Aνένταχτο, αφού σνομπάρει τα όρια των τεχνών, το «Μέσα στο δάσος» του Αγγελου Φραντζή προβάλλει στην Πειραιώς 260 μια ιστορία παν-σεξουαλικότητας και υπέρβασης των αισθήσεων.
«Δυο αγόρια
και ένα κορίτσι. Ίσως νεκροί, ίσως
ζωντανοί. Ολομόναχοι. Γύρω τους μεγάλοι
κορμοί δέντρων, διάφανα ποτάμια, μια
απομονωμένη παραλία, τα βουνά, κι ένα
παράξενο κόκκινο σπίτι βαθιά κρυμμένο
στην καρδιά του δάσους. Ένα ταξίδι μύησης
στην άλλη πλευρά. Στις ρίζες των επιθυμιών,
τη φύση των φύλων και την πολλαπλή
υπόσταση των σεξουαλικών ταυτοτήτων.
Ένα ταξίδι στο άγνωστο, κάτι σαν ένα
άγριο υπαρξιακό παραμύθι». Έτσι περιγράφει
τη νέα ταινία του Μέσα στο δάσος ο Άγγελος
Φραντζής, η οποία μεταφέρεται στη σκηνή
του χώρου Δ, στην Πειραιώς 260, σε μία
διαφορετική μορφή. «Δεν είναι η ιστορία
ενός ερωτικού τριγώνου» λέει, «αλλά η
ανατομία της ίδιας της ερωτικής επιθυμίας.
Δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, πρόσωπα
αρχετυπικά σε ένα παγανιστικό ταξίδι,
όπου η φύση καθοδηγεί αισθήσεις και
συναισθήματα. Ελάχιστοι διάλογοι, σιωπή,
ήχοι. Φόβος, ελευθερία, ένστικτο, επιθυμία,
παν-σεξουαλικότητα και πάντα κάτι που
μοιάζει να κοιτάει από ψηλά. Ζώντας στη
φύση και δημιουργώντας το σενάριο με
τους ηθοποιούς μέρα με τη μέρα, το Μέσα
στο δάσος μοιάζει με ένα ντοκιμαντέρ
πάνω στην υπερβατικότητα των αισθήσεων.
Βουτηγμένο σε μια ανοίκεια ατμόσφαιρα
και γυρισμένο με το video μιας φτηνής
ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής, με μια
εικόνα που μοιάζει με ψηφιακό super-8 γεμάτο
έντονα χρώματα και βίαιες φόρμες, είναι
μια ταινία όπου τα σώματα, τα πρόσωπα,
τα δέντρα και τα λουλούδια γίνονται
ένα. Μια γραφή σεξουαλική για μια ταινία
πάνω στην υλικότητα των συναισθημάτων».
«Στο Φεστιβάλ
θα προβάλλεται ένα άλλο μοντάζ της
ταινίας, η οποία θα αναπτύσσεται σε
τρεις οθόνες (ένα τρίπτυχο δηλαδή με
θρησκευτικές αναφορές), ενώ στη σκηνή
θα υπάρχουν ζωντανά ο Coti
και ο Βελιώτης ως μουσικοί και οι Free
Piece κι o Tape
ως sound performers,
που θα δουλεύουν πάνω σε ήχους της
ταινίας. Τέλος, υπάρχουν τα παιδιά, που
ζωντανά συμπληρώνουν, σχολιάζουν ή
αλλάζουν αυτά που συμβαίνουν στην εικόνα
κι εγώ που θα διαβάζω τα ημερολόγια των
παιδιών - αυτά που κρατούσαν ως χαρακτήρες
της ταινίας στα γυρίσματα. Η εικόνα
είναι σχεδόν βουβή, έχει μόνο ηχητικές
ατμόσφαιρες και όλος ο ήχος αναπαράγεται
στη σκηνή. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα
κομμάτι προετοιμασίας αυτού του
πράγματος, που επεκτείνεται από την
αίθουσα μέχρι στους εξωτερικούς χώρους,
όπου στήνεται το ίδιο το κόκκινο σπίτι,
που είναι το σπίτι της ταινίας.
Η ταινία και
η παράσταση έχουν πολύ διαφορετικές
φόρμες. Η ταινία δεν έχει καθόλου μουσική.
Η παράσταση λειτουργεί με μουσική, πολύ
διαφορετικά απ' ό,τι η κινηματογραφική
αφήγηση, και έχει κάτι από βωβό
κινηματογράφο. Στην Ιαπωνία, οι βουβές
ταινίες, για να έχουν επιτυχία, παίζονταν
με συνοδεία μουσικής και κάποιου τύπου
που λεγόταν μπέντζι κι
ήταν ο αφηγητής. Ό,τι ήθελε έλεγε, αλλά
τις πιο πολλές φορές ο κόσμος πήγαινε
να δει τις ταινίες για τους μπέντζι, όχι
για την ταινία την ίδια. Αυτοί ήταν οι
σταρ. Παρόμοια είναι κι η δικιά μας ιδέα
της αφήγησης -κι ας μην υπάρχει εδώ
αφηγητής με αυτή την έννοια. Όλο αυτό
που συμβαίνει σχηματίζει την αφήγηση».
σχόλια