Κοιτάζοντας πίσω, είμαι σίγουρος: τα όνειρα της φυγής που με έτρεφαν για δεκατίες φούντωσαν πια μέσα μου όταν έφτασα στο Cambridge για μεταπτυχιακές σπουδές, το φθινόπωρο του 2000. Μέχρι τότε, τα είχα εξευμενίσει ταξιδεύοντας σποραδικά. Όμως η φοιτητική ζωή δεν ήταν μόνο συνώνυμη με περιορισμένη οικονομική ευχέρεια, αλλά και με τις παρέες και τις συνακόλουθες διακοπές μας σε ελληνικά νησιά (κανείς δεν ενδιαφερόταν να ταξιδέψει παραπέρα). Και κυριότερο, με την προσπάθειά μου να αποτάξω τα εκκεντρικά μου γούστα και όνειρα και να «προσαρμοστώ» σε μια ζωή πιο συμβατική.
Τότε ακόμη με ένοιαζε πρωτίστως η «αποδοχή». Χωρίς να καλοσκεφτώ το γιατί, αποφάσισα να επιδιώξω νομική καριέρα. Ποιος, εγώ που δεν μπορώ να καθίσω σε γραφείο και που δε διακρίνομαι ούτε από υπομονή ούτε από διπλωματικότητα. Και σίγουρα όχι από τη σοβαροφάνεια που, αν μη τι άλλο, πρέπει να διέπει ένα δικηγόρο. Έφτασα πάντως στο Cambridge μες στην καλή χαρά – είχα πετύχει το στόχο της αποδοχής μου σε ένα «πρώτης τάξεως» πανεπιστήμιο – και την επίπλαστη ηρεμία που εμπνέει η έλλειψη συγκεκριμένου στόχου αλλά αυτογνωσίας. Νομίζω πως άφηνα το χρόνο να κυλά και να με παρασύρει, χωρίς ερωτήσεις για το αύριο.
Προσγειώθηκα μάλλον απροετοίμαστος στο περιβάλλον του Cambridge. Περισσότερο από τους συμφοιτητές μου της νομικής, που τους έβρισκα συχνά αφόρητα ανιαρούς, συναναστρεφόμουν με εκείνους των ανθρωπιστικών σπουδών – ένα περιβάλλον πολυθενικό, καλλιεργημένο και ασυμβίβαστο. Ανώμαλη προσγείωση. Είδα το μικρό κόσμο βεβαιοτήτων μου να γκρεμίζεται σιγά σιγά και το χαλί, κάτω από το οποίο είχα κρύψει επιμελώς όλα τα φλέγοντα ερωτήματα, να εκτοξεύεται στο ταβάνι. Καταστροφή.
Από το χρόνο εκείνο του Cambridge περνούν από μπροστά μου εικόνες: Ο ήχος από τα τακούνια των παπουτσιών μου στο πλακόστρωτο του Κολλεγίου του Αγίου Ιωάννη, καθώς τρέχω να προλάβω ένα ραντεβού. Τα ατέλειωτα απογεύματα με την Ε στην κολλεγιακή βιβλιοθήκη, αγκαλιά με τα συγγράματα και τους κώδικες δικαστικών αποφάσεων. Τα πάρτυ στα κολλέγια, τα κανώ στον ποταμό και τα μικρά, σκοτεινά φοιτητικά καφέ. Η νευρική κρίση της Ε (δε θα περάσω, δε θα τα καταφέρω!). Τα επίσημα κολλεγιακά γεύματα, όπου φορούσαμε τις τηβέννους, και οι βόλτες μέσα σε ανθισμένους κήπους. Αλλά και οι ατέλειωτες ώρες στο ίντερνετ και στα βιβλιοπωλεία, αγοράζοντας ταξιδιωτικούς οδηγούς και διαβάζοντας για χώρες που καιγόμουν, κυριολεