Μια Αγγλίδα στη γη της αλβανικής βεντέτας
Η (εμπειρική) ανθρωπολόγος, καλλιτέχνιδα (ζωγράφος, φωτογράφος) και συγγραφέας Edith Durham υπήρξε η πρώτη Δυτική γυναίκα που εξερεύνησε και κατέγραψε την τραχιά πραγματικότητα των απομονωμένων χωριών της Βόρειας Αλβανίας στις αρχές του 20ου αι. Ακόμη και σήμερα, θεωρείτα στην Αλβανία κάτι σαν εθνική ηρωίδα, λόγω και του αντισερβικού της μένους. Ωστόσο, η εκκεντρική της προσωπικότητα και η αδιάκοπη λομπίστικη δραστηριοτητά της επέσυραν την περιφρόνηση του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών.
Αλβανία. Σκόδρα. Η Edith Durham μιλάει με τον bajraktar (οπλαρχηγό) του Koplik (1912).
Ηρωϊκές γυναίκες
Ιστορίες δύο Αγγλίδων, γεννημένων η μία το 1863 και η άλλη το 1868, που είχαν από κοινού το θάρρος και τη δίψα για περιπέτεια και εξερεύνηση. Το άρθρο παρουσιάζει τη γαλλική έκδοση του βιβλίου της ανθρωπολόγου Edith Durham μαζί με το μυθιστόρημα Mesopotamia που αφιέρωσε ο Olivier Guez στην αρχαιολόγο -και κατάσκοπο- Gertrude Bell. Αναδημοσιεύεται εδώ μόνο το μέρος του κειμένου που αφορά την Edith Durham.
Jean-Paul Champseix
En attendant Nadeau - 23.09.2024
Ένα μεγάλο κλασικό έργο της αλβανικής εθνογραφίας [Edith Durham, High Albania (1909) -σ.σ.] μεταφράστηκε επιτέλους [στα γαλλικά -σ.σ.] από την Jacqueline Dérens. Η συγγραφέας, Edith Durham, γεννημένη το 1863, ήταν μια ανύπαντρη γυναίκα που είχε αναλάβει να φροντίζει την άρρωστη μητέρα της και βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάθλιψης όταν ο γιατρός της τη συμβούλεψε να ταξιδέψει. Το 1908 αποφασίζει να επισκεφθεί την Βόρεια Αλβανία για οκτώ μήνες. Είναι η πρώτη ξένη γυναίκα που εισέρχεται σε αυτή την απρόσιτη περιοχή. Η Edith Durham δεν είναι μια τουρίστρια που προσπαθεί να διασκεδάσει την πλήξη της - η επιθυμία της είναι να κατανοήσει μια απομονωμένη και βίαιη κοινωνία διαιρεμένη σε φατρίες Δεν φείδεται προσπαθειών και τίποτα δεν την αποθαρρύνει. Αντιμετωπίζει τον καυτό ήλιο, το βαθύ χιόνι, τα πρόχειρα μονοπάτια στο χείλος του γκρεμού και τις συναντήσεις που δεν είναι όλες φιλικές, καθώς μερικές φορές την υποψιάζονται ότι αναζητά θησαυρό.
Η Βόρεια Αλβανία αντιστοιχεί στα βουνά που καλύπτουν το βόρειο τμήμα της χώρας και εκτείνονται μέχρι το Μαυροβούνιο και το Κοσσυφοπέδιο. Σε αυτές τις περιοχές, η καθολική παρουσία ήταν πολύ ισχυρή, αλλά μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαν μαζί σε σχετική αρμονία. Ωστόσο, χριστιανικές φυλές όπως οι Shala και οι Nikaj δίνουν στους εαυτούς τους μουσουλμανικά μικρά ονόματα, τα οποία και προτιμούν! Υπάρχουν εξάλλου φυλές που είναι μισές καθολικές και μισές μουσουλμανικές. Η Edith Durham προσπαθεί να κατανοήσει πώς και πότε έγιναν οι μεταστροφές.
