Στο «κουμπάδικο» μπήκα πρώτη φορά ένα πρωί Κυριακής με τον Μιχάλη. Από τότε που θυμάμαι να κρατάω φωτογραφική μηχανή, τα ερείπια, τα ρημάδια, έχουν γίνει ειδικότητά μου. Ανεξήγητη αλλά και ανεξίτηλη η γοητεία της φθοράς πάνω μου από την εφηβεία. Δεν ένιωθα ποτέ εισβολέας, περιηγητής ένιωθα, σχεδόν φιλοξενούμενος. Όμως το κουμπάδικο ήταν κάτι διαφορετικό.
Μπήκα διστακτικά, κάπως ένοχα, λες και με θα με έπιανε κάποιος την ώρα που έτρωγα κρυφά το τελευταίο σοκολατάκι από το ψυγείο. Φαίνεται, ήταν η υπόσχεση ενός σκηνικού τόσο παραμυθένιου ‒ το τοπίο της μεγάλης σκάλας με τα χιλιάδες κουμπιά που είχα δει φευγαλέα είχε εγγραφεί ήδη στο μυαλό, αυτό το συγκεκριμένο ερείπιο, ως μια απόλαυση απαγορευμένη. Μια μικρή, ιδιωτική σχεδόν shangri-la που λίγοι τυχεροί γνωρίζαμε.
Εκείνη η πρώτη επίσκεψη δεν κράτησε πολύ. Ήθελα να φύγω γρήγορα, γιατί βιαζόμουν να επιστρέψω. Τηλεφώνησα στην Κωνσταντίνα το επόμενο απόγευμα. «Θέλω να πάμε για φωτογραφίες. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έχουμε βρει».
Παντού εκείνα τα απόκοσμα κουμπιά σαν απολιθώματα, λες και εξαϋλώθηκαν εκεί μέσα χιλιάδες ρούχα, χιλιάδες σώματα.
Λίγες μέρες μετά ήμασταν οι τρεις μας ξανά στο παρκάκι της Αχαρνών, δίπλα στο εργοστάσιο. Ξανά το σκαρφάλωμα της μάντρας, ξανά εκείνο το ένοχο χαμόγελο στα χείλη, κλεφτές ματιές μήπως μας είδε κάποιος και μετά βουτιά στο παραμύθι. Το εργοστάσιο το έλουζε κυριολεκτικά το απογευματινό φως.
Συμβαίνει συχνά με αυτά τα κτίρια αυτή η «διαφάνεια». Είναι πλέον τόσο ανυπεράσπιστα, τόσο ανοιχτά στον καιρό και στα στοιχεία, που μέσα τους η ατμόσφαιρα αποκτά μια άλλη ποιότητα, σαν να αναπνέει όλο το κέλυφος με κάθε αεράκι. Παντού εκείνα τα απόκοσμα κουμπιά σαν απολιθώματα, λες και εξαϋλώθηκαν εκεί μέσα χιλιάδες ρούχα, χιλιάδες σώματα.
Αυτήν τη φορά μείναμε ώρα. Περπατήσαμε κάθε γωνιά, κάθε στροφή του κάθε διαδρόμου. Χορέψαμε. Ισορροπήσαμε. Ριζωθήκαμε στο φθαρμένο πάτωμα. Πετάξαμε πάνω από τους τεράστιους ξύλινους πάγκους. Ονειρευτήκαμε τα χέρια που μουτζουρώθηκαν με τα ατελείωτα χρώματα που τώρα ξεχύνονταν ελεύθερα από τα σακιά που η φθορά έλυσε τις ραφές τους. Κόκκινο, γαλάζιο, ατελείωτες αποχρώσεις. Λευκό και μαύρο και κάθε ενδιάμεσος τόνος σε κάθε μέγεθος και σχήμα.
Όταν φύγαμε, είχε πέσει το φως. Τρία ζευγάρια μάτια γεμάτα και τρία σώματα άδεια. Τώρα δεν κοιτούσα δεξιά-αριστερά για να ελέγξω αν κανείς είχε παρατηρήσει την παρουσία μας. Με κυρίευσε μια γαλήνη. Ο κρυφός μας παράδεισος είχε κλείσει γλυκά την πόρτα πίσω του και δεν χρειαζόταν να συμβεί τίποτε άλλο. Δεν επιστρέψαμε ποτέ.