Η οδός Σταδίου είναι ένας από τους κεντρικούς και πιο σημαντικούς δρόμους της Αθήνας. Κάποτε ήταν η βιτρίνα της πρωτεύουσας και αντικατόπτριζε την πολύβουη εμπορική της κίνηση. Μετά το 2009 χτυπήθηκε από την οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα γενικότερα – η καθίζηση που υπέστη μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες. Έτσι, εδώ και αρκετά χρόνια πολλά καταστήματα, άλλοτε σύμβολα της αθηναϊκής αγοράς, είτε έκλεισαν είτε μετέφεραν τις δραστηριότητές τους σε περιοχές με χαμηλότερα ενοίκια.
Πολλά εμβληματικά κτίρια κατά μήκος της παρέμειναν κλειστά για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ορισμένα οικοδομήματα εγκαταλείφθηκαν ή είναι πια υπό κατάρρευση. Παράλληλα, η έλλειψη φροντίδας δημόσιων χώρων, όπως η πλατεία Κλαυθμώνος, επιδείνωσε την κατάσταση. Οι προσπάθειες για ανάπλαση και βελτίωση στην περιοχή πολλές φορές δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ορισμένα έργα είτε έχουν καθυστερήσει είτε δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Φυσικά, τα πεζοδρόμια στην οδό Σταδίου παραμένουν σε μεγάλο βαθμό παραμελημένα ή κατεστραμμένα, δυσκολεύοντας την ασφαλή μετακίνηση των πεζών. Όλα αυτά συντέλεσαν σε μια γενική εικόνας εγκατάλειψης και παρακμής, με αποτέλεσμα η οδός να έχει απολέσει τη λάμψη της.
Η οδός Σταδίου τις τελευταίες δεκαετίες παρακμάζει: εγκαταλελειμμένα κτίρια, κλειστά μαγαζιά, ημιερειπωμένα πεζοδρόμια και η καμένη όψη του Αττικόν που μας θυμίζει πώς αποτυπώνεται το μίσος στο πρόσωπο της πόλης.
Το ζήτημα είναι ότι παρά το γεγονός πως η αύξηση του τουρισμού μεταμορφώνει το κέντρο της Αθήνας, επηρεάζοντας κομβικά τη σύνθεση και την οικονομία της περιοχής, η Σταδίου, ειδικά από την πλατεία Κλαυθμώνος και κάτω, παραμένει υποβαθμισμένη και αρκετές νέες προσπάθειες αναζωογόνησής της έχουν παγώσει. Υπάρχουν σημεία που έχουν υποστεί τη φθορά του χρόνου, μια απαράδεκτη και αφρόντιστη κατάσταση, με εξαίρεση κάποια θορυβώδη εργοτάξια επενδυτικών πρότζεκτ που στόχο έχουν να ξαναδώσουν τη χαμένη αίγλη της στην οδό Σταδίου.
«Η οδός Σταδίου τις τελευταίες δεκαετίες παρακμάζει: εγκαταλελειμμένα κτίρια, κλειστά μαγαζιά, ημιερειπωμένα πεζοδρόμια και η καμένη όψη του Αττικόν που μας θυμίζει πώς αποτυπώνεται το μίσος στο πρόσωπο της πόλης. Τον τελευταίο καιρό μαθαίνουμε πως σημαντικά κτίρια της Σταδίου θα επαναλειτουργήσουν, κάτι που μας γεμίζει αισιοδοξία. Στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάπλασης του δρόμου, πιστεύω πως είναι κρίσιμο να σκεφτούμε και την πλατεία Κλαυθμώνος. Οι πλατείες είναι τα καθιστικά της πόλης, οι χώροι στους οποίους αλληλεπιδρούμε συνδιαμορφώνοντας ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε: τον δημόσιο βίο», μου λέει η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη. Και εξηγεί γιατί η πλατεία Κλαυθμώνος παραμένει μια μαύρη τρύπα στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
«Δυστυχώς, η πλατεία Κλαυθμώνος, αντί να είναι ζωντανή, γεμάτη ανθρώπους, είναι σχεδόν πάντα ερημική, αφιλόξενη, μια μαύρη τρύπα στο κέντρο της πόλης. Οι ευθύνες βαρύνουν σε έναν βαθμό τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι συχνά σχεδιάζουν τους ελεύθερους χώρους λες και είναι κτίρια. Πάσχοντας από αυτό που περιγράφεται ως “φόβος του κενού”, επιμερίζουν τον χώρο σε παρτέρια, δημιουργούν ανισοσταθμίες στο δάπεδο, στέγαστρα και κατασκευές που εντυπωσιάζουν το μάτι. Αυτοί όμως όλοι οι χειρισμοί αποδιώχνουν τους ανθρώπους. Ο δημόσιος χώρος είναι φιλικός στη χρήση μόνο αν η κίνηση είναι ανεμπόδιστη και αν δεν υπάρχουν οπτικά εμπόδια που δημιουργούν κρυφές γωνιές οι οποίες προκαλούν ανασφάλεια, καθώς δεν ξέρεις τι κρύβεται από πίσω τους.
Μια άλλη παρανόηση που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αν θέλουμε η Κλαυθμώνος να ξεφύγει από την τροχιά της μιζέριας, είναι η χρήση των τραπεζοκαθισμάτων. Πίσω από τα συνήθη επιχειρήματα κατά της εμπορευματοποίησης του δημόσιου χώρου κρύβεται ένα βαθιά ριζωμένο στερεότυπο: πως δήθεν η ομορφιά βρίσκεται στη φύση και όχι στην χρήση. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από τη ζωή των ανθρώπων. Κανένα παρτέρι δεν μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά μιας παρέας που τρώει και συζητά. Μην ξεχνάμε ότι στην πόλη αυτή γράφτηκε ένα από τα ιδρυτικά κείμενα της νεωτερικής φιλοσοφίας που περιγράφει ένα Συμπόσιο. Βέβαια, ο φιλόσοφος μας επισημαίνει και τη σημασία που έχει το μέτρο για την πολιτεία. Σε μικρή απόσταση από την πλατεία Κλαυθμώνος βλέπουμε το ακραία αντίθετο φαινόμενο: τις πλατείες Αγίων Θεοδώρων και Καρύτση να ασφυκτιούν από τα τραπεζοκαθίσματα.
Τέλος, στην πλατεία Κλαυθμώνος αποτυπώνεται μία ακόμα κατάρα της ελληνικής κοινωνίας: η αδυναμία των πολιτικών μηχανικών και των συγκοινωνιολόγων να καταλάβουν τον ρόλο των αρχιτεκτόνων και να πάψουν να τους αντιμετωπίζουν ως διακοσμητές. Οι ράμπες εισόδου στο υπόγειο πάρκινγκ έχουν καταστρέψει την πλατεία, δημιουργώντας βαθιά ορύγματα που αποτρέπουν την απρόσκοπτη προσπέλαση του χώρου, αποδιώχνοντας κάθε ζωή. Δυστυχώς, αυτό θα το δούμε να επαναλαμβάνεται άμεσα και σε πλατείες στις οποίες ανοίγονται σταθμοί μετρό χωρίς να έχουν μελετήσει οι αρχιτέκτονες πώς οι δίοδοι προς τα υπόγεια δεν θα διαλύσουν τη ζωή σε αυτές», καταλήγει.
Άραγε, πού οφείλεται αυτή η συνεχιζόμενη υποβάθμιση της περιοχής; «Follow the money», απαντά ο αρχιτέκτονας Σταύρος Μαρτίνος και αναφέρει: «Η ερήμωση της Σταδίου είναι αποτέλεσμα συστηματικής πολιτικής “αποκέντρωσης” η οποία, για την Αθήνα, ξεκίνησε τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’80, χωρίς να είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Μεταπολεμικά, τα κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων (με εξαίρεση, ίσως, το Παρίσι) ακολούθησαν το αμερικανικό πρότυπο προαστιακής επέκτασης, όπου τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη χάραξη δημόσιας πολιτικής είχε η ιδιωτική αυτοκινητοβιομηχανία: για να γίνει απαραίτητο το ιδιωτικό αυτοκίνητο, κάτοικοι και χρήσεις εκτοπίστηκαν μεθοδευμένα προς την περιφέρεια, συχνά οικειοθελώς, μέσα από τη μόδα που έφτιαχνε ο κινηματογράφος και η διαφήμιση. Τα παλιά ιστορικά κέντρα μετατράπηκαν προοδευτικά σε τόπους εργασίας, ενώ το αντάλλαγμα για τις μεγάλες μετακινήσεις και την απαραίτητη κατανάλωση βενζίνης ήταν η υπόσχεση μιας οικογενειακής μονοκατοικίας με κήπο, κατά κανόνα μέσα από τραπεζικό δανεισμό. Στο πλαίσιο της Αθήνας, ακόμα πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα κεντρικού δρόμου που άδειασε μέσα από έναν ανατροφοδοτούμενο κύκλο απαξίωσης είναι η Πατησίων και η ενδοχώρα της, δηλαδή ο βασικός τόπος προέλευσης των πληθυσμών που απέκτησαν αυτοκίνητο και έφυγαν για να κατοικήσουν τους βοσκότοπους της Αττικής, δίνοντάς τους τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 το ελκυστικό όνομα “βόρεια προάστια”.