Επωφελείται στο ταξίδι της από τη φιλοξενία των Φραγκισκανών, αλλά πρέπει να εγκαταλείψει το ψάθινο καπέλο της γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει γιατί φοράει "σιτάρι" στο κεφάλι της! Καθώς δεν υπάρχει κράτος για να επιβάλει το νόμο, το κάνει εδώ και αιώνες ο εθιμικός κανόνας, το Kanun. Υπάρχουν πολλά ζητήματα: ζωοκλοπές, επιδρομές, απαγωγές γυναικών, προσβολές, επικοί θυμοί και φόνοι αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα. Το άτομο δεν μετράει, καθώς επικρατεί η οικογενειακή αλληλεγγύη. Αν ένας συγγενής έχει κλέψει ή σκοτώσει, δεν μπορεί πραγματικά να επιτιμηθεί. Ο "κύκλος του αίματος" είναι συνεχής, αλλά είναι δυνατές και κάποιες πρόοδοι. Ένας νεαρός Φραγκισκανός κατάφερε να διευθετήσει τη βεντέτα σε ορισμένες περιοχές, ώστε να σκοτώνεται μόνο ένα άτομο ανά οικογένεια και να καίγεται μόνο ένα σπίτι. Οι πιο φωτισμένοι ορεσίβιοι, που υποφέρουν από αυτό το σύστημα, θα ήθελαν να βγουν από αυτόν τον φαύλο κύκλο, παρόλο που πιστεύεται ότι κανένας νόμος δεν μπορεί να παρέμβει σ' αυτό που ορίζει ένας αρχηγός σπιτιού. Επιπλέον, θεωρείται αδιανόητο να πληρώνονται φόροι για τη συντήρηση ενός στρατού και μιας αστυνομικής δύναμης. Πολλοί πιστεύουν ότι το να σκοτώσεις ο ίδιος τον εχθρό σου είναι και πιο γρήγορο και πιο εύκολο!
Η τιμή της φυλής υπερβαίνει τα πάντα και οι άνθρωποι είναι ευέξαπτοι. Η Edith Durham μαθαίνει έντρομη τι συνέβη λίγο πριν. Ένα καλοκαιρινό βράδυ, μια ομάδα ανδρών κατεβαίνει στην κοιλάδα. Εκεί που κάθονται ειρηνικά ατενίζοντας τα αστέρια, ένας από αυτούς έδειξε με το δάχτυλο το αστέρι που θεωρούσε το μεγαλύτερο. Τον αντέκρουσε ένας ορεσίβιος που έδειξε ένα άλλο... Το αποτέλεσμα: δεκαεπτά νεκροί!
Οι ιερείς προσπάθησαν να ανακόψουν την παράδοση, αλλά οι ορεσίβιοι ομολογούν ότι προτιμούν να πάνε στην κόλαση με την τιμή τους παρά στον παράδεισο χωρίς αυτήν. Επιπλέον, πιστεύουν ότι η ψυχή τους δεν είναι υπεύθυνη για τις πράξεις του σώματός τους. Ένας από αυτούς μάλιστα υιοθετεί μια εξεζητημένη συλλογιστική: όταν ο ιερέας του υπενθυμίζει ότι η ψυχή του έχει δοθεί από τον Θεό, εκείνος ανταπαντά ότι είναι στο χέρι του Θεού να φροντίσει γι' αυτήν, επειδή ο ίδιος δεν έχει ζητήσει τίποτα. Προσθέτει ότι τα βασανιστήρια που θα υποστεί η ψυχή του δεν τον αφορούν, εφόσον το σώμα του θα είναι νεκρό.
Καθώς η Αγγλίδα εκπλήσσεται που τα παιδιά δεν παίζουν πολύ, της εξηγούν: "Δεν έχουν πάει ποτέ σχολείο. Πώς θα μπορούσαν να μάθουν παιχνίδια;" Στενοχωριέται ιδίως για το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των νεογέννητων μωρών. Μάταια προσπαθεί να κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι δεν είναι καλή ιδέα να τυλίγουν τα άκρα των μωρών σαν να είναι μούμιες και να τα δένουν στην κούνια με ένα μαντήλι πάνω στο πρόσωπό τους για να ξορκίσουν το κακό. Η απάντηση είναι: "Adet " ("'Ετσι είναι το έθιμο").
