Να μη σταματάς ποτέ, να μην έχεις ποτέ σαφείς οδηγίες για το τι κάνεις (για να κάνεις όλο και περισσότερα), να ξεχνάς να φας, να μην μπορείς να κοιμηθείς, η ζωή σου όλη να είναι ένα 8ωροΧ3.
Μοντέρνοι σκλάβοι της ανάγκης, της κρίσης, της φιλοδοξίας ή του φιλότιμου, μοντέρνοι εργασιομανείς με καμένα φρένα: Burn out. Τι είναι αυτό; Η επιστήμη ακόμη το χαρτογραφεί, οι κοινωνικές επιστήμες το αφουγκράζονται με επιφύλαξη ως το παράγωγο μίας εποχής διαίρεσης και αντιφάσεων. Στο ένα άκρο η ανεργία, στο άλλο η επιζήμια πολυπραγμοσύνη. Τι είναι χειρότερο;
Ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, στην «Κοινωνία της Κόπωσης» (εκδόσεις Opera), μία εξαιρετική καταγραφή – πραγματεία πάνω στο φαινόμενο της εποχής, γράφει χαρακτηριστικά: «Οι σημερινές σχέσεις παραγωγής είναι επίσης συνυπεύθυνες γι' αυτή την κρίση ανταμοιβής. Δεν υπάρχει πια οριστικό έργο, αποτέλεσμα περατωμένης εργασίας, ακριβώς, επειδή σήμερα, οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την περάτωση του έργου. Σήμερα, πολύ περισσότερο απ' όσο παλιά, εργαζόμαστε αφήνοντας τα πάντα ανοικτά. Μας λείπουν οριστικές μορφές με αρχή και τέλος».
Ο βασικός στόχος πρέπει να είναι όχι μόνο ο περιορισμός των αρνητικών συνεπειών της επαγγελματικής εξουθένωσης, αλλά κυρίως η δημιουργία ενός νέου γνωστικού σχήματος, στο οποίο το άτομο θα έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με την εργασία του, υιοθετώντας μια νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η δουλειά δεν θα αποτελεί τον μοναδικό πυρήνα ολοκλήρωσής του.
Η περίπτωση της Μαριέττας Χ., πρώην εργαζόμενης σε εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών έχει και αρχή και τέλος. Αλλά η μέση, το «ενδιάμεσο» της εμπειρίας της με το burn out, είναι σκληρή και μαζί διδακτική.
«Το καλοκαίρι του 2009, όταν όλα άρχισαν να 'πέφτουν', εγώ δεν πήρα απλώς προαγωγή. Πήρα μεταγραφή από μία μικρή εταιρεία τηλεοπτικών παραγωγών, σε μία μεγαλύτερη. Για την ακρίβεια "στην" μεγαλύτερη. Πάντα δούλευα πολύ και πάντα ήμουν ανταγωνιστική, σε ανθρώπινα πλαίσια. Στην παλιά δουλειά δεν είχα προβλήματα. Δεν είχα κάποιον πάνω από το κεφάλι μου και το περιβάλλον ήταν καλό, φιλικό. Γνωριζόμασταν όλοι. Στην καινούρια δουλειά βρέθηκα με την πλάτη στον τοίχο. Το πλαίσιο μόνο δεν άλλαζε και ήταν ένα πεδίο που γνώριζα καλά: πολύς κόσμος, πολλές συσκέψεις, πολλή συνεννόηση με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, στα τηλέφωνα και στα μέιλς όλη μέρα, locations, συνεργεία, εξωτερικά συνεργεία, γυρίσματα σε ακατάλληλες ώρες, αναποδιές. Όλα. Ανέλαβα την οργάνωση παραγωγής αρκετών τηλεοπτικών projects κάτω από δύο προϊσταμένους, ας τους πούμε έτσι.
Τα χρήματα, ναι, ήταν καλύτερα. Το 12ώρο ήταν το βασικό μου ωράριο πάντα. Ούτε με αυτό είχα πρόβλημα. Δεν ήμουν και δεν είμαι παντρεμένη. Σήμερα, είμαι 39. Το πρώτο διάστημα, ξημεροβραδιαζόμουν εκεί, αλλά ήμουν σίγουρη ότι αντέχω. Γύριζα σπίτι για να κάνω μπάνιο, να φάω, να κοιμηθώ δυο ώρες και πάλι πίσω. Πριν κοιμηθώ, έριχνα μια καλή ματιά στις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Παρά την κρίση, ήταν η εποχή των low budget σειρών και shows. Κανένα πρόβλημα, επίσης. Όλα καλά, αν εξαιρέσεις ότι από τον πρώτο μήνα, είχα προβλήματα συνεννόησης με έναν από τους δύο προϊσταμένους. Η δική μας δουλειά δεν έχει πλαίσια, ξεκάθαρες αρμοδιότητες, αλλά εδώ ήταν ένα αληθινό χάος. Πολλές ακυρώσεις, πολύς χαμένος χρόνος σε συσκέψεις, πολύ φτου κι από την αρχή σε εκκρεμότητες ήδη "στρωμένες", πολλές παρατηρήσεις και εντάσεις, συνήθως ανούσιες και άνευ λόγου.
Το πρόβλημα διογκωνόταν, κάποτε ανεξέλεγκτα, όταν επέμενα να γίνει λίγο πιο συγκεκριμένος, ώστε να μη χάνω χρόνο με άσκοπες λεπτομέρειες. Μετά ήρθαν και οι προσβολές και η στοχοποίηση. Ήταν και η εποχή, που έπρεπε να υπολογίζουμε σφιχτά τον χρόνο – για τις μικρές εκπομπές – γιατί, ξέρεις κι εσύ, ότι τα στούντιο πληρώνονταν με την ώρα. Μετά, ζούσα και το άγχος του χορηγού, που θα μπει τι, πώς θα τοποθετηθεί, τι εντολή έχει στείλει ο πελάτης, πόσα τεμάχια. Έφτασε μέρα που βρέθηκα να κουβαλάω σε ανηφόρα, μόνη μου και υπό βροχή, παλέτες με προϊόντα για μία συνεννόηση που δεν είχε γίνει σωστά. Κι εδώ κανένα πρόβλημα κι αυτό το 'ξερα, ήταν μέσα στο πρόγραμμα.
Με είχε πιάσει μανία να τα καταφέρω. Έτσι, κι αλλιώς γι' αυτό με πήραν, επειδή ήμουν αποτελεσματική και γνώριζα κόσμο. Έπιασα τον εαυτό μου να διαμαρτύρεται λίγο πριν τα Χριστούγεννα του '09. Από Οκτώβριο – Νοέμβριο ξεκινάνε τα γυρίσματα για πολλές διαφορετικές εκπομπές και θέλει τρελή διαχείριση και προγραμματισμό, σημείωσε και τα budgets που όλο και κατέβαιναν. Το κινητό μου σε σταθερή βάση χτυπούσε από τις 7 το πρωί για οποιαδήποτε ανθυπολεπτομέρεια μπορούσες να φανταστείς. Ήθελα να αποδείξω ότι μπορώ. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν στις 24 Νοέμβρη του 2009 – το θυμάμαι, γιατί ένα μήνα μετά, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα απέβαλα – ξύπνησα με ασύλληπτους πόνους στη σπονδυλική στήλη και όταν μπήκα στο αμάξι, μου συνέβη κάτι παράξενο: μου πήρε χρόνο να συντονίσω τον εαυτό μου, πού το φρένο, πού το γκάζι.
Το απέδωσα στο ότι το Σαββατοκύριακο είχα δανειστεί το αμάξι του τότε συντρόφου μου που ήταν αυτόματο. Μερικές μέρες μετά, συνειδητοποίησα ότι διάβαζα κάθε mail δύο φορές για να καταλάβω τι λέει. Δεν σκέφτηκα και δεν ήθελα να ζητήσω άδεια. Ήθελα να τα καταφέρω. Δεν ήθελα με τίποτα να με πουν άχρηστη, ότι δεν άξιζα τα λεφτά μου. Και ήμουν και σε μία φάση που δεν μπορούσα να ψάξω για άλλη δουλειά. Στο μεταξύ, συσσωρεύονταν υποχρεώσεις από κάθε πιθανό τομέα. Αναλαμβάναμε δουλειές σε καιρό απολύσεων και βρίσκαμε λύσεις για όλα. Πρόχειρες, φτηνές, του ποδαριού, αλλά βρίσκαμε. Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά, συνειδητοποίησα ότι την ώρα που έπεφτα να κοιμηθώ, αγκομαχούσα σα να είχα τρέξει μαραθώνιο, η καρδιά μου ήταν να πεταχτεί έξω, την ένιωθα – χωρίς υπερβολή – να χτυπάει στα μάγουλα μου. Αντί να κάνω οτιδήποτε άλλο, αποφάσισα να κόψω τον καφέ.
Η αποβολή; Όχι, δεν με πείραξε, δεν πρόλαβε να με απασχολήσει. Περισσότερο πείραξε εκείνον. Εγώ δεν κατάλαβα καν τι είχε συμβεί. Θεώρησα ότι απλώς είχα καθυστέρηση, επειδή δεν κοιμόμουν ποτέ και δεν έτρωγα σωστά. Σχεδόν ανακουφίστηκα. Το ξέρω ότι ο περισσότερος κόσμος δεν θα καταλάβει τι περιγράφω αυτή τη στιγμή, αλλά κάποιoς που έχει περάσει από εκεί, ξέρει. Εδώ, έτρεμα, μην κρυολογήσω μόνο και μόνο μην βρεθώ εκτός αρένας. Στο μεταξύ, είχα κόψει κάθε προσωπική διασκέδαση, κάθε επαφή με φίλους. Στην αρχή ευγενικά και διακριτικά, τις μπούρδες που λέμε όλοι "δεν προλαβαίνω, καίγομαι" και μετά "μαχαίρι".
Από ένα σημείο και μετά αντιλαμβανόμουν τα πάντα ως ενόχληση. Όχι απλώς ως κάτι που με έβγαζε από τον στόχο μου, τον εργασιακό. Απλώς, ως ενόχληση. Ακόμη κι αν κάποιος μου τηλεφωνούσε για να μου πει ότι ένας φίλος πέθανε. Είχα πιάσει πάτο. Ως άνθρωπος και ως οργανισμός. Φυσικά, τότε δεν το ένιωθα. Επίσης, δεν ένιωθα καμία χαρά εκτός δουλειάς. Αλλά ούτε και εντός. Δεν μπορούσα να χαλαρώσω πουθενά και να ευχαριστηθώ τίποτα. Ακόμη κι αν έτσι έδειχνα, κοιτούσα το ρολόι. Τι ώρα πήγε, γιατί το "τραβήξαμε" τόσο. Ένιωθα μονίμως κάψιμο στα μάτια, στα χέρια, στη μέση, αλλά δεν σταματούσα. Σκεφτόμουν, ακόμη κι όταν κοιμόμουν. Το μυαλό μου δεν σταματούσε ποτέ. Υπέφερα, αλλά – μη γελάσεις – μου άρεσε, κιόλας. Το 'βρισκα λίγο θεϊκό. Εκεί που οι άλλοι σταματούσαν, εγώ το πρωί εμφανιζόμουν με μία λίστα εναλλακτικές. Πανηγύριζα με τις «νίκες» και μπορούσα να σκέφτομαι για μέρες μία προσβολή ή μία ήττα. Το πρόβλημα στη συνεννόηση με τον έναν από τους δύο υπεύθυνους συνεχιζόταν, αλλά τώρα αισθανόμουν να έχω το πάνω χέρι, να περνάνε οι ιδέες, οι φθηνότερες προτάσεις, το ότι είχα μία λύση για οποιαδήποτε εμπλοκή.
Απλώς, δεν σταματούσα. Δεν έλεγα "όχι". Χώρισα τον Ιούνιο του '10. Το τελευταίο πράγμα που μου είπε ήταν ότι η ζωή μαζί μου ήταν ένα παλούκι. Για μήνες, κάθε πρωί τσακωνόμασταν. Έκανα πολύ κακό ξύπνημα, μου ήταν πολύ εύκολο να αρχίσω να κλαίω με λυγμούς ή να βριστώ πολύ άσχημα για το τίποτα. Δεν πίστευα ότι θα φτάναμε εκεί, στιγμιαία αισθανόμουν ότι ο καβγάς μου έκανε καλό και μετά πάλι πέτρωνα. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς αυτό που πάθαινα, αλλά ήταν σαν κάποιος να με άλειφε με μία κρούστα και μετά δεν με περνούσε τίποτα: ούτε προσβολές ούτε αναποδιές, τίποτα. Σα να μην αισθανόμουν τίποτα, για κανέναν. Μόνο νύστα και έναν περίεργο πόνο σε όλο το σώμα, σα να με περνούσαν βελόνες από την κορυφή του κεφαλιού μέχρι τον κόκκυγα. Κάποιες στιγμές ήταν σα να λιώνουν οι τένοντες και τα βλέφαρα μου, αυτό θυμάμαι με περισσότερο παράπονο από εκείνη την εποχή. Όταν, όμως, προσπαθούσα να κοιμηθώ, ήταν αδύνατον.
