Ο Κότας
→Στο λύκειο «τα είχα», ας πούμε, με έναν σκεητά που τον φώναζαν «Kότα». Δεν ξέρω γιατί. Η μάνα του Κότα είχε πεθάνει μερικούς μήνες πριν, κι εκείνος ήθελε να κάνει τατού το πρόσωπό της στο στήθος του, είχε πολλά τατού γενικά. Ήταν άφραγκος σε εκείνη τη φάση, είχε φτιάξει το σκίτσο και του λείπανε 50.000 δραχμές. Εγώ ήμουνα πολύ καψούρα γιατί άκουγε καφρίλες, και είχα μαζέψει αρκετά λεφτά από μικρή -για κάποιον λόγο έκανα αποταμίευση από τα 12 μου- οπότε του είπα «άμα θες, στα δίνω εγώ!». «Θα δούμε» μου λέει. Δύο μέρες μετά μου σκάει το παραμύθι ότι είναι μπερδεμένος και τέτοια. Εγώ στενοχωριέμαι αρκετά, αλλά οk, τώρα που το σκέφτομαι δεν ήταν και τίποτα σοβαρό. Μερικές μέρες μετά με παίρνει τηλέφωνο για να ξαναβρεθούμε! Δίνουμε ραντεβού Σύνταγμα όπου σκάω γκομενάρα, με σατέν μαύρο κολλητό παντελόνι Ζάρα και φούξια κοντή Replay μπλούζα, έτοιμη για το μεγάλο «συγγνώμη, ήμουν τρόμπας». Έρχεται... Αγκαλιά...
Κότας: «Ήθελα να σε δω, μου έλειψες, τι κάνεις;»
Εγώ: «Κι εμένα μου έλειψες!»
Κότας: «Και μια που σε βλέπω, μπορείς να μου δώσεις εκείνα τα λεφτά για το τατού;»
Εγώ: «Εεεεε, ναι!»
Γκλουπ!
Του δίνω τα πενήντα και από τότε δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε, αν και νομίζω ότι τον είχε πάρει το μάτι μου σε ένα live Hatebreed. Ίσως να κόλλησε τίποτα από τη βελόνα του τατουατζή, αν όχι,
Κότα, τα λεφτά μου πίσω!!!
Sugahspank
Κλινική, γλυκειά κλινική
→Η εικόνα απόλυτης καψούρας που 'χει κολλήσει στο μυαλό μου είναι εκείνες οι λαϊκές τραγουδίστριες στο βιβλίο Αυτή η νύχτα μένει. Ξεκινούσαν περιοδεία στην επαρχία για να βρουν «έναν μαλάκα αγρότη με Μερτσέντες» και κατέληγαν τυφλά ερωτευμένες - πάνω στο τρακτέρ και δίπλα στον αγρότη, να διασχίζουν την πόλη κάθε ξημερώματα.
Δεν το 'χω, μου λείπει το γονίδιο της καψουροτραγωδίας. Οι φίλοι μου με φωνάζουν κορίτσι-ρομπότ, η οικογένειά μου με θεωρεί αναίσθητη και εξυπνάκια και όλοι μαζί μού κρύβουν τα γκομενικά βατερλό τους, επειδή τους ξενερώνω («τον κλάψαμε-τον θάψαμε-τον ξεχάσαμε, τέλος», «δεν έχει νόημα τι θα κάνεις, δεν μπορείς να κάνεις τί-πο-τα», «απλά δεν σε γουστάρει» κ.λπ.). Θυμίζω, λέει, τις ρεπλίκες του Blade Runner, είμαι ανίκανη να περάσω το τεστ της συναίσθησης για πλάσματα που βασανίζονται, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού μου.
Ok, κάποτε καψουρεύτηκα. Τι να λέμε; Χάλια ήταν. Διασκέδαζα μέχρι θανάτου, χωρίς να διασκεδάζω. Χόρευα ώσπου να εξαϋλωθώ, αλλά χωρίς να βγαίνω ούτε στιγμή από το σώμα μου. Τα ακουστικά έπαιζαν βάναυσο techno στο ντους, στο γραφείο, στον ύπνο. Περπατούσα χιλιόμετρα. Εξουθένωνα το σώμα μου. Εξουδετέρωνα το μυαλό μου. Δεν έκανα όνειρα. Ήταν σαν αυτισμός. Όχι σαν αυτισμός. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα από όσα συνέβησαν, ούτε πώς περιήλθα σε αυτή την κατάσταση. Το χειρότερο με την καψούρα είναι ότι ούτε νιώθεις καλά, αλλά ούτε εύχεσαι να σου περάσει. Δεν θέλεις να ξε-ερωτευτείς, να ξαναερωτευτείς ή να κάνεις σεξ με άλλον άνθρωπο. Γράφεις από πάνω μέχρι κάτω «κατειλημμένο», σαν φωτεινή επιγραφή του Λας Βέγκας, και κανείς δεν σε πλησιάζει. Αδύνατον να ξεφύγεις. Διότι το θέμα για μένα ήταν να ξεφύγω από την καψούρα, όχι να αφεθώ. Εγώ είμαι για απλά πράγματα, καλολαδωμένες σχέσεις, όχι μπερδεμένα καλώδια.
Ένας φίλος από τη Βιέννη μου εξηγούσε πως όταν κατάλαβε πόσες ελληνικές λέξεις υπάρχουν για την αγάπη έπαθε πλάκα και είπε «εδώ θα μείνω, διότι εμείς τι έχουμε; ένα απλό "ιχ λίμπεντιχ"». Έμεινε, αλλά φυσικά δεν μπορούσε να καταλάβει την έννοια λέξεων που δεν ένιωσε ποτέ. Μετά από καιρό μου 'στειλε ένα CD: είχε το «Violently Happy» της Bjork δέκα φορές απανωτά κι έγραφε στο εξώφυλλο με μικρά αβέβαια γραμματάκια «kapsura»: «Ξαφνικά αυτή η μικρή πόλη δεν χωράει μεγάλα αισθήματα / προκαλώ τους ανθρώπους να πηδήξουμε από τις στέγες / αν δεν έρθεις γρήγορα θα κάνω κακό στον εαυτό μου/ είμαι βίαια ευτυχισμένος». «Κλινική» καψούρα. Αυτόν έπρεπε να παντρευτώ...
Μελίτα Κάραλη
Θέλει την ισχύ της νεότητας
→Για έρωτες και πάθη και καταστροφές και τόση ενέργεια που πήγε... Πού πήγε; Ας μιλήσουν άλλοι για τις χαρές της πανωλεθρίας. Εγώ τίποτα δεν θυμάμαι... τις λίγες αναμνήσεις που είχαν ξεμείνει κάτω από το χαλί τις ανακάλυψα ένα Σάββατο πρωί κι ήταν πιο άχρηστες από σκατά σκύλου μια νύχτα χωρίς φεγγάρι. Τέλος πάντων... οι μεγάλοι έρωτες στα σίγουρα χρειάζονται την ισχύ της νεότητας. Τι ρωτάτε μεγάλους ανθρώπους να σας πουν; Η μνήμη δεν είναι ο ιδανικός αυτόπτης μάρτυρας, αλλά κι αν ήταν πάλι για το φονικό θα μιλούσε. Ο έρωτας χρειάζεται την αθωότητα του πρωτοειδωμένου, όπως ο δράκουλας το αίμα της παρθένας. Κατά τα άλλα, νομίζω πως ήμουν εγώ που περπατούσα γυμνή στους δρόμους, που νόμιζα πως το μπαλκόνι βρέχεται από τη θάλασσα των Σαργασσών, πως τα δάχτυλά μου είχαν τη δύναμη που έχουν τα δάχτυλα του θεού στον θόλο της Καπέλα Σιστίνα, ότι δικά μου ήταν τα μάτια που έβλεπαν τον κόσμο πίσω από μια πολύχρωμη πρισματική βροχή και άλλα τέτοια ανατριχιαστικά απομεινάρια νεανικών ερώτων. Ως εκ τούτου, εγώ δεν θα πάρω τη δουλειά για το διαφημιστικό σποτ του άγιου τρέχα γύρευε. Αν, όμως, ποτέ σας χρειαστεί, μπορώ να κάνω ένα για τη μεγάλη αγάπη.
Κάτια Δημοπούλου
Μακριά από μένα
→Ο γερογάτος μου ο Ψίτης έχει ξεμωραθεί. Όλο κοιμάται, αποζητά μόνο χάδια και αγκαλιά. Πριν 15 χρόνια καψουρεύτηκε σφόδρα την Ψίψη, μια λευκή Σιαμαία, που η ομορφιά της ανταγωνιζόταν τον κακό χαρακτήρα της. Του έκανε τη ζωή μαύρη. Αυτός σερνόταν από πίσω της, νιαούριζε, είχε νεύρα. Κάποτε η Ψίψη την κοπάνησε για πάντα, οπότε ο άμοιρος γάτος μου έπαψε να γκρινιάζει. Σταμάτησε να τρώει. Σιωπηλός πάνω μου με κοίταζε θλιμμένος με τα κίτρινα μάτια του, μέχρι που με τον καιρό ξανάρθε στα ίσια του κι όλα γίναν καλύτερα.
Εγώ, όποτε καψουρεύτηκα, τα ίδια πέρασα. Μου συνέβη εφτά φορές μέσα σε είκοσι δύο χρόνια. Περισσότερα από δεκατέσσερα έζησα μέσα στα δίχτυα της καψούρας. Και τις εφτά φορές, βρήκα δεν βρήκα ανταπόκριση, σαν το χταπόδι χτυπήθηκα. Έκλαψα, ξόδεψα ώρες πάνω από τηλέφωνα, πήρα αεροπλάνα και τρένα, παρακάλεσα, ξεφτελίστηκα... Όλα προκειμένου να δικαιωθεί ο εγωισμός κι όλα τα ταπεινά συναισθήματα που κρύβονταν μέσα μου. Τις πρώτες φορές η κατάσταση αυτή κρατούσε πολύ... Μέχρι και τρία χρόνια με τυραννούσε η μανία, αφυπνίζοντας κόμπλεξ, αφού στα πρόσωπα που ποθούσα καθρεφτιζόντουσαν όλα όσα πίστευα ότι μου έλειπαν. Πότε καλοσύνη, άλλες φορές εξυπνάδα, άλλοτε μόρφωση, ομορφιά, χρήματα... Για να αντέξω την ήττα το 'ριχνα στο ποτό ή άκουγα καψοτράγουδα που πριν σιχαινόμουνα (όλοι οι στίχοι λες κι είχαν γραφτεί για μένα). Ή έπαιρνα τους δρόμους μέσα στη νύχτα...
Ώσπου στα σαράντα κατάλαβα. Χρειάστηκε να παίξω μέχρι και ξύλο για να πάρω το μάθημα.
Κι έκτοτε ηρέμησα. Γιατί έπαψα να ελπίζω. Σταμάτησα να περιμένω από τους άλλους να μου χαρίσουν την ευτυχία. Μα το πιο σημαντικό... Δεν χρέωνα πια σε κανέναν τίποτα. Κανείς δεν ήταν υποχρεωμένος να δώσει κάτι, αν δεν το αισθανόταν. Κι εγώ τα ίδια δεν έκανα;
Κλείστηκα λοιπόν στο καβούκι μου κι αποδέχτηκα τη μοναξιά, νιώθοντας τυχερός αν μου χαριζόταν μια τρυφερή κουβέντα ή μια περιστασιακή ερωτική νύχτα. Έτσι, όλα απλουστεύτηκαν. Έγιναν πιο υποφερτά. Άδειασε χώρος και για άλλα πράγματα εκτός από τον εγωκεντρισμό της καψούρας μέσα μου.
Δεν καταλαβαίνω όσους εξυμνούν την καψούρα. Ποτέ να μη τη ζούσα! Κατά βάθος, πάντοτε η καψούρα από μόνη της μου έμοιαζε σαν ασθένεια. Δεν μου λείπει η υστερία της, η οδύνη της, η θλίψη, ούτε το ξεμώραμα... Ούτε κι η παραληρηματική ευφορία, που όμως μια λέξη αρκεί για να περάσεις αντίπερα, να σε πιάσει αγωνία, να έχεις ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας.
Μακριά από μένα. Παρ' όλα αυτά, δεν μετανιώνω. Γιατί από τους ιστούς της κι από την πληγωμένη μα ευλογημένη μοναξιά που την ακολούθησε έμαθα να εκτιμώ την αγάπη και τον πραγματικό έρωτα. Γιατί άλλο έρωτας κι άλλο η καψούρα. Έπρεπε να καταλάβω τη διαφορά για να είμαι καλά. Σήμερα δεν είμαι πια μόνος. Είμαι όμως πιο καλά από ποτέ. Δίχως απόγνωση κι υστερίες. Ήρεμα κι απλά.
Πέτρος Μπιρμπίλης
Contemporary thoughts
→Oμολογία προσωπικής εμπειρίας με την καψούρα δεν υπάρχει. Είναι το θέμα στο οποίο όλοι έχουν τη δική τους άποψη, τόσο ολόιδια όσο και διαφορετική, αλλά σίγουρα εντελώς διαμορφωμένη. Σε αυτήν δεν χωρούν άλλες ερμηνείες.
Ακόμη και αν με περιέργεια διαβάζεις τη δική μου εμπειρία, κατανοείς τη δική σου. Ακόμη και αν ψάχνεις το δικό μου ορισμό, έχεις ήδη κατασταλάξει τον δικό σου. Από τα πρώτα λόγια μου θα με αντικρούσεις και μετά θα συνεχίσεις να με διαβάζεις ανακαλύπτοντας πως με ό,τι λέω θα συμφωνείς, γιατί δεν θα διαβάζεις πια εμένα. Θα αναμασάς ό,τι έχεις νιώσει ειπωμένο στις λέξεις μου, στις λέξεις, όπου να ‘ναι. Από τη στιγμή που το βίωσες έχει γραφτεί ανεξίτηλα στο μυαλό σου. Να το παρακάμψεις δεν γίνεται γιατί εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ… ακόμη και αν οι λέξεις εμπεριέχουν και τους δυο μας - εμένα την ερωτευμένη και εσένα τον διστακτικό, και ταυτόχρονα το αντίστροφο. Το κείμενο είναι η πρόφαση. Το ίδιο και οι γενικότητες για το θέμα. Για να θυμηθείς τα δικά σου.