Οι γυναίκες θεωρούνται όχι μόνο κατώτερες αλλά συχνά και δαίμονες που προκαλούν καυγάδες και βεντέτες. Είναι αλήθεια ότι πολλές γυναίκες παντρεμένες από τη γέννησή τους επιδιώκουν να ξεφύγουν. Ωστόσο, δεν μπαίνουν στον κύκλο του αίματος, εκτός από την περίπτωση της μοιχείας. Καθώς θεωρούνται ανεύθυνες, οι ορεσίβιοι μαθαίνουν αποσβολωμένοι ότι στη Μεγάλη Βρετανία κρεμάνε μερικές φορές τις γυναίκες εγκληματίες. Η Edith Durham συναντά μερικές από τις "ορκισμένες παρθένες", γυναίκες ντυμένες άντρες που αντικαθιστούν τους νεκρούς αδελφούς τους, και διαπιστώνει ότι χαίρουν σεβασμό. Όσο για τους νεαρούς εφήβους, οι μητέρες τους αναβάλλουν το πρώτο τους κούρεμα, δηλαδή το ξύρισμα, ώστε να μην μπουν στον κύκλο της βεντέτας. Μια πρακτική που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι ορεσίβιοι διατηρούν στη μνήμη τους τη γενεαλογία των φατριών, επειδή οι γαμήλιες απαγορεύσεις είναι εκτεταμένες. Λένε στην γεμάτη περιέργεια Αγγλίδα ότι η χώρα τους κυβερνιόταν κάποτε από εβραϊκές φυλές. Στην πραγματικότητα, καθώς αναφέρονται σε μια παγανιστική θρησκεία πριν από τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, συμπεραίνουν ότι ήταν εβραϊκή, μη γνωρίζοντας καμία άλλη.
Η Edith Durham έχει την ειλικρίνεια να αναφέρει τις στιγμές που η κατάσταση την ξεπερνάει. Αντιμέτωπη με ρακένδυτους ορεσίβιους, παραδέχεται: "Τους κοίταζα με φρίκη γιατί μέσα από αυτούς μπορούσα να δω χιλιάδες χρόνια να περνούν· το ποτάμι της εξέλιξης τους είχε αφήσει ξεχασμένους στην όχθη ". Τους ρωτάει: " Γιατί δεν προσπαθείτε να σεβαστείτε τους νόμους που ήδη έχετε;" Εκείνοι ανταπαντούν ότι θα έπρεπε τότε να τιμωρηθεί ο κλέφτης ή ο δολοφόνος, αλλά αν επρόκειτο για ξάδελφο... αδύνατον! Ένας ηλικιωμένος αρχηγός φατρίας, που έχει συνείδηση της γενικής δυστυχίας και πείθεται από την ξένη, θέλει να ανταλλάξει το αίμα του με το δικό της για να την αναγκάσει να βοηθήσει την Αλβανία.
Δεν υπάρχει λόγος να χαράξεις το δέρμα σου. Μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1944, η Edith Durham θα κάνει ό, τι μπορεί, μέσω των εκδόσεών της και των συλλόγων φιλίας, για να προβάλει την Αλβανία με σκοπό να διατηρηθεί η ανεξαρτησία της χώρας.
Αλβανία. Shelcan. Το χωριό Shelcan στην περιοχή της Shpata της κεντρικής Αλβανίας, κοντά στο Elbasan (Φωτ.: Edith Durham, 22 Απριλίου 1904). "Διασχίσαμε τη γέφυρα του Κουρντ Πασά, ακολουθήσαμε για λίγο το ποτάμι προς τα πάνω και στη συνέχεια μπήκαμε στην περιοχή της Shpata. Ήταν μια εντελώς τέλεια ανοιξιάτικη μέρα- οι πλαγιές των λόφων, καλυμμένες με δάση, ήταν γεμάτες ανθισμένες άγριες δαμασκηνιές και κερασιές, και το έδαφος έβριθε από μεγάλες ορχιδέες, πεταλούδες και μέλισσες. Όσο για τις σαύρες, ήταν οι πιο χοντρές και πράσινες που έχω συναντήσει ποτέ. Η κοιλάδα ήταν ελάχιστα καλλιεργημένη. 'Ανδρες με φουστανέλες και ζωσμένοι με φυσίγγια οδηγούσαν τα πρωτόγονα άροτρά τους - στραβά κομμάτια ξύλου μαζί με σίδερο- που το καθένα το τραβούσε ένα ζευγάρι βουβάλια - μέσα σε ένα έδαφος που φαινόταν να είναι πολύ γόνιμο. Σταματήσαμε για λίγα λεπτά σε ένα πολύ ωραίο σημείο, στο οποίο η πόλη έρχεται για kief το καλοκαίρι. "Kief" σημαίνει ευχαρίστηση, και ευχαρίστηση σημαίνει να μην κάνεις τίποτα στη σκιά, δίπλα σε τρεχούμενο νερό. Ένας kavajee φέρνει έναν δίσκο με καυτά κάρβουνα, πάνω στα οποία φτιάχνει καφέ, και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Μια ομάδα τεράστιων πλατάνων σκίαζε ένα χορταριασμένο λιβάδι, μέσα από το οποίο έτρεχε ένα καθαρό και παγωμένο ρυάκι που αναβλύζει από έναν γκρεμό, έναν γκρίζο βράχο που υψωνόταν στη μια πλευρά. Ένα μέρος ιδανικό".
Αλβανία. Η κατεστραμμένη πλέον οθωμανική γέφυρα της Droja κοντά στo Mamurras στην περιοχή Kurbin (Φωτ.: Edith Durham). "... η συνηθισμένη τουρκική γέφυρα χωρίς στηθαίο, απότομη και στενή, της οποίας η τολμηρή κομψότητα του σχεδιασμού συγχωρεί το γεγονός ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από πεζούς επιβάτες και είναι πολύ άβολη ακόμη και γι' αυτούς. Το μεγαλοπρεπές ύψος της μεσαίας αψίδας την ανεβάζει ψηλά πάνω από τις άγριες πλημμύρες του χειμώνα". (Edith Durham, High Albania,1909)
Αλβανία. Η Edith Durham με την ομπρέλα της συνομιλεί με μερικούς ορεσίβιους μιας φατρίας (Φωτ.: Edith Durham, 1913). "Όταν σηκώθηκα για να φύγω, ο γέρος ρώτησε αν είχαμε που να κοιμηθούμε τη νύχτα. "Είμαστε φτωχοί. Λίγο ψωμί, αλάτι και την καρδιά μας είναι τα μόνα που μπορούμε να προσφέρουμε, αλλά είστε ευπρόσδεκτοι να μείνετε όσο θέλετε". Μου έδωσε χαρά να ξέρω ότι ακόμη και στις πιο πικρές γωνιές της γης υπάρχει τόση ανθρώπινη καλοσύνη". (Edith Durham, High Albania,1909)
Αλβανία. Shkodra. Σλάβες από το χωριό Βράκα βόρεια της Σκόδρας, με κοχύλια στα μαλλιά τους (Φωτ.: Edith Durham, 1913). "Η Βράκα, το μοναδικό ορθόδοξο σερβικό χωριό της περιοχής, βρίσκεται μιάμιση ώρα βόρεια της Σκόδρας στην πεδιάδα. Οι κάτοικοι χάρηκαν ιδιαίτερα που μπόρεσα να μιλήσω μαζί τους και άρχισαν αμέσως να μου μαγειρεύουν ένα γεύμα. Θα ήταν ντροπή, είπαν, να τρώω το δικό μου φαγητό στο χωριό τους... Οι άνθρωποι