ΤΑ ΑΥΤΟΑΝΟΣΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ εμφανίζονται σε όλο τον πληθυσμό και σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ενώ τα τελευταία χρόνια τα περιστατικά παρουσιάζουν εντυπωσιακή αύξηση. Ωστόσο, η ευπάθεια του γυναικείου φύλου στα αυτοάνοσα είναι σημαντικά μεγαλύτερη σε σχέση με του αντρικού, με συνέπεια το 78% των ατόμων με κάποιο αυτοάνοσο νόσημα να είναι γυναίκες. Η αιτία που τα αυτοάνοσα πλήττουν κυρίως το γυναικείο φύλο είναι το ιδιαίτερο μεταβολικό προφίλ των γυναικών και οι πολλαπλές ορμονικές αλλαγές που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους, συγκεκριμένα στα στάδια της εμμηναρχής, της εφηβείας, της ωορρηξίας, της έμμηνου ρύσης, της κύησης, της κλιμακτηρίου και της εμμηνόπαυσης.
Καθεμία από αυτές τις ορμονικές αλλαγές επηρεάζει άμεσα τη συνολική μεταβολική κατάσταση του οργανισμού, γεγονός που βιώνει κάθε γυναίκα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, άλλωστε, λίγες μέρες πριν από την περίοδο, κατά τη διάρκεια της κύησης ή στην κλιμακτήριο, οπότε αλλάζουν έντονα η όρεξη, τα επίπεδα ενέργειας, η διάθεση, το βάρος, το επίπεδο των κατακρατήσεων υγρών και άλλες παράμετροι της οργανικής λειτουργίας.
Πώς οι διαταραχές του μεταβολισμού πυροδοτούν τα αυτοάνοσα νοσήματα
Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα έχουν κοινά μεταβολικά χαρακτηριστικά, γεγονός που υποδηλώνει ότι κάποιοι κοινοί παράγοντες εμπλέκονται στην εμφάνιση της νόσου. Ενισχύεται έτσι η άποψη ότι οι διαταραχές σε επίπεδο μεταβολισμού προηγούνται της εμφάνισης των αυτοάνοσων παθήσεων. Δηλαδή είναι οι διαταραχές του μεταβολισμού που προκαλούν τα αυτοάνοσα και όχι το αντίθετο. Αλλαγές και διαταραχές του μεταβολισμού συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος σε δεύτερο χρόνο. Ας δούμε αναλυτικά ποιες είναι οι βασικότερες μεταβολικές διαταραχές.
Στις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω αυξημένης αντισηψίας και ενισχυμένων συνθηκών υγιεινής, το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων δεν έρχεται σε επαφή με τα μικρόβια που χρειάζεται, ώστε να ωριμάσει. Η ελλιπής έκθεσή του σε φυσιολογικά μικρόβια είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε αδυναμία αναγνώρισης των κυττάρων του εαυτού.
Μια κοινή μεταβολική διαταραχή είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη. Σε αυτή την περίπτωση, η αυξημένη κατανάλωση υψηλά επεξεργασμένων τροφών και ζάχαρης αναγκάζει τον οργανισμό να εκκρίνει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες ινσουλίνης, ώστε να διατηρήσει τα επίπεδα του ζαχάρου στο αίμα εντός του φυσιολογικού. Η ινσουλίνη είναι αυξητικός παράγοντας που αυξάνει την ένταση των φλεγμονών στο σώμα και απορρυθμίζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού.
Μια επιπρόσθετη μεταβολική διαταραχή είναι η διαταραχή του μικροβιώματος. Η κατανάλωση βιομηχανικά επεξεργασμένων τροφών, αλλά και φρέσκων τροφίμων που έχουν εκτεθεί σε φυτοφάρμακα και παρασιτοκτόνα, επηρεάζει σημαντικά τη μικροβιακή χλωρίδα της τροφής και τη σύσταση του μικροβιώματος του ανθρώπινου οργανισμού. Γνωρίζουμε ότι η σύσταση του μικροβιώματος είναι κεντρικός παράγοντας στην ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Επίσης, υπάρχουν τα περιστατικά μειωμένης έκθεσης του ανοσοποιητικού στα φυσιολογικά μικρόβια. Στις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω αυξημένης αντισηψίας και ενισχυμένων συνθηκών υγιεινής, το ανοσοποιητικό σύστημα των ανθρώπων δεν έρχεται σε επαφή με τα μικρόβια που χρειάζεται, ώστε να ωριμάσει. Η ελλιπής έκθεσή του σε φυσιολογικά μικρόβια είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε αδυναμία αναγνώρισης των κυττάρων του εαυτού. Το ανοσοποιητικό «βλέπει» τα δικά του όργανα και ιστούς ως ξένα, τους επιτίθεται κι έτσι αναπτύσσεται αυτοανοσία.
Μια άλλη μεταβολική διαταραχή αφορά ελλείψεις βασικών βιταμινών που ρυθμίζουν την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι βιταμίνες και τα θρεπτικά στοιχεία, όπως η βιταμίνη D, τα ω-3 λιπαρά οξέα, το μαγνήσιο, το σελήνιο, τα προβιοτικά κ.ά., έχουν ανοσορρυθμιστική δράση. Δηλαδή είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
Ελλείψεις σε αυτά τα στοιχεία συνδέονται με ανεπαρκή ωρίμανση των λευκών αιμοσφαιρίων και χαμηλή άμυνα σε εξωγενείς παράγοντες, όπως τα μικρόβια και οι ιοί. Συνδέονται, επίσης, με υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού σε σχέση με δικά του όργανα και ιστούς.
Το ψυχογενές στρες προκαλεί ορμονικές και μεταβολικές διαταραχές που αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα ανάπτυξης αυτοανοσίας. Παρότι το ψυχογενές στρες δεν αρκεί από μόνο του ώστε να οδηγήσει σε αυτοανοσία, επί εδάφους σημαντικής μεταβολικής διαταραχής μπορεί να πυροδοτήσει την εμφάνιση αυτοάνοσων ασθενειών, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η ψωρίαση, η λεύκη, ο διαβήτης τύπου Ι και άλλες παθήσεις.
Όσο αυξάνεται η γνώση μας για τα αυτοάνοσα νοσήματα, αυξάνεται και η ικανότητα παρέμβασής μας στη διόρθωση των αιτιολογικών παραγόντων που προκαλούν αυτή την ομάδα ασθενειών. Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση της μεταβολικής κατάστασης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη βελτίωση της πορείας της νόσου στα αυτοάνοσα αλλά και να μειώσει τον κίνδυνο της εμφάνισής τους.
*Dr. Δημήτρης Τσουκαλάς
Επιστημονικός διευθυντής Metabolomic Medicine
Διαβάστε περισσότερα στο: drtsoukalas.com, Facebook
Επιμέλεια κειμένου: Αλεξία Σβώλου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια