύ, που βρεθήκατε στα όρια της κατάρρευσης όλα αυτά τα χρόνια;
Κάθε μέρα είναι διαφορετική, κάθε δυσκολία το ίδιο. Γι’ αυτό και όταν ξεκίνησα αυτό το ταξίδι, που είναι μια συμμετοχή στη διαδικασία προάσπισης της ανθρώπινης ζωής, μια λέξη ερχόταν πάντα μπροστά μου και μπερδευόταν με τις υπόλοιπες: η αναγκαιότητα.
Αυτή είναι η κορυφαία λέξη της ψυχής μου, αυτή έχω για οδηγό κι εκείνη είναι που μου ζητά να συνδεθεί με όλες τις άλλες λέξεις καθημερινά, από το πρώτο φως της μέρας μέχρι αργά τη νύχτα. Αν φύγω από το κέντρο θα είναι μετά τις 12 τη νύχτα, αλλά και τότε το τηλέφωνό μου παραμένει διαρκώς ανοιχτό, για όποιον βρεθεί σε ανάγκη.
— Θα υπάρχουν, φαντάζομαι, και οι ευτυχείς στιγμές, ασθενείς που θεραπεύσατε, που γλιτώσατε.
Δεν έχω σώσει πάρα πολλούς ανθρώπους. Έχω βοηθήσει όμως ή, καλύτερα, έχω προσπαθήσει να βοηθήσω δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, γιατί θέλω αυτός ο ζεστός ήλιος της προσφοράς και της φροντίδας να καθρεφτίζεται και να απλώνει παντού.
— Ακούνε τους γιατρούς οι συντοπίτες σας όσον αφορά τα μέτρα προστασίας και πρόληψης από την πανδημία;
Όταν έχεις αναπτύξει μια προσωπική σχέση με τους ασθενείς σου και γενικότερα με την κοινότητα στην οποία ζεις και εργάζεσαι, όταν το έργο σου είναι αναγνωρίσιμο και έχει συνέχεια, είναι ευκολότερο να σε ακούσουν και να σε εμπιστευτούν απ' ό,τι κάποιον ειδικό που θα δουν στην τηλεόραση – ένας παραπάνω λόγος που επιμένω στην ανάγκη ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας και στη θεσμοθέτηση του οικογενειακού γιατρού ,ο οποίος μπορεί να παίξει έναν σπουδαίο και πολυδιάστατο ρόλο και όσον αφορά τις υγειονομικές κρίσεις. Διότι μπορεί ξαφνικά να βγαίνεις στις τηλεοράσεις, τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα όταν έχεις ξεχάσει τον άλλον, για να του κάνεις υποδείξεις, και να περιμένεις ότι θα ανταποκριθεί πρόθυμα;
Το «πάρε αυτά τα φάρμακα κι έλα πάλι σε έναν μήνα» π.χ., η λεγόμενη ιατρική «από καθέδρας», σ' εμάς δεν ισχύει. Εδώ οι άνθρωποι συμμετέχουν σε κάθε μας προσπάθεια κι αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο, σημαντικό δε στη λήψη της όποιας απόφασης είναι να λαμβάνει μέρος και ο ασθενής, έχοντας βεβαίως πριν ενημερωθεί υπεύθυνα και αναλυτικά. Αυτό, αγαπητέ, ονομάζεται «ελευθερία» και η ελευθερία έχει μια ιδιαίτερη ομορφιά, η οποία έγκειται στο ότι δεν αφήνει σημάδια.
Εκείνο που αναζήτησα και αναζητώ μαζί με τους ασθενείς μου είναι περισσότερο φως, περισσότερη δικαιοσύνη και περισσότερη αξιοπρέπεια στο ΕΣΥ. Η πανδημία του Covid ας γίνει αφορμή για έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό τόσο της έννοιας της δημόσιας υγείας όσο και της σχέσης ιατρού - ασθενούς.