Σύμφωνα με την ιστορία κτίστηκε το 1926 από τον αρχιτέκτονα Ζαν Μοσσέ στη θέση όπου βρισκόταν το θέατρο Ολυμπία, και για τη χρήση του εκδόθηκαν δύο οικοδομικές άδειες. Η πρώτη το 1923 στο όνομα των Σακιτούδη-Λεών και αφορούσε μια διώροφη αστική οικία, και μία δεύτερη το 1925 από τον Ζακ Μοσέ, για τον Λεών Γιουδά και αφορούσε πενταώροφο μέγαρο πολλαπλών χρήσεων, η οποία ήταν και εκείνη που τελικά χρησιμοποιήθηκε παρόλο που στο τελικό οικοδόμημα δεν ανεγέρθηκαν οι όροφοι για τους οποίους αδειοδοτήθηκε. Στους δύο ορόφους του στεγάστηκαν τα γραφεία των «Ηνωμένων Ζυθοποιείων» και στο ισόγειό του με τις δύο ξεχωριστές αίθουσες «Όλυμπος» και «Νάουσα», το ζυθοπωλείο - δοκιμαστήριο, την μπυραρία δηλαδή όπου σερβίρονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας η μπύρα της εταιρείας.
Χαρακτηριστικό δείγμα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου και του εκλεκτικισμού των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα της Θεσσαλονίκης με αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία που παραπέμπουν στη μπελ επόκ και τον νεοκλασσικισμό όταν το 1926 η εταιρεία «Ηνωμένα Ζυθοποιία Όλυμπος-Νάουσα» η οποία προήλθε από συγχώνευση των ζυθοποιίων Όλυμπος (των Φερνάντε Aλλατίνη, Mισραχή και Φερνάντεζ από το 1912) και Νάουσα (των αδελφών Γεωργιάδη από το 1916) πέρασε στην ιδιοκτησία της αθηναϊκής Κάρολος Φιξ (ήδη η ζυθοποιία Όλυμπος από το 1892 μέχρι το 1912 ονομαζόταν Φιξ) οι δύο αίθουσες ενώθηκαν και αποτέλεσαν το εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα». Οι αρχικοί συνιδιοκτήτες ήταν οι Tσελίδη, Eμμανουηλίδη, Γεωργακόπουλου και Σφήκα.
Παρόλο που στέγασε και ξενοδοχείο στους δύο του ορόφους, οι Θεσσαλονικείς και οι επισκέπτες της πόλης το συνέδεσαν κυρίως με το εστιατόριο το οποίο αποτελούσε σημείο συνάντησης της αστικής τάξης της πόλης. Τα πιάτα του ήταν ξακουστά και οι παλιοί Θεσσαλονικείς ακόμα τα θυμούνται, όπως και την ατμόσφαιρά της παλιάς αστικής σάλας. Τα τελευταία 20 χρόνια της λειτουργίας του το διαχειριζόντουσαν παλιότερα μέλη του προσωπικού. Από το 1994 που έκλεισε οριστικά το κτίριο παραμένει σε απόλυτη εγκατάλλειψη. Αν και κατά διαστήματα αρκετοί επιχειρηματίες ενδιαφέρθηκαν να το αγοράσουν ή να το νοικιάσουν πάντοτε προσέκρουαν στην άρνηση της τράπεζας στην οποία ανήκε.
Η τελευταία φορά που έγινε μερική χρήση του ήταν από το Θόδωρο Αγγελόπουλο το 2002 κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του «Το λιβάδι που δακρύζει» καθώς εκεί μέσα γυρίστηκε σκηνή γιορτής. Λίγο αργότερα έγιναν εργασίες αποκατάστασης αλλά αν ο σκοπός ήταν να πωληθεί δεν το πέτυχε και παρέμεινε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, απομεινάρι της παλιάς Θεσσαλονίκης.
Ο αρχιτέκτονας και φωτογράφος Άρις Γεωργίου ο οποίος απαθανάτισε τις τελευταίες ημέρες του θρυλικού εστιατορίου έγραψε στο φωτογραφικό του λεύκωμα ΟΛΥΜΠΟΣ ΝΑΟΥΣΑ 21 Ιουνίου 1994 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα:
«...το ξαναβρίσκω τη δεκαετία του '80 ως ενήλιξ θαμών, όταν εκείνο έχει εισέλθει πλέον για τα καλά στην περίοδο της οριστικής του παρακμής. H ατμόσφαιρα που το χαρακτήριζε πια αντανακλούσε περισσότερο ένα μίγμα μεταξύ του αξιοθέατου –λόγω κοσμοπολίτικου κατάλοιπου– για τους νεότερους και της απαρέγκλιτης αντανακλαστικής συνήθειας για τα περιποιημένα γραΐδια και τους ευυπόληπτους αστούς εν αποσύρσει. Κατ'επανάληψη αποκαρδιωμένος από τις "σωτήριες" υπέρ διατήρησης και ανακύκλωσης επεμβάσεις, συνειδητοποιώ σιγά-σιγά πως η φθορά και η βαθμιαία εγκατάλειψη εγκαθίστανται προοδευτικά εντός μου ως χαρακτηριστικά αυθεντικότητας υψηλών απαιτήσεων. Εισπράττω και αναλώνω ηδονικά το αίσθημα που αποπνέει ο χώρος σε αυτή του την ύστερη περίοδο έχοντας συναίσθηση ότι μόλις και την πρόλαβα.
Επιστρέφω με κάθε ευκαιρία και με κάθε εξωθεσσαλονίκειο επισκέπτη μου για να μοιραστεί μαζί μου, έστω καθ' υπόδειξη, αυτή την αύρα του οικείου που διαπερνά το μόλις ακόμη εν ζωή "μνημείο". Ζούμε μαζί τα τελευταία του. Και αναγνωρίζοντας εκεί πάντα τον Παναγιώτη, τον Νεοκλή, τον Γρηγόρη, τον Στέλιο, τον Γιάννη, τον Μιχάλη, τις κινήσεις, τους βηματισμούς, τη φρασεολγία τους, την εν αναμονή ακινησία τους μέσα στο φθίνον σκηνικό της καριέρας τους, τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της άνευ όρων και τεχνητών παρεμβάσεων φυσιολογικής γήρανσης. Της μέχρι πλήρους κατάρρευσης ζώντων και μη οργανισμών φυσικής φθοράς. Tην επέλαση της οποίας ακόμη και η μνήμη εις μάτην επιχειρεί να παρεμποδίσει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Όλυμπος Νάουσα συνήθισα να προσκαλώ σε γεύμα των γενεθλίων μου τους συνεργάτες του γραφείου μου. Συμμετείχα έτσι εκών άκων σε ένα θνησιγενές κίνημα αντίστασης. Όπως και άλλες φορές ωστόσο η επίγνωση του επικρεμάμμενου τέλους είχε πάρει διαστάσεις απειλής. Μοναδικό υποκατάστατο των επικίνδυνων για μένα πιθανών παρεμβάσεων συντήρησης, η φωτογραφία, αμφιβόλου διάρκειας και αποτελεσματικότητας κι αυτή εξάλλου. Τον Δεκέμβριο του 1993 και άλλη μια φορά, τον Ιούνιο του 1994, τρεις μόλις μέρες πριν το Όλυμπος Νάουσα διακόψει αμετάκλητα τη σχέση του με τον κόσμο, υπέκλεψα κάποιες εικόνες της λοίσθιας ζωής του».