Η Σταδίου, φυσικά, δεν ήταν ποτέ Πατησίων. Συνδέοντας την Ομόνοια με το Σύνταγμα, στέγαζε κυρίως γραφεία δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών και στα ισόγεια βρίσκονταν πολλά καταστήματα υπερτοπικής σημασίας. Χάνοντας, όμως, το κέντρο της Αθήνας τον πληθυσμό του, η Σταδίου χτυπήθηκε, και μάλιστα άσχημα, καθώς δεν γινόταν και καμία κίνηση σοβαρής αναβάθμισης του δημόσιου χώρου, όπως συνέβαινε σε άλλες πόλεις της Ευρώπης με το ίδιο πρόβλημα. Την τελευταία δεκαετία, αυτήν της κρίσης, με το Δημόσιο να συρρικνώνεται και να εκτοπίζεται επίσης προς την περιφέρεια, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να διαλύονται και την αίσθηση ανασφάλειας σε μια ακτίνα με κέντρο την Ομόνοια να αυξάνει, η Σταδίου δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα και άδειασε από χρήσεις σε ποσοστό άνω του 70%, ακόμα και στα ισόγεια. Η Αθήνα είχε πάει αλλού και τα υπολείμματα του χώρου που κάποτε λεγόταν κέντρο δεν έβγαζαν πια το ίδιο νόημα».
Και συμπληρώνει: «Τα τελευταία χρόνια η άδεια Σταδίου ξαναγεμίζει με τα ίδια υλικά που έχουν γεμίσει διάφορα κέντρα πόλεων ανά τον κόσμο: τράπεζες που θα ήθελαν να βρίσκονται σε κάποιο “Σίτι”, μεγάλες αλυσίδες ξενοδοχείων, διεθνείς φίρμες καταστημάτων για τουρίστες από το εξωτερικό και τα προάστια της Αθήνας. Υπάρχει ένας μιμητισμός που δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, ίσως μάλιστα να είναι και κάτι αναπόφευκτο – συμβαίνει ακριβώς το ίδιο παντού, με μια μικρή διαφορά φάσης. Η διαφορά μεταξύ του υπό διαμόρφωση Σίτι της Αθήνας και εκείνων του υπόλοιπου κόσμου είναι η κατάσταση του χώρου που βρίσκεται έξω από τις εισόδους των “ιδιωτικών επενδύσεων”. Αν σε άλλες πόλεις τα κέντρα ξαναγέμισαν με τεχνητά μέσα, δηλαδή με δημόσιο χρήμα που κατευθύνθηκε σε “αναπλάσεις” και διαφόρων ειδών εξωραϊσμούς, η Σταδίου παραμένει ένα περιβάλλον δημιουργημένο από την Τεχνική Υπηρεσία του δήμου Αθηναίων τον καιρό του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Τα πεζοδρόμια είναι ανέκδοτο, ο φωτισμός επίσης, οι υποδομές προσβασιμότητας για άτομα με αναπηρίες ανύπαρκτες. Στις πλευρές μπορεί να αναπτύσσονται τραπεζικά headquarters, food courts ελληνικής γαστρονομίας, ξενοδοχεία και καταστήματα με εντυπωσιακές βιτρίνες, μια πιο προσεκτική ματιά όμως δείχνει ότι το κέντρο της Αθήνας παραμένει δέσμιο της κουλτούρας του αυτοκινήτου από τον περασμένο αιώνα: το μόνο πράγμα που δείχνει να λειτουργεί κάπως και να γίνεται αντικείμενο μιας κάποιας φροντίδας είναι η άσφαλτος».
Δέκα λόγοι, εκτός από τους κινηματογράφους «Αττικόν» και «Απόλλων», που εξηγούν τη θλιβερή κατάσταση της οδού Σταδίου
«Κατράντζος»
Στο σημείο όπου η Αιόλου τέμνεται με τη Σταδίου στην προέκταση της Πατησίων ένα ανοιχτό σκάμμα θυμίζει την αθάνατη ελληνική κακοδαιμονία. Επιστροφή στη δεκαετία του ’80: Το πολυκατάστημα του Κατράντζου γίνεται στόχος εμπρηστών και το κτίριο καταστρέφεται ολοσχερώς από την πυρκαγιά. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το μεγαλύτερο τμήμα του οικοπέδου παραμένει περιφραγμένο και κενό, ενώ όποιος περνά από το σημείο παρατηρεί έκπληκτος τα πεζοδρόμια να έχουν βυθιστεί και να μην έχουν επισκευαστεί· αντιθέτως, θαυμάζει ένα τεράστιο και εντελώς απωθητικό σκάμμα στην καρδιά της πρωτεύουσας. Όπως μου λέει ο κ. Βασίλης που έχει το περίπτερο ακριβώς δίπλα, είναι απορίας άξιο ότι, αντί να το επισκευάσουν, έχουν τοποθετήσει ένα τεράστιο συρματόπλεγμα για να μην πλησιάζουν οι πολίτες, με την επισήμανση ότι ο χώρος είναι ιδιωτικός.
Το οικόπεδο έχει εμβαδό 640 τετραγωνικά μέτρα και ανήκει στο Ίδρυμα Μαρία Κασιμάτη. Πρόκειται για ένα κληροδότημα στο οποίο διαθέτει και ένα μικρό ποσοστό το Ίδρυμα Χατζηκώνστα – πρόεδρός του, βάσει της διαθήκης Κασιμάτη, είναι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει συζητήσεις προκειμένου να δρομολογηθεί η μετατροπή του οικοπέδου σε χώρο πρασίνου με την απαλλοτρίωσή του, ενώ ούτε ο σχεδιασμός για την ανέγερση επταώροφου κτιρίου είχε προχωρήσει. Να θυμίσουμε ότι τον Ιούλιο του 2007 ο τότε δημοτικός σύμβουλος και επικεφαλής της «Ανοιχτής Πόλης», Αλέξης Τσίπρας, είχε στραφεί έντονα κατά της Εκκλησίας, ζητώντας «να πάψει να συμπεριφέρεται σαν μεγαλοεργολάβος».
Το διατηρητέο της οδού Σταδίου 58
Το κτίριο στη συμβολή των οδών Σταδίου 58 και Αιόλου 103 κατασκευάστηκε πριν από το 1885 και πιθανότατα πρόκειται για έργο του αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυτατζόγλου. Πρόκειται για τετραώροφο κεραμοσκέπαστο κτίριο με δύο δίδυμες όψεις στις οδούς Σταδίου και Αιόλου και μια μικρότερη στη συμβολή των δύο δρόμων, η οποία στέφεται με αέτωμα. Σε αυτό το κτίριο λειτούργησε το 1884 το ξενοδοχείο «Μασσαλία» που το 1904 μετονομάστηκε σε «Απόλλων», ένα πολυτελές ξενοδοχείο με πολλή και διαφορετική πελατεία, όπως έγραφαν οι οδηγοί της εποχής. Σήμερα έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του ΕΦΚΑ.
Το περασμένο καλοκαίρι πραγματοποιήθηκε δημόσιος πλειοδοτικός διαγωνισμός που αφορούσε την αξιοποίησή του με σκοπό τη δημιουργία ξενοδοχείου τουλάχιστον 4 αστέρων, αλλά η προσφορά που κατατέθηκε κρίθηκε ασύμφορη ενώ και η ιδέα που είχε συζητηθεί ώστε να παραχωρηθεί στη Στέγη Ελληνικής Επιχειρηματικότητας εγκαταλείφθηκε. Αν και βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον σταθμό μετρό Ομόνοια και αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, παραμένει ερημωμένο και η όψη του «φασκιωμένη».
