TO BLOG ΤΗΣ ΚΛΕΛΙΑΣ ΛΟΝΤΟΥ
Facebook Twitter

Όχι, όχι, μη με παρατάς


Όχι, όχι, μη με παρατάς

Θέλεις να δεις τα ωραιότερα τοπία στον κόσμο; Θέλεις να δεις μια πόλη που η ομορφιά της δεν υπάρχει; Μην έρθεις στη Saïda.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Δεν σου λέω άλλα. Σταματάω. Φτάνει. Khalas. Ένα ξέρω. Δεν θέλω να γυρίσω. Άσε με εδώ. Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Στη Saïda πηγαίνω. Στη Σιδώνα. Εκεί που ήταν οι νέοι του Καβάφη. Στον Λίβανο. Να δω την Τίτη. Να μου πει το φλιτζάνι.

Στο αεροδρόμιο με περιμένει η παρέα. Ο Fawwaz που αποκαλώ «my King», ο Hamza, ο Chadi, ο Raed και ο Wael. Μπαίνουμε στο πράσινο Suzuki, μουσικές και κουβέντες όλα ανάκατα, όλα δυνατά, ο Hamza αλλάζει ταχύτητες στον λεβιέ άνευ λόγου και το αυτοκίνητο τραντάζεται από τα γέλια και τις λακκούβες. Μισή ώρα δρόμος μέχρι τη Saïda. Πάμε προς τον νότο. Στη διαδρομή, η θάλασσα δεξιά, αριστερά τα βουνά.

Ούτε μια ταμπέλα στον δρόμο. Απλώς πας. Και να χαθείς, το πολύ-πολύ να βρεθείς στα σύνορα με τη Συρία. Δίπλα είναι η Δαμασκός. Όλα δίπλα είναι. Λίγο να φρενάρει το μυαλό, θυμάσαι ότι οδηγείς σε πεδίο μάχης.

Εδώ που είμαστε, η Κρήτη είναι στον βορρά. Το νιώθεις στο ηλιοβασίλεμα. Κάπως, κάτι είναι αλλιώς. Όπως όταν κοιτάς τον ουρανό ξαπλωμένη στην έρημο της Αφρικής. Λες και τα αστέρια δεν είναι στη θέση τους. Κι όμως. Αυτό το αλλιώτικο μού είναι πιο οικείο κι από τον τόπο μου.

Θέλεις να δεις τα ωραιότερα τοπία στον κόσμο; Θέλεις να δεις μια πόλη που η ομορφιά της δεν υπάρχει; Να θαυμάσεις την αρχιτεκτονική, να φας το ωραιότερο φαγητό, να περπατήσεις σε δρόμους και να πνιγείς από τον ρομαντισμό; Μην έρθεις στη Saïda. «Και γιατί να πάω τότε;», θα μου πεις. Περίμενε, και αν καταλάβεις, κατάλαβες.

Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι, ο Ιησούς ο ίδιος και ο Απόστολος Παύλος, Άραβες και Οθωμανοί, όλοι πέρασαν μια βόλτα από τη Σιδώνα. Αν πας στον ναό του Eshmun, του θεού της θεραπείας, θα δεις το φίδι του Ιπποκράτη. Τον λάτρεψαν οι Φοίνικες. Πήγα κι εγώ. Κάθισα στον θρόνο της Αστάρτης και άλλαξε η ζωή μου. Για καλό. Yalla.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Θέλεις να δεις τα ωραιότερα τοπία στον κόσμο; Θέλεις να δεις μια πόλη που η ομορφιά της δεν υπάρχει; Να θαυμάσεις την αρχιτεκτονική, να φας το ωραιότερο φαγητό, να περπατήσεις σε δρόμους και να πνιγείς από τον ρομαντισμό; Μην έρθεις στη Saïda.

«Και γιατί να πάω τότε;», θα μου πεις. Περίμενε, και αν καταλάβεις, κατάλαβες.

Μικρή παύση. Βάλε να ακούσεις Georges Wassouf. The king of emotions. Το τραγούδι λέγεται «Terghali Ya Terghali». Μιλάει για το αηδόνι. Με αηδόνι ξεκινάει, στη γυναίκα καταλήγει. Όπως όλα εδώ. Αυτό ακούμε στη διαπασών. Τραγουδάνε τα αγόρια.

Φτάνουμε στην πόλη. Περνάμε από το λιμάνι. Μέχρι πριν από λίγες μέρες ήταν γεμάτο σκηνές. Άδειασαν τα γύρω χωριά και σε αυτόν τον πόλεμο, μαζεύτηκε πολύς κόσμος στη Saïda. Άλλοι έμειναν, άλλοι έφυγαν. Απομεινάρια από τα κτίρια που βομβαρδίστηκαν. Δεν βλέπεις σωρό ερείπια, όπως στους άλλους πολέμους. Όπου χτύπαγε στοχευμένα η βόμβα, το κτίριο γινόταν σκόνη. «Σαν πούδρα», λέει. «Πούδρα ο καναπές, πούδρα ο αναπτήρας, πούδρα ο τοίχος, πούδρα οι άνθρωποι».

Μέχρι πριν από λίγο καιρό, έπεφταν οι βόμβες κι εσύ έστελνες selfies και video από το μπαλκόνι στο πατρικό σου. «Άντε, έλα. Έλα να δεις πώς είναι εκείνοι που μένουν ενώ μπορούν να φύγουν». Μετρούσες δυνατά στα ελληνικά και μου έδειχνες με το δάχτυλο πού θα πέσει σιωπηλά η βόμβα. «Ένα, δύο, τρία, shhhhh». Μόνο μια μέρα λύγισες. «Να πας να δουλέψεις», σου είπα. «Η δουλειά σου είναι η ζωή σου. Αν δεν πας να δουλέψεις, θα σε σκοτώσω». Άργησες να απαντήσεις. «Δεν χρειάζεται να με σκοτώσεις. Είμαι ήδη νεκρός». Έσπασε η καρδιά μου.

Για να μην ανησυχώ, μου έκανες πλάκα.

«Πού είσαι;»

«Στο Παρίσι».

Μηνύματα, μηνύματα, μηνύματα. Πολλά ηχητικά. «Εκεί κινδυνεύεις πιο πολύ. Εδώ σου έχω 300 άτομα που οπλοφορούν μέρα-νύχτα και που θα σκοτώσουν όποιον σε πειράξει πριν το καταλάβεις. Φύγε από το Παρίσι. Ρισκάρεις».

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Η Τίτη είναι χριστιανή. Ο αγαπημένος της είναι ο Άγιος Σαρμπέλ. Σαν τον δικό μας Παΐσιο. Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Δεν πέρασε πολύς καιρός. Αλλά τώρα όλα δείχνουν ήρεμα.

«Άλλο κίνδυνος, άλλο φόβος. Σωστά;», τον ρωτάω.

«Αν σκεφτείς τη λέξη φόβος εδώ, καλύτερα να φύγεις. Άσε που αυτήν τη φορά ο κίνδυνος ήταν αθόρυβος. Γιατί οι εκρήξεις δεν ακούγονταν. Τις ένιωθες σαν βόμβο στα αυτιά. Αυτό μόνο. Άσ' τα τώρα αυτά. Τελείωσαν».

Τι να πεις. Αν μπω σε αυτά τώρα, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Τώρα όλοι μιλάνε για ειρήνη για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Ανακούφιση και ελπίδα. Ξανά. Και ξανά.

Κοιτάμε τη θάλασσα.

«Κολυμπάτε εδώ;», ρωτάω.

«Όχι. Κανείς δεν κολυμπάει εδώ».

«Δεν είναι καθαρά;»

«Ούτε καθαρά είναι, ούτε έχει κανείς την όρεξη. Και οι γυναίκες δεν μπορούν να κυκλοφορούν με μαγιό. Ούτε οι χριστιανές. Οπότε, άσ' το».

Saïda σημαίνει ψαροχώρι. Αλλά κανείς δεν ψαρεύει. Ψαροταβέρνα δεν βρίσκεις με τίποτα. Και κανείς δεν ξέρει γιατί. Αλλά τα φρούτα και τα λαχανικά που θα δεις στην κεντρική αγορά εδώ, δεν τα βλέπεις πουθενά. Έρχονται από τις κοιλάδες του νότου, και κατεβαίνει η Βηρυτός να ψωνίσει για τα ακριβά εστιατόρια. Άλλη τιμή για τη Βηρυτό, άλλη για την επαρχία.

Να! Σου είπα έναν λόγο για να έρθεις. Θα φας την καλύτερη τομάτα. Χάθηκε για κάτι χρόνια η μπατάλα, τους φάνηκε άσχημη. Μετά, την επανέφεραν. Στην πρωτεύουσα την πουλάνε στα ψαγμένα μαγαζιά με βιολογικά προϊόντα, εδώ τη σνομπάρει όποιος λιγουρεύεται μεγαλεία. Παίρνω σπόρους και για το δικό μου μποστάνι.

Αλλάζουμε αυτοκίνητο, να χωράμε πιο άνετα και οι έξι. Μια γυναίκα, πέντε άντρες. Βασίλισσα με έχουν. Πήραμε τη Mercedes τώρα. Μοντέλο του 2007. Ακούμε Ziad Rahbani. «Ana Mush Kafer».

«Δεν είμαι άθεος. Αλλά η πείνα δεν πιστεύει σε θεό. Ούτε η φτώχεια». Και μετά «Abu Ali». Άκου το, να σου φύγει το μυαλό. Είναι ο γιος της Fairuz και του Assi Rahbani, που θεωρείται θεμελιωτής της σύγχρονης αραβικής μουσικής. Παιδί του έρωτα ο Ziad. Και μπαίνει Fairuz. «Sa’ alouni El Nass». «Με ρωτάει ο κόσμος για σένα, αγάπη μου». Χοροπηδάει η Mercedes.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Πού να ήξερα όταν την πρωτοείδα πόσα φλιτζάνια θα μου έλεγε τόσα χρόνια που αγαπιόμαστε. Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Θυμάμαι την πρώτη φορά που βρέθηκα εδώ.

«Τι θέλεις να κάνεις όταν έρθεις στη Saïda;», με ρώτησες τότε που ήσουν απλώς φίλος. Πριν γίνεις αδελφός. «Θέλω να πάμε στο σπίτι σου, να μαγειρέψει η μάνα σου, η Τίτη, κοτόπουλο με μολοχία, kabsa με ρύζι, κιμά και από πάνω κατσικάκι με κουκουνάρι και κάσιους, να φάμε, να πιούμε τόσο που να κοκκινίσουν τα μάγουλά μου λες και ανεβάζω δέκατα, να μου εξηγήσει ο πατέρας σου ποιος είναι ποιος στις φωτογραφίες που στοιβάζονται στις κορνίζες, να αναλύσουμε το ωραίο κρασί που βγάζει η κοιλάδα Μπεκάα, κι όταν αρχίσω να λιώνω στην καρέκλα και πω “δεν νυστάζω, απλώς χαλάρωσα”, να ξαπλώσω στον καναπέ εκεί στο σαλόνι και να με πάρει ο ύπνος όσο εσείς μιλάτε μεταξύ σας. Με το καλύτερο νανούρισμα».

Και έτσι έγινε. Ένιωσα την Τίτη να με τυλίγει με πικέ κουβέρτα και να με ακουμπάει στην πλάτη σαν να μου έδινε ευλογία. Το ίδιο κάνουμε και τώρα. Στα μέρη που αγαπάς, φτιάχνεις γρήγορα συνήθειες.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Η Τίτη με τα πράσινα μάτια γεννήθηκε στην Ισμαηλία, στην Αίγυπτο. Το 1970 ήρθε στον Λίβανο. Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Το σπίτι της Τίτης είναι στο Helaliyeh. Εκεί ζει με τον Μουσταφα. Τα τέσσερα προκομμένα παιδιά τους φεύγουν και έρχονται από όπου κι αν βρίσκονται. Αυτός που λέω αδελφό μου τούς φροντίζει περισσότερο από όλους. Είναι αγρότες. Ζουν από τις ελιές και το λάδι.

Η Τίτη είναι χριστιανή. Ο αγαπημένος της είναι ο Άγιος Σαρμπέλ. Σαν τον δικό μας Παΐσιο. Όταν αρρώστησα, πήγε και έκανε τάμα για να γίνω καλά. Κι ας είμαι άθεη. Πάντως, έγινα καλά. Τώρα που είμαι εδώ, πρέπει να πάω μαζί της να ανάψω ένα κερί, λέει. Ο Μουσταφα είναι μουσουλμάνος. Έμειναν ορφανοί πολύ μικροί και δεν υπήρχε οικογένεια να τους σταματήσει από το να είναι μαζί. Αγάπη, όχι αστεία. Ραμαζάνι ο Μουσταφά, νηστεία το Πάσχα η Τίτη.

Η Τίτη με τα πράσινα μάτια γεννήθηκε στην Ισμαηλία, στην Αίγυπτο. Το 1970 ήρθε στον Λίβανο. Το σόι της βρέθηκε εκεί για να δουλέψουν στο Σουέζ. Έφυγαν με τον Νάσερ. Σπούδασε και έγινε δασκάλα. Στη φωτογραφία από τον καιρό που δίδασκε δεν φοράει μίνι. Φοράει «micromini». Έτσι το λέει. Το αγόρι που ποζάρει δίπλα της όλο περηφάνια έγινε μεγαλοστέλεχος στη Χεζμπολάχ. Τέρμα το μίνι.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
«Θέλω να πάμε στο σπίτι σου, να μαγειρέψει η μάνα σου, η Τίτη, κοτόπουλο με μουλουχία, kabsa με ρύζι, κιμά και από πάνω κατσικάκι με κουκουνάρι και κάσιους, να φάμε, να πιούμε τόσο που να κοκκινίσουν τα μάγουλά μου λες και ανεβάζω δέκατα». Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Έλληνες οι γείτονες και οι φίλοι της Τίτης στην Ισμαηλία, έμαθε κάτι ψιλοελληνικά. Μαζί στις γιορτές, μαζί στους χορούς. Μου βάζει να ακούσω το τραγούδι που ακούει ακόμη και τώρα κάθε τρεις και λίγο. Το έχει μάθει στις εγγονές της και το τραγουδάνε μαζί. «Αεμαφήσου», μου λέει. Λάμπουν τα μάτια της, λάμπουν και τα δικά μου. Όταν καταλαβαίνω ποιο τραγούδι εννοεί, γελάω. Χορεύουμε και χαίρεται που ξέρω σωστά τα λόγια.

«Μ’ αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
Και ζω μονάχα για τον έρωτά σου
Κι είμαι κομμάτι από την καρδιά σου
Όχι, όχι, μη με παρατάς
Όχι, όχι, κι ας μη μ' αγαπάς».

Η Τίτη μπερδεύει τους στίχους και δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνουν. Νιώθει, όμως, κάθε λέξη. Πού να το φανταζόταν ο Μενιδιάτης.

Ξαποσταίνουμε. Κάθομαι στη βεράντα με θέα τον δρόμο και στο βάθος το λιμάνι και το Ziré, το νησί που έχει καταντήσει χωματερή. Τα έπιπλα στη βεράντα καλυμμένα με πλαστικό αγορασμένο με το μέτρο. Ηλιοτρόπια πάνω σε καρό. Ακουμπισμένη στην καρέκλα η λεκάνη με τα φασολάκια. Θα τα καθαρίσουμε αύριο το πρωί. Η Τίτη έρχεται με τον δίσκο με τον καφέ. Και το μπρίκι. Μυρίζει κάρδαμο. Μου λέει το φλιτζάνι.

Πού να ήξερα όταν την πρωτοείδα πόσα φλιτζάνια θα μου έλεγε τόσα χρόνια που αγαπιόμαστε. Habibdi. Πόσες φορές θα της έστελνα φωτογραφίες για να δει εκείνη πουλιά και πόρτες και ψάρια και αεροπλάνα και ταξίδια και αρχικά γράμματα από ονόματα που θα άλλαζαν τη ζωή μου (αχ, βρε Τίτη, σε πίστεψα), και να μου πει για κάποιον που παρακολουθεί κάθε μου κίνηση και για εκείνους που είναι εχθροί και παριστάνουν τους φίλους. Des amis qui sont des ennemis.

Αναχώρηση. Πάμε στο dokkan. «Dokkan» σημαίνει μαγαζί. Δεν έχει όνομα. Ανήκει στον δήμαρχο του Shalhiyeh, τον Paul. Δήμαρχος δίχως καμία αρμοδιότητα, στην πραγματικότητα. Παντοπωλείο με πλακάκι στο πάτωμα, τσιμέντο στο ταβάνι. Τρως και πίνεις ό,τι πουλάει. Στη Saïda απαγορεύεται το αλκοόλ. Πρέπει να φτάσουμε εδώ, που είναι χριστιανικό χωριό και με τον καιρό ενώθηκε με την πόλη. Αν δεν ξέρεις, δεν το βρίσκεις. Βγες στον δρόμο προς το Jessine. Θέλει ένστικτο το πράγμα.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO
Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Ο Fawwaz φωνάζει ευχές στα αραβικά, βρίζει την ατυχία του, τραγουδάει και ανοίγει μπουκάλια για να πιούμε. Τρία ευρώ το ουίσκι. Το μπουκάλι. Όχι η μερίδα. Τι να σου περιγράφω. Δεν μπαίνουν σε λέξεις όσα ζεις εδώ. Πού να χωρέσει τόσο συναίσθημα, τόση τρέλα. Τι αγαπάω εδώ; Τη φιλία, μια φιλία που λέει «θα σκοτώσω όποιον σε πειράξει, θα κολυμπήσω μέχρι την Αθήνα και θα σε κάνω καλά».

Ο Fawwaz μού έχει φτιάξει βραχιόλι με το όνομά μου. Τον κοροϊδεύει ο Chadi ότι είναι φτηνό και ότι το πήρε από τους Κινέζους. Ο Βασιλιάς μου τον στολίζει με ό,τι βρισιά υπάρχει στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Φαντάσου μια παρέα που αγαπιέται και συνομιλεί σε μια γλώσσα που χωράει δέκα γλώσσες, υψώνει το ποτήρι προς τον Αλλάχ και τον Δία, γελάει και κλαίει μαζί. Θα μου πεις, είχε άλλες γυναίκες εκεί; Όχι. Δεν είχε. Θα εμφανιστούν οι σύζυγοι για να τους μαζέψουν. Ξέρουν, όμως, ότι έχω έρθει και ότι η κατάσταση θα αργήσει να τελειώσει.

Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO
Όχι, όχι, μη με παρατάς Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Δεν μπαίνω στο αυτοκίνητο με τον Fawwaz. Τον πιάνει τρέλα πού και πού και ανοίγει τις πόρτες εν κινήσει. Άσ' το καλύτερα. Πεινάμε. Πάμε στο Rmayleh. Στον δρόμο προς τη Βηρυτό. Αλλιώς, ούτε σταγόνα αράκ, το ρακί του εδώ. Το μαγαζί είναι σε ημιώροφο σπιτιού. Ανήκει στον εδώ δήμαρχο. Τον Tony. Η τηλεόραση παίζει στο βωβό, βγαίνουν μεζέδες. Χούμους και fattoush, moutaball, μελιτζάνα με ταχίνι, και παϊδάκια με σουμάκ και φρέσκο μαϊντανό. Άσπρο πλακάκι και φωτισμός χώρου αναμονής σε ΚΤΕΛ του ’80. Μπαίνει ένας άντρας ψηλός και φαρδύς σαν βουνό. Έχει πατήσει τα ογδόντα. Όλοι έχουν παρατσούκλια εδώ. Τον φωνάζουν Al maljaa. Ο Καταφύγιος. Γεννήθηκε σε καταφύγιο, έζησε από θαύμα, και τώρα μοιάζει με καταφύγιο ο ίδιος. Μπορεί να κρύψει πέντε ανθρώπους στην αγκαλιά του.

Η Τίτη σπάει τα τηλέφωνα. Ανησυχεί για μένα. Θέλει να γυρίσουμε. Δίκιο έχει. Μας ανοίγει την πόρτα με το νυχτικό της. Περιποιημένη λες και θα βγει βόλτα. Της το λέω. Χαμογελάει και μου λέει «αν πεθάνω στον ύπνο, να πεθάνω όμορφη». Ξανασοβαρεύει. Σχεδόν με μαλώνει. Το κρεβάτι στρωμένο. Τα όνειρα γλυκά.

Δεν έχει τελειωμό αυτό το ταξίδι. Δεν χωράει πουθενά. Δεν θα σου πω για το επόμενο πρωί που πάμε στο νεκροταφείο με τον Fawwaz να μου δείξει τον τάφο της μάνας του. Κουβαλάει νερό σε πλαστικό μπουκάλι, πέφτει στα γόνατα, πλένει το μάρμαρο κλαίγοντας και τη ρωτάει γιατί τον άφησε μόνο. Έχει μεγάλα παιδιά ο Fawwaz. Και είναι κούκλα η γυναίκα του. Καθηγήτρια γαλλικών. Αλλά μάνα είναι μόνο μία και τα γνωστά.

Πάλι στον δρόμο. Δεν θα σου πω ότι φτάσαμε 35 χιλιόμετρα από το Baalbek, στα σύνορα με το Ισραήλ, για να δούμε τον Nazih Ghadban που κατασκευάζει το καλύτερο ούτι στον κόσμο. Και το καλύτερο μπουζούκι. Ούτε θα πω πόσες ώρες μείναμε εκεί και παίξαμε μουσικές και τραγουδήσαμε. Άλλη φορά.

Φτάσαμε για τα καλά στον βορρά. Τελευταία στάση στο Zahle. Να φάμε, όπως παλιά, γεμιστά εντόσθια με ρύζι. Εκεί να πας οπωσδήποτε. Μην κάτσεις στον καινούργιο όροφο. Ζήτα ένα τραπεζάκι στο ισόγειο. Κοντά στη σόμπα. Δεν σου λέω άλλα. Σταματάω. Φτάνει. Khalas. Ένα ξέρω. Δεν θέλω να γυρίσω. Άσε με εδώ.

Άκου κι αυτό για κλείσιμο

Αύριο φεύγω

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