Τον τελευταίο καιρό, που νιώθω ότι είναι άχρηστο να λέω τη γνώμη μου αν δεν τη συνοδεύει καποια δράση, κάποια πράξη σοβαρή και κάπως πήζω μέσα στον πληθωρισμό από απόψεις που τον μεγένθυνε η ψηφιακή δικτύωση- ίσως και λόγω ηλικίας, σκέφτομαι ότι εγώ, αντιθέτως, θα ΄θελα να περιγράψω λεπτομερέστατα ένα βάζο με αγριοτριαντάφυλλα, που μια πολύ συγκεκριμένη μέρα (σχεδόν μισό αιώνα πριν) υπήρχε στη σάλα του πατρικού μου. Τη δροσιά και το χώμα τους. Τ΄αγκαθια τους στο γερό, πράσινο, γυαλιστερό τους μίσχο. Τα υπορόδινα εκατόφυλλα που μαδάνε στο νερό. Τα σκληρά, μαυρισμένα χέρια της Κλέλιας που μάς τα έφερνε απ' τους Κήπους (60άρα, ανύπαντρη, ταπεινή και φοβισμένη όπως τα σκυλιά) και που με χάιδευαν γεμάτα σκλήθρες από την αξίνα.
Αλλά ποιόν αφορά; σκέφτομαι.
Και δεν γράφω τίποτα.
Καιρός που μιλάς, καιρός που το βουλώνεις.