Η οικία του Αλέξανδρου Σούτσου
Πρόκειται για ένα τριώροφο νεοκλασικό επί της οδού Σταδίου 47 με υπόγειο και δίρριχτη στέγη, ιδιοκτησίας του Κληροδοτήματος Αλέξανδρου Σούτσου που διαχειρίζεται η Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Όπως έχουμε περιγράψει και σε προηγούμενα δημοσιεύματα, το κτίριο κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1842 και 1892. Σύμφωνα με τους παλαιότερους γνωστούς τίτλους ιδιοκτησίας, το αρχικό κτίριο υφίστατο ήδη το 1892, οπότε και φέρεται να το αγόρασε ο Αλέξανδρος Σούτσος από τον Ιωάννη Π. Λάμπρου. Από το 1957 έως το 2012 το ακίνητο εκμισθωνόταν για εμπορική χρήση – έκτοτε παραμένει κενό. Το αρχικό κτίριο, χωρίς τις μεταγενέστερες προσθήκες, έχει χαρακτηριστεί ως νεότερο μνημείο. Την 1η Μαΐου 2020 ξέσπασε φωτιά, η οποία είχε ως συνέπεια να καταστραφεί μέρος του ξύλινου πατώματος του δεύτερου ορόφου, να καταρρεύσει η στέγη και να γίνουν εκτεταμένες ζημιές στους άλλους ορόφους.
Στην οικία του Αλέξανδρου Σούτσου προορίζεται να ενταχθούν το Αρχείο και η Θεατρική Βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου που έχει χαρακτηριστεί μνημείο ως σύνολο. Η συλλογή, το αρχείο και η βιβλιοθήκη έχουν περάσει στην κυριότητα του υπουργείου Πολιτισμού έναντι του ποσού των 1.200.000 ευρώ που διατέθηκε από τον τακτικό προϋπολογισμό του ΥΠΠΟΑ. Όπως έχει δηλώσει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Το έργο προβλέπεται να έχει ενταχθεί σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα μέχρι το φθινόπωρο, οπότε θα δρομολογηθούν από την αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΠΟ οι διαδικασίες για το έργο της αποκατάστασής του».
Παλαιό Τυπογραφείο
Το κτίριο του Παλαιού Εθνικού Τυπογραφείου που βρίσκεται ανάμεσα στις οδούς Σταδίου, Σανταρόζα και Αρσάκη και γειτνιάζει με την πλατεία Δικαιοσύνης χτίστηκε το 1834 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Joseph Hoffer για να στεγάσει το βασιλικό τυπογραφείο και λιθογραφείο. Το 1984, με απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού, κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο ως έργο τέχνης. Το ιστορικό κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου έχει παραχωρηθεί στον δήμο Αθηναίων δωρεάν για 25 χρόνια από το Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων με στόχο να αποτελέσει ένα νέο σημείο τέχνης και πολιτισμού. Παραμένει άδειο και κλειστό, καθώς μέχρι στιγμής δεν έχει ευοδωθεί κανένας σχεδιασμός περί ανάδειξής του ούτε έχουμε ακούσει κάτι συγκεκριμένο για την αξιοποίησή του από τη νέα δημοτική αρχή.
Κατάστημα Φωκάς
Το πενταώροφο διατηρητέο κτίριο που φιλοξενούσε το πολυκατάστημα «Fokas», το οποίο ανήκε σε μία απ’ τις ισχυρότερες εταιρείες ένδυσης και υπόδησης, πτώχευσε τον Μάρτιο του 2014 και πλέον αντανακλά την απόλυτη παρακμή του δρόμου. Ισχυρός όμιλος ισραηλινών συμφερόντων, συνεργάτης της επίσης ισραηλινής αλυσίδας Brown Hotels, είχε εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον να λειτουργήσει το ακίνητο ως ξενοδοχείο. Ο ΕΦΚΑ από πέρσι έχει προχωρήσει στην καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και έχει καταθέσει ήδη αίτηση έξωσης, καθώς οι Ισραηλινοί δεν ξεκίνησαν ποτέ την επένδυση. Έτσι μία ακόμη ευκαιρία ανακαίνισης και αξιοποίησης του ακινήτου χάθηκε.
