Όποιος έχει κάνει έστω και μια φορά στη ζωή του δίαιτα γνωρίζει ότι μια τυποποιημένη «συνταγή» για την απώλεια βάρους είναι η μείωση της ποσότητας των θερμίδων που καταναλώνει.
Όμως σύμφωνα με μια τελευταία μελέτη που δημοσιεύτηκε στο διεθνές περιοδικό γενικής ιατρικής JAMA (Journal of the American Medical Association) διαπιστώθηκε ότι άνθρωποι οι οποίοι μείωσαν την κατανάλωση της ζάχαρης, των επεξεργασμένων προϊόντων σιτηρών αλλά και γενικότερα των επεξεργασμένων τροφών και επικεντρώθηκαν στην κατανάλωση λαχανικών και ανεπεξέργαστων τροφών, χωρίς να μετρούν τις θερμίδες ή τις ποσότητες των γευμάτων τους, είδαν τη ζυγαριά, μετά από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα, να πέφτει αισθητά.
Η στρατηγική δούλεψε και για σε ανθρώπους που είτε ακολουθούσαν διαιτολόγιο χαμηλό σε λιπαρά, είτε χαμηλό σε υδατάνθρακες.
Και η επιτυχία της δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από τη σύσταση του DNA τους ή από την αντίδραση που δημιουργείται στην ινσουλίνη μετά την κατανάλωση υδατανθράκων, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την ολοένα και πιο δημοφιλή ιδέα ότι θα πρέπει προτείνονται διαφορετικές δίαιτες με βάση το DNA ή την ανοχή των ανθρώπων σε υδατάνθρακες ή λίπος.
Η έρευνα υποστηρίζει έντονα την ιδέα ότι η ποιότητα της διατροφής, όχι η ποσότητα, βοηθά χάνουμε ή να διαχειριζόμαστε το βάρος μας πιο εύκολα μακροπρόθεσμα.
Η μελέτη, με επικεφαλής τον Christopher D. Gardner, διευθυντή των διατροφικών μελετών στο Eρευνητικό Kέντρο Πρόληψης του Στάνφορντ εξέτασε 600 άτομα που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες διατροφής.
Η μια ομάδα κατανάλωνε τροφές με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες και η άλλη ακολουθούσε δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, αναφέρουν οι New York Times.
Ο αρχικός στόχος της μελέτης ήταν να συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα χειρίζονταν κάθε δίαιτα, ενώ ταυτόχρονα και οι δύο ομάδες ενθαρρύνονταν να επιλέγουν τρόφιμα καλύτερης διατροφικής ποιότητας και να μένουν μακριά από τις επεξεργασμένες επιλογές.
Στο τέλος του έτους, τα άτομα και των δύο ομάδων είχαν χάσει αρκετό βάρος. Οι συμμετέχοντες με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες έχαναν κατά μέσο όρο 6 κιλά, ενώ η ομάδα που ακολουθούσε δίαιτα με χαμηλά λιπαρά έχασε κατά μέσο όρο 5,5 κιλά.
Και οι δύο ομάδες πάντως εμφάνισαν βελτίωση και σε άλλους τομείς της υγείας τους όπως η αρτηριακή πίεση και το σωματικό λίπος.
Η έρευνα υποστηρίζει έντονα την ιδέα ότι η ποιότητα της διατροφής, όχι η ποσότητα, βοηθά χάνουμε ή να διαχειριζόμαστε το βάρος μας πιο εύκολα μακροπρόθεσμα.
Αντί λοιπόν να επιλέγουμε τροφές, βασιζόμενοι μόνο στη θερμιδική τους αξία, είναι προτιμότερο να επιλέγουμε υγιεινές τροφές υψηλής ποιότητας όπως τα λαχανικά, τα φρούτα, τα σιτηρά ολικής άλεσης, τα καλά λιπαρά και οι καλές πηγές πρωτεΐνης.
Παράλληλα, θα πρέπει να περιορίσουμε τις τροφές χαμηλής ποιότητας, όπως είναι τα σνακς υψηλής επεξεργασίας, τα αναψυκτικά με ζάχαρη,τα επεξεργασμένα λευκά σιτηρά, την επεξεργασμένη ζάχαρη, τα τηγανητά, καθώς επίσης και τςι τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε κορεσμένα και τρανς λιπαρά.
Η μελέτη υποδεικνύει ότι οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να αποφεύγουν τα επεξεργασμένα τρόφιμα που έχουν μεγάλο ποσοστό σε εξευγενισμένα άμυλα και πρόσθετα σάκχαρα, όπως είναι το λευκό ψωμί και τα γλυκά σνακ, και να επικεντρώνονται στην κατανάλωση περισσότερων ποιοτικών τροφίμων.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η καταμέτρηση των θερμίδων δεν έχει και τόση σημασία και δεν χρειάζεται να αποτελούν την κύρια εστίαση όταν πρόκειται για κάποια προσπάθεια απώλειας βάρους.
σχόλια