«Αγαπώ, και με πάθος, θέλω τον ίδιο άνθρωπο για δέκα χρόνια» λέω με διάπλατο χαμόγελο σε μια συζήτηση βραδινή και ζαλισμένη περί “καψούρας”, ίσως και στη συζήτηση που ανακοινώνεται αυτό το αφιέρωμα…
«Εσύ;» έρχεται η απάντηση, βίαια και φωναχτά. «Αποκλείεται! Έτσι νομίζεις, δεν δείχνεις καθόλου απελπισμένη».
Και όταν τα λόγια μου απελευθερώνονται, όπως γίνεται καμιά φορά τα βράδια και πείθω ξανά τους φίλους μου, έρχονται -ξανά - και οι συμβουλές. Οικείες και ξένες όχι για αυτό που νιώθω αλλά για κάτι που όλοι ένιωσαν ξεχωριστά και ήθελαν να το αντιμετωπίσουν, ή να το είχαν αντιμετωπίσει, διαφορετικά.
«Τράβα γραμμή, πήγαινε πίσω, πήγαινε μπροστά, πες του να έρθει, πες του να φύγει, μην κάνεις τότε άλλα με άλλους άντρες, δείξε αδυναμία ή δείξε δύναμη, δεν αξίζει τόσο για σένα, δεν κάνει για σχέσεις, ή κάνει για σχέσεις, και κυρίως εξαφανίσου να σε κυνηγήσει και θα δεις τι θα πάθει».
Τότε η ψυχή μου ζεσταίνεται. Καταρχήν γιατί οι φίλοι μου με αγαπούν. Επίσης γιατί είμαστε όλοι αδύναμοι. Και πού και πού, με τον τρόπο μας, το ομολογούμε μεταξύ μας. Αλλά περισσότερο γιατί θυμάμαι στιγμιαία εσένα, και πόσο καλά είμαι που έχω καταφέρει ακόμη να σε θέλω. Ακόμη και αν είναι ανάμεσα σε άλλα, και μέσα ή πέρα τους.
Ένα διάπλατο χαμόγελο σκάει στα χείλη μου, από αυτά που δεν κρύβονται με τίποτα, λες και οι μύες του προσώπου έχουν μπει σε δική τους τροχιά. Δεν ήμουν ποτέ καλή στις συμβολικές μελλοντικές επενδύσεις, αλλά συνήθως ζω ιδιαίτερα άνετα. Πόσο λυπάμαι αυτούς/αυτές που βιώνουν την καθημερινότητα χωρίς να ξέρουν έντονα σε ποιον θέλουν να τη διηγηθούν, ακόμη και αν αυτός δεν είναι πάντα διαθέσιμος να την ακούσει. Πόσο λυπάμαι και τους άλλους/άλλες που αποποιούνται τα δυνατά τους συναισθήματα και τα σκοτώνουν στην υπόσχεση μιας πιο βατής λύσης. Εξάλλου γίνονται όλα μαζί! Και το χειρότερο, το πιο συχνό…. Αυτούς/αυτές που υιοθετούν έναν ακατάδεκτο και απόμακρο εαυτό, κλεισμένο ερμητικά, προκειμένου να προσελκύσουν το αντικείμενο του πόθου και με στρατηγική να το σιγουρέψουν δίπλα τους τα επόμενα χρόνια ! Κάτι σαν θέση στο δημόσιο, ώστε να περάσουν την περίοδο της σύνταξης στα γεράματα μαζί. Ξαφνικά το κομπιούτερ μου μιλάει, «go to sleep, baby, it’s late» γράφει στο facebook chat, διεκδικώντας μια οικειότητα της οποίας δεν τέθηκε το πλαίσιο ακόμη, ένας άντρας που γνώρισα τελευταίως από κοντά στον ευρωπαϊκό βορρά… Πέφτει διάνα στον τρόπο προσέγγισης. Στη βραδινή μοναξιά και πέρα από το δεκάχρονο ανοικανοποίητο, προς το παρόν έρωτά μου, μια γλυκιά πραγματικότητα είναι καμιά φορά ο από μηχανής θεός… Αφήνω λοιπόν το κείμενο και συνεχίζω τη συζήτηση με τον λίγο γνωστό μου που άνοιξε με το έτσι θέλω μια πόρτα της καριδάς . Και αυτό γιατί προς το παρόν το μέλλον είναι «πάντα» αβέβαιο.
by Robert Browning
Escape me?
Never—
Beloved!
Μαρίνα Φωκίδη
σχόλια