Μέγαρο Εφεσίου
Το επταώροφο μέγαρο Εφεσίου στην οδό Σταδίου οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1923-1928, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Βασίλειου Τσαγρή (1882-1941), εκφραστή ενός νεοακαδημαϊκού εκλεκτικισμού με επιδράσεις από την art nouveau και τη βιεννέζικη σχολή του Otto Wagner.
Ήταν μία από τις πρώτες πολυώροφες οικοδομές γραφείων του κέντρου των Αθηνών και ταυτόχρονα ένα από τα πρώτα κτίρια στα οποία έγινε χρήση του νεοεμφανιζόμενου τότε οπλισμένου σκυροδέματος. Η επιγραφή του βιβλιοπωλείου Κάουφμαν, του πιο λαμπρού ξενόγλωσσου βιβλιοπωλείου της Αθήνας, θυμίζει ακόμα και σήμερα μια λησμονημένη εκδοχή της αστικής φυσιογνωμίας της πρωτεύουσας.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας χαρακτήρισε διατηρητέα τη χρήση του ιστορικού κινηματογράφου Άστορ που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου, ενώ και εδώ αναμένεται η διενέργεια πλειοδοτικού διαγωνισμού από τον ΕΦΚΑ για την αξιοποίηση του πενταώροφου ακινήτου των 3.854 τ.μ. Μέχρι στιγμής, παραμένει καλυμμένο με ένα μπλε πανί, επιβεβαιώνοντας πως ένα βασικό κομμάτι της ιστορίας της Αθήνας χάνεται για πάντα.
Athénée
Φτάνοντας στο ύψος της οδού Σταδίου 35-37, κάποια κουρέλια και μια σιδερένια λαμαρίνα αποδεικνύουν περίτρανα γιατί αυτός ο δημοφιλής δρόμος έχει αφεθεί στη μοίρα του. Το κλειστό και εγκαταλελειμμένο κτίριο που κάποτε στέγαζε το πολυκατάστημα Τσιτσόπουλοι, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς από εμπρησμό, όπως και το αδειανό οικόπεδο όπου υπήρχε το κατάστημα Elegance ρημάζουν και σηματοδοτούν ένα «τέλος εποχής» στην ιστορία της εμπορικής Αθήνας, που σφράγισε τον χαρακτήρα όλης αυτής της περιοχής.
«Μέγα Ξενοδοχείον “Ο Πρίγκηψ Γεώργιος”»
Στη διασταύρωση Σταδίου και Αιόλου υπάρχει ένα αξιόλογο και μοναδικό αρχιτεκτονικό δημιούργημα του τέλους του περασμένου αιώνα. Οικοδομήθηκε το 1890-1891 και αποτέλεσε την οικία της Βασιλικής Μπαλάνου. Η Βασιλική και η Λουκία Μπαλάνου ήταν κόρες του νομικού Αριστείδη Μπαλάνου. Πρόκειται για ένα κτίριο με λιτές και συμμετρικές όψεις αλλά και ενδιαφέρουσα διαμόρφωση της γωνίας του, η οποία σχηματίζει ημικύλινδρο. Αξιόλογα είναι επίσης τα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία του κτιρίου, π.χ. τα φουρούσια που φέρουν τα γείσα των ανοιγμάτων, τα περίτεχνα κιγκλιδώματα των μπαλκονιών και το γείσο με τη διακοσμητική οδοντωτή ταινία, τους γεισίποδες και τα ακροκέραμα. Στο ισόγειο υπήρχαν τα φαρμακεία Βασιλείου και Μωραϊτίδου. Το κτίριο έχει κηρυχθεί διατηρητέο και σήμερα ανήκει στη Eurobank, ενώ για αρκετό καιρό στο ισόγειο λειτουργούσε γνωστή αλυσίδα ρούχων.
Αττικόν – Απόλλων
Αμέτρητα δημοσιεύματα έχουν κυκλοφορήσει με την είδηση ότι τα εμβληματικά σινεμά της Σταδίου θα επαναλειτουργήσουν σύντομα. Η αποκατάσταση και η επαναλειτουργία τους είναι ζητούμενο εδώ και μια δεκαετία. Η κατάσταση που επικρατεί, δε, επί του πεζοδρομίου δεν είναι απλώς απαράδεκτη αλλά δεν τιμά και την πόλη ως ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Όπως είχε γράψει στη LiFO πρόσφατα η Ντίνα Καράτζιου: «Τα φώτα του ιστορικού κινηματογραφικού συγκροτήματος Αττικόν – Απόλλων έσβησαν βιαίως το 2012 από την πυρκαγιά που ξέσπασε μετά από ρίψεις μολότοφ κατά τη διάρκεια διαδήλωσης τη 12η Φεβρουαρίου, ημέρα που στη Βουλή ψηφιζόταν το δεύτερο μνημόνιο. Η καταθλιπτική εικόνα καταστροφής που παρουσιάζει το κτίριο εξωτερικά όλα αυτά τα χρόνια δίνει τον τόνο σε όλη τη γειτονιά της Σταδίου, που έχει μαραζώσει. Το μεγαλύτερο εμπόδιο που έβαζε φρένο στην προοπτική της αποκατάστασης και της επαναλειτουργίας των αιθουσών ήταν η κρίση που σοβούσε στο παρασκήνιο μεταξύ των δύο ιδρυμάτων, υπό τη σκέπη των οποίων βρίσκονται οι δύο κινηματογράφοι. Μια κρίση η οποία εξελίχθηκε σε δαιδαλώδη δικαστική διαμάχη. Πρόκειται για το Ίδρυμα Σταματίου Δεκόζη-Βούρου, στο οποίο ανήκουν οι δύο αίθουσες, και το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών - Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία».
Μέγαρο Αθηνογένους
Το μέγαρο Αθηνογένους επί της οδού Σταδίου οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 1875-1880 βάσει σχεδίων ξένου αρχιτέκτονα που εργαζόταν στην Ελλάδα (υπάρχει διχογνωμία εάν πρόκειται για τον Piat ή τον Eugene Trumb, ενώ σχέδιο κάτοψης έχει εντοπιστεί και στο αρχείο Ziller). Το εμβληματικό κτίριο ανήκει πλέον στον όμιλο Προκοπίου και συγκαταλέγεται στις πολυαναμενόμενες αφίξεις που μπορεί να αναγεννήσουν την οδό Σταδίου. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, ο γνωστός εφοπλιστής αναμένεται να προχωρήσει μέσω των εταιρειών του Korovina, Apure, Boyaca και Lagadia Enterprises Ltd. σε μια τεράστια επένδυση αξίας 10 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία θα στοχεύει στην αποκατάσταση του διατηρητέου κτιρίου αλλά και στην προσθήκη νέας σύγχρονης κατασκευής 10.000 τ.μ., δημιουργώντας έναν ενιαίο εμπορικό χώρο πολλαπλών χρήσεων. Πρόκειται για διατηρητέο κτίσμα του οποίου τα αρχιτεκτονικά στοιχεία έχουν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά οι φθορές και οι ζημιές που έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου το έχουν μετατρέψει σε ερείπιο.
Στοά Αρσακείου
Είναι αλήθεια ότι το συγκεκριμένο επενδυτικό πρότζεκτ είναι ένα από τα λίγα που δημιουργούν ελπίδες για ανάκαμψη της οδού Σταδίου, καθώς φιλοδοξεί, σε έναν χρόνο από σήμερα, να έχει ολοκληρώσει την ανάπλαση της στοάς Αρσακείου. Ειδικότερα, η Legendary Food, η οποία έχει μισθώσει τον χώρο από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία για 1,2 εκατ. ευρώ ετησίως, αναμένεται να δημιουργήσει ένα σύγχρονο πολιτισμικό και γαστρονομικό κέντρο με καταστήματα πώλησης ελληνικών μεσογειακών προϊόντων και χώρους εστίασης, ενώ οι προβλέψεις για την επισκεψιμότητα σε καθημερινή βάση μιλούν έως και για 7.000 επισκέπτες ημερησίως.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.