Έκανα τα πάντα από λίγο, τσαλαβουτούσα από εκκρεμότητα σε εκκρεμότητα, κάποιες στιγμές νόμιζα ότι σέρνομαι μέσα σε κάτι που δεν έχει πόρτες, θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, χωρίς να προσπαθήσω απίστευτα, ότι όλα ήταν μάταια. Όταν απολύθηκα τελικά, εξαιτίας ενός χοντρού λάθους, λίγο καιρό αργότερα, αν με ρωτούσες πως νιώθω, θα σου έλεγα αποξηραμένη, όπως τα φυτά. Το μετάνιωσα, αλλά δεν γινόταν άλλο.
Μάρτιο του '11 λιποθύμησα. Οι συνάδελφοι με πήγαν στο "Υγεία". Με το που άνοιξα τα μάτια μου μέσα στο αμάξι, έκανα δύο φορές εμετό. Φοβήθηκαν για έμφραγμα. Θα σου πω κάτι: όπως συνερχόμουν στο αμάξι και τους άκουγα, προς στιγμήν ευχήθηκα να έχουν δίκιο. Ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση, δεν μπορώ να σου το εξηγήσω ακριβώς. Στις αιματολογικές, τα λευκά είχαν εκτοξευθεί. Είχα να φάω κανονικά και να κοιμηθώ, σχεδόν 1,5 χρόνο. Άδεια; Είχα πάρει 10 μέρες και δεν σταμάτησα μέρα να συνεννοούμαι για διάφορα στο κινητό. Δεν ήξερα τι είναι το burn out ή μάλλον κάτι ήξερα στο περίπου. Μέχρι τότε – από μέσα μου – κορόιδευα όσους έβλεπαν ψυχίατρο ή κάτι ανάλογο. Με ενημέρωσε κάπως αυστηρά – ή έτσι μου φάνηκε - ένας γιατρός και μου έβγαλε 15 μέρες άδεια. Δεν την πήρα. Συνέχισα έτσι για άλλους δύο μήνες. Λίγο πείσμα και λίγο αλκοολίκι. 23 από τις 24 ώρες της μέρας σκεφτόμουν να παραιτηθώ, αλλά δεν το έκανα. Ήθελα και να μείνω και να φύγω, δεν μπορώ να σου το εξηγήσω ακριβώς. Στην αρχή δεν ήθελα να αποτύχω, μετά δεν ήθελα να φορτώσω τη δουλειά μου σε άλλους και στη μέση ήταν και το οικονομικό. Δουλειές πλέον δεν υπήρχαν.
Και συνέχισα. Έκανα τα πάντα από λίγο, τσαλαβουτούσα από εκκρεμότητα σε εκκρεμότητα, κάποιες στιγμές νόμιζα ότι σέρνομαι μέσα σε κάτι που δεν έχει πόρτες, θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, χωρίς να προσπαθήσω απίστευτα, ότι όλα ήταν μάταια. Όταν απολύθηκα τελικά, εξαιτίας ενός χοντρού λάθους, λίγο καιρό αργότερα, αν με ρωτούσες πως νιώθω, θα σου έλεγα αποξηραμένη, όπως τα φυτά. Το μετάνιωσα, αλλά δεν γινόταν άλλο. Πήγα Ολλανδία στους γονείς μου, η μαμά μου είναι από το Ζάιστ και έμεινα 14 μήνες εκτός δουλειάς, μακριά από όλα. Είδα ψυχολόγο, ψυχίατρο, ομαδικές συμβουλευτικές, μεμονωμένες συνεδρίες. Έκλαψα πολύ, πολλές φορές, ξεσπάσματα αδιανόητα στη μέση του δρόμου. Κυρίως, στη σκέψη ότι κάπως «έσπασα». Αυτό ένιωθα: σπασμένη.
