Αυτή είναι η τελευταία μου στήλη στην «Ελευθεροτυπία». Θα ήθελα πολύ να εκφράζει τη συγκίνηση που νιώθω. Αλλά δεν... Αυτή είναι και μια από τις παραξενιές της ζωής: κλαις με τις μελό διαφημίσεις, αλλά δεν κλαις όταν πεθαίνει ο πατέρας σου. Εν προκειμένω δεν πεθαίνει κανείς. Παραιτούμαι διότι δεν έχω μυαλά για οτιδήποτε άλλο εκτός από τη LIFO, τον free press οδηγό της Αθήνας, που εκδίδω εδώ και τρία χρόνια, αλλά φέτος ψήλωσε απότομα. Και δεν είναι ωραίο κάθε τρεις και λίγο να γράφω σε αυτήν εδώ τη σελίδα γκρίζες διαφημίσεις.
Βέβαια, «αυτή εδώ η σελίδα» δεν είναι κάτι απλό. Την ξεκίνησα πριν από 20 χρόνια -έχει γίνει λιγάκι σαν τικ, σαν ασφάλεια. Μια τακτική έκκριση αδρεναλίνης μπροστά στο φωσφορικό κενό του Word Document κάθε Τετάρτη. Ειδικά στην πρώτη φάση, υπήρχαν νύχτες που δεν κοιμόμουν γιατί σκεφτόμουν τις διαφορετικές εκδοχές ενός κομμα- τιού - έσκιζα κι έραβα τα κομμάτια με σελοτέιπ: νεανικά παλίμψηστα πριν έρθουν τα κομπιούτερ. Αργότερα απέκτησα μια κάποια σιγουριά. Δεν έσβηνα πολλά, ήξερα από την αρχή τον κορμό του κομματιού - άρχισα να απολαμβάνω το γράψιμο. Ημουν ευτυχής που το κοινό ανταποκρινόταν.
Συνέβαινε και κάτι σπουδαίο: δεν υπήρχε λογοκρισία (ακόμα δεν υπάρχει). Ο Κίτσος Τεγόπουλος πολλές φορές είχε ενοχληθεί από φράσεις μου - αλλά κατά βάθος χαιρόταν τις αντιλογίες. Οι λίγες φορές που τον συνάντησα μένουν συμπυκνωμένες στη μνήμη μου - είναι από τα πρόσωπα - κλειδιά στην αντίληψη που σχημάτισα για το τι είναι η δημοσιογραφία και οι εκδόσεις.
Πριν εκδώσω τη LIFO, είχα φανταστεί ότι αυτή τη στήλη δεν θα την ξαναδιακόψω ποτέ. Αλλά τους τελευταίους μήνες την αντιμετωπίζω συμβατικά -λιγάκι σαν βάρος-, συμπεριφέρομαι σαν δημόσιος υπάλληλος που πρέπει να στείλει το κομμάτι του και να ξεμπερδεύει. Κι αυτό νομίζω είναι λίγο ήττα. Προσβάλλει πολλά πράγματα -πρώτα από όλα εμένα τον ίδιο, που μπήκα στη δημοσιογραφία επειδή ήθελα κάτι γεμάτο ενέργεια, επικοινωνιακή δύναμη και έναν κάποιο τυχοδιωκτισμό (με την καλή έννοια). Αν ήθελα να γίνω υπάλληλος, τουλάχιστον θα φρόντιζα να πουλήσω ακριβά το τομάρι μου.
Οχι. Σας μιλώ εντίμως, πλησιάζω τα 50 και ακόμα έχω ρομαντική αντίληψη για τη δουλειά που κάνω. Τη θεωρώ κάτι δυνάμει σπουδαίο. Χρήσιμο. Συναρπαστικό. Στις καλές της στιγμές γίνεται το νερό που ποτίζει τον σύγχρονο πολιτισμό (το αίμα του πολιτισμού είναι η Τέχνη και ο Στοχασμός). Η δημοσιογραφία (ταλαιπωρημένη πολύ σε αυτό το βλακώδες, διεφθαρμένο κράτος) μπορεί να είναι ένα πλήρες γνωστικό σύστημα και κοινωνικό εργαλείο. Τον τελευταίο καιρό δεν είμαι χαρούμενος, διότι έχω αναγκαστεί να γράψω και ξεπέτες.
Αλλωστε, έχω ξαναβρεί το ιδανικό μου, κάτι πάνω από το γράψιμο που συμπεριλαμβάνει το γράψιμο: είναι η έκδοση περιοδικών. Η σύνθεση ενός πλήρους εντύπου. Αυτό που είναι και δημοσιογραφία και αισθητική και μάρκετινγκ. Το κάνω τώρα και είμαι πλήρης. Θέλω να του αφοσιωθώ.
Εννοείται ότι είμαι αληθινά ευγνώμων στην «Ελευθεροτυπία» και τους ανθρώπους της. Είμαι περήφανος που δούλεψα εδώ και δεν θα έφευγα ποτέ για να πάω σε άλλη εφημερίδα. Εδώ ζει και ανασαίνει ο πιο ακμαίος ηθικός πυρήνας της ελληνικής δημοσιογραφίας -όσοι δεν το ξέρουν από πρώτο χέρι, μπορούν να το διαισθανθούν σε κάθε σελίδα της (ίσως όχι στα ζώδια, που μονίμως ρίχνουν τους Υδροχόους!).
Ο κύκλος κλείνει εδώ. Φεύγω ακόμα μία φορά από τη φωλιά μου, για να προσπαθήσω να βρω τον δρόμο μου. Ισως ποτέ δεν τον βρω και συνεχίσω να χάνομαι. Αλλά αυτό είναι το παιχνίδι.
Ας παίξουμε.
(H τελευταία στήλη μου στην Ελευθεροτυπία -αναδημοσίευση)