παραπονέθηκαν πολύ για τις διώξεις των μουσουλμάνων. Τα σπίτια ήταν γεμάτα τουφέκια. Η Βράκα, είπε ο οικοδεσπότης μου, αποτελείται από διάφορες οικογένειες που είχαν φύγει, επειδή "χρωστούσαν αίμα", από τη Βοσνία και το Μαυροβούνιο πριν από διακόσια περίπου χρόνια. Αριθμούν τώρα περίπου χίλιες ψυχές... Αν δεν υπήρχαν οι μουσουλμάνοι θα ζούσαν πολύ καλά, αλλά ούτε ένας από τους άνδρες της Βράκας δεν θα μπορούσε τώρα να πάει στη Σκόδρα. Θα τους πυροβολούσαν στο δρόμο. Οι γυναίκες έπρεπε να κάνουν όλες τις δουλειές του παζαριού. Πρόσθεσε φιλοσοφικά: "Οι μουσουλμάνοι έχουν σκοτώσει πολλούς από εμάς, αλλά, δόξα τω Θεώ, έχουμε κι εμείς πυροβολήσει πολλούς από δαύτους". (Edith Durham, High Albania, 1909)
Αλβανία. Rapsha. Μια 47χρονη ορκισμένη παρθένα από τη Rapsha στην περιοχή Hoti (Φωτ.: Edith Durham, 16 Μαΐου 1908). "Εδώ βρήκαμε μία από τις Αλβανίδες παρθένες που φορούν ανδρικά ρούχα. 'Ηρθε όταν σταματήσαμε για να ποτίσουμε τα άλογα - μια αδύνατη, ευκίνητη, δραστήρια γυναίκα σαράντα επτά ετών, ντυμένη με πολύ κουρελιασμένα ρούχα, παντελόνι και παλτό. Διασκέδασε ιδιαίτερα που την φωτογραφίζαμε και οι άνδρες την πείραζαν για την "ομορφιά" της. Είχε ντυθεί σαν αγόρι, είπε, από τότε που ήταν παιδί, επειδή το ήθελε και ο πατέρας της την άφησε. Κορόιδευε τον γάμο - όλες οι αδελφές της ήταν παντρεμένες, αλλά εκείνη ήξερε καλύτερα... Μου φέρθηκε με την περιφρόνηση που φαινόταν να πιστεύει ότι άξιζαν όλα τα μεσοφόρια - μου γύρισε την πλάτη και αντάλλαξε τσιγάρα με τους άνδρες, με τους οποίους φερόταν εγκάρδια". (Edith Durham, High Albania, 1909)
Μαυροβούνιο. Njeguši. Ο οδηγός της Edith Durham, Krsto Pejović, παίζει gusle (lahuta στα αλβανικά) στο Njeguši του Μαυροβουνίου (Φωτ.: Edith Durham, Μάρτιος 1905). "Το Njeguši δεν μπορεί παρά να κάνει την πιο ζωντανή εντύπωση στο μυαλό, γιατί είναι η είσοδος σε έναν κόσμο καινούργιο και παράξενο. Η μικρή λιθόστρωτη αίθουσα του πανδοχείου, όπου κρέμονται τα πορτρέτα του πρίγκιπα, του τσάρου και της τσαρίνας της Ρωσίας, η σειρά από γεμάτα περίστροφα στον πάγκο, ο τυφλός μουσικός που κάθεται οκλαδόν δίπλα στην πόρτα και τραγουδάει το μακρόσυρτο μονότονο άσμα του, ενώ ξύνει τη μονόχορδη gusle του, και οι ψηλοί, αξιοπρεπείς άνδρες με τη γραφική τους ενδυμασία, όλα ανήκουν σε μια άγνωστη ύπαρξη, και ο κόσμος που πάντα γνωρίζαμε έχει μείνει πολύ πιο κάτω, στους πρόποδες του βουνού. Στο Njeguši αισθάνεται κανείς ότι έχει έρθει πολύ μακριά από την Αγγλία. Στην πραγματικότητα, είναι εύκολο να ταξιδέψει κανείς πολύ μακρύτερα χωρίς να είναι τόσο μακριά. Ωστόσο, η αγάπη των Μαυροβούνιων για την ελευθερία και το fair play και το αίσθημα τιμής των Μαυροβούνιων με έκαναν να αισθάνομαι πιο άνετα σε αυτή τη μακρινή γωνιά της Ευρώπης από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ξένη χώρα". (Edith Durham, Μέσα από τη χώρα των Σέρβων, 1904).