Στο εξωτερικό όλο αυτό το θεωρούν μεγάλο πρόβλημα. Εδώ, απ' ό,τι έχω καταλάβει, όχι. Το πρώτο που μου έμαθαν να κάνω, ήταν να κοιμάμαι και να σημειώνω. Ναι, τώρα δουλεύω ξανά σε μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων. Όχι, δεν έχω πει τι μου έχει συμβεί. Φοβάμαι τι θα σκεφτούν. Όχι, δεν πήρα φάρμακα, εκτός κι αν η μελατονίνη, για να μου ρυθμίσει τους κύκλους του ύπνου, θεωρείται φάρμακο. Είμαι λίγο πιο σκληρή σε τέτοια θέματα πια, υπό την έννοια ότι κάπως έμαθα να λέω "όχι". Κάποιοι συνάδελφοι με συμβούλευσαν να κινηθώ δικαστικά εναντίον της εταιρείας. Το ήξεραν ότι αυτή δεν ήταν δουλειά για έναν άνθρωπο μόνο. Δεν το έκανα. Κυρίως, έφταιγα εγώ. Η υποχωρητικότητα μου, η μανία μου να αποδείξω ότι μπορώ και μετά ο φόβος μπροστά στις απολύσεις και η ευσυνειδησία μου να "κρεμάσω" συναδέλφους. Αν φοβάμαι πραγματικά κάτι, είναι να μη μου ξανασυμβεί. Ξέρεις, όπως κάνουμε με το σπασμένο πόδι, που βγάλαμε από τον γύψο πριν λίγο καιρό. Αισθάνομαι καλά, αλλά φοβάμαι ότι αν μου ξανακάνω τα ίδια, θα σπάσω. Κυρίως, αυτό».
«Σε πήρα για να συμπληρώσεις, αν θέλεις, στο θέμα σου μια εκστρατεία που κάνει η Αριάνα Χάφινγκτον για την κρίση ύπνου που μαστίζει την ανθρωπότητα αυτή την περίοδο. Δες την, λέει πολλά γι' αυτό που γράφεις. Μακάρι, να είχε βγει όλο αυτό λίγα χρόνια πριν».
Σύμφωνα με τον νευρολόγο Γιώργο Δένδια, το burn out εκδηλώνεται σταδιακά και μάλλον ύπουλα με κλιμάκωση των συμπτωμάτων, οπότε και γίνεται εμφανές κλινικά. Σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με το εργασιακό περιβάλλον και συχνότερα με τα λεγόμενα helping professions, δηλαδή ιατρούς, νοσηλευτές, φροντιστές, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και άλλα επαγγέλματα.
«Σωματικά, ψυχικά και διανοητικά έχουμε απέναντι μας έναν άνθρωπο που σέρνεται», εξηγεί και συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη θεραπεία, αλλά υποστηρικτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες μπορεί να απαιτούν συνεργασία πολλών ειδικοτήτων, η οποία δεν είναι πάντα εύκολη.
Το άτομο θα πρέπει να αποκτήσει έναν πιο λειτουργικό τρόπο συμπεριφοράς με το να μάθει να μετασχηματίζει τον τρόπο που επεξεργάζεται τις αρνητικές καταστάσεις.
«Επειδή δεν υπάρχει ακόμη κατάταξη του συνδρόμου στους καταλόγους των νοσολογικών οντοτήτων και σαφή κριτήρια διάγνωσης το burn out συνιστά μια ιατρική πρόκληση με την έννοια ότι η γνωστική, ψυχική και σωματική έκπτωση της ατομικής "δομής" διαπλέκεται με τη συλλογική "δομή", όπως αυτή εκφράζεται στην εργασία και έτσι ο παθολογικός χώρος του συνδρόμου βρίσκεται σε ένα επιστημολογικά "θολό" τοπίο», διευκρινίζει.
Ο κύριος Δένδιας κάνει λόγο για ένα αναγνωρισμένο από τους επαγγελματίες υγείας – στην καθημερινή κλινική πρακτική – σύνδρομο, χωρίς όμως σοβαρή μέριμνα αντιμετώπισης και ταυτόχρονα υποδιαγνωσμένο, σε μη αναμενόμενα εργασιακά περιβάλλοντα (π.χ., εκτός νοσοκομείων), γεγονός που αντανακλά τη δυσκολία της αποδοχής, αλλά και της διάγνωσης του.
Όπως λέει ο νευρολόγος, υποψιασμένος γιατρός οπωσδήποτε θα ελέγξει την περίπτωση συννοσηρότητας, δηλαδή, αν μαζί με το burn out δεν συνυπάρχει κατάθλιψη, ή την περίπτωση άλλης διαταραχής, όπως το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ωστόσο δεν θα πρέπει να αποθαρρυνθεί προς αυτή τη διάγνωση, όταν το ιστορικό προσανατολίζει σε αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα, πέρα από τη δυσκολία στη διάγνωση, επισημαίνεται η δύσκολη επάνοδος, ο μακρύς χρόνος αποθεραπείας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που λαμβάνουν έναν χαρακτήρα χρονιότητας.
Στο σημείο αυτό, η ψυχολογική υποστήριξη είναι αναγκαία, εξηγεί η ψυχολόγος Μαργαρίτα Ζωγράφου.
«Ο βασικός στόχος πρέπει να είναι όχι μόνο ο περιορισμός των αρνητικών συνεπειών της επαγγελματικής εξουθένωσης, αλλά κυρίως η δημιουργία ενός νέου γνωστικού σχήματος, στο οποίο το άτομο θα έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με την εργασία του, υιοθετώντας μια νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η δουλειά δεν θα αποτελεί τον μοναδικό πυρήνα ολοκλήρωσής του. Το άτομο θα πρέπει να αποκτήσει έναν πιο λειτουργικό τρόπο συμπεριφοράς με το να μάθει να μετασχηματίζει τον τρόπο που επεξεργάζεται τις αρνητικές καταστάσεις», εξηγεί.
Γιατί, όμως, είναι δύσκολο να καταλάβει το άτομο τον φαύλο κύκλο στον οποίο μπαίνει;
«Στα πρώτα ήδη συμπτώματα της εξουθένωσης κανείς σχεδόν δεν επιζητά τη βοήθεια του ειδικού. Εγκλωβίζεται μέσα σ' ένα αδηφάγο κίνητρο επίτευξης παραμερίζοντας εντελώς τον εαυτό του μέσα στο πλαίσιο εργασίας του, ενώ αυτό που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να θέτει ρεαλιστικούς στόχους που μπορεί να πετύχει, έχοντας όμως αποσαφηνίσει τον ρόλο, τις ανάγκες και τις δικές του προσδοκίες μέσα στον εργασιακό χώρο. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Το άτομο πρέπει να εκπαιδευτεί να λέει «ΟΧΙ», όταν πιέζεται από το περιβάλλον του. Παράλληλα θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητά του να επικοινωνεί με συναδέλφους του ή να μάθει να εκφράζει τα συναισθήματά του και να αναγνωρίζει γρήγορα από πού πηγάζει κάθε αρνητική συναισθηματική αντίδραση», εξηγεί η κυρία Ζωγράφου.
Και βέβαια της θεραπείας θα προτιμάται πάντα η πρόληψη.
«Προκειμένου να μην παρουσιάσει ο εργαζόμενος συμπτώματα επαγγελματικής εξουθένωσης, θα πρέπει να καθιερώσει το διάλειμμα, να έχει ωράριο σταθερό, να αποφεύγει υπερβολικές υπερωρίες και την ανάληψη έργων που δεν μπορεί να υλοποιήσει. Πρέπει πάντα να εξασφαλίζει περιθώρια χαλάρωσης. Αρκετά συχνά συναισθηματικός φόρτος από την προσωπική ζωή προστίθεται στο άγχος και την εξάντληση στον εργασιακό χώρο, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο τοξικό συναίσθημα που κάνει το άτομο να νιώθει ότι καταρρέει. Η ισορροπημένη διατροφή, η άσκηση, ο ποιοτικός ύπνος, η ανάπαυση, τα χόμπι, η διασκέδαση, οι ουσιώδεις κοινωνικές και στενές διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να ακούγονται απλές λύσεις, ωστόσο βοηθούν το άτομο πραγματικά να ισορροπεί μεταξύ εργασίας και εαυτού. Όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται ένα δίκτυο υποστήριξης, ψυχικής και κοινωνικής από οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Η δουλειά είναι σαν ένα παλτό. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι, πρέπει να το αφήνουμε στην κρεμάστρα της εισόδου».
Για την ιστορία, ο όρος "burn out" δεν είναι καινούργιος. Φρέσκια είναι η παρουσία του στην καθημερινότητα μας. Ως ονομασία μίας συγκεκριμένης κατάστασης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ψυχοθεραπευτή Herbert Freudenberger, που και ο ίδιος μάλλον δανείστηκε τον όρο από το μυθιστόρημα του Graham Greene "A Burnt-Out Case".
Σε κάθε περίπτωση, οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή στα παρακάτω:
- Δυσβάσταχτο φόρτο εργασίας
- Απουσία επιβράβευσης, ειδικά σε στιγμές κρίσης
- Κακή σχέση με προϊσταμένους, συναδέλφους ή εργοδότη
- Μονότονο κύκλο / ωράριο εργασίας
- Μη ικανοποιητικές απολαβές
- Κακό φωτισμό
- Θόρυβο
- Ακατάλληλη θερμοκρασία εργασιακού περιβάλλοντος
- Αμετάβλητα στρεσογόνες συνθήκες εργασίας