Μερικά βράδια προσπαθούσες να ζεσταθείς δίπλα σε ένα καλοριφέρ. Σε πολυθρόνες από ψεύτικο δέρμα, με φώτα φθορισμού από πάνω σου. Άλλοι θα το έλεγαν άσχημο, εσένα όμως σου άρεσε. Και νόμιζες πως ο κόσμος είναι πολύ όμορφος. Κρίμα που δεν ήταν ο δικός σου κόσμος.
Και ένιωθες ήρεμος, και αγόραζες μπαλαντέζες για να κάνεις το μικρό σου χώρο να μοιάζει περισσότερο με το σπίτι σου. Και όπως ερχόταν το φθινόπωρο, έβλεπες από τον πύργο τα σύννεφα να μαζεύονται, το απολάμβανες όμως, μαζί με τον καφέ σου. Και αυτή τη φορά πήρες και ένα δώρο γενεθλίων στον εαυτό σου, γιατί κάτι σήμαινε για σένα αυτό, τότε. Και πήγαινες και κάτι μεγάλες βόλτες, κοιτώντας τη θάλασσα και τους τουρίστες που έμεναν σε ξενοδοχεία που πάντα έβλεπαν τον ήλιο. Και είχες αφήσει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή σου. Άργησες να το αλλάξεις γιατί έμοιαζε να έχει μια ηρεμία που μπέρδευες με την ευτυχία.
Κι ένιωθες ήρεμος.
Περίπου.
Και μετά άρχισε.
Γιατί το ήξερες πως όλα είναι ένα ψέμα.
Και πως θα στενοχωριόσουν ξανά.
Γιατί θα ερχόταν
Μα εσύ δεν θα ήξερες
Πως να μισήσεις
κανέναν.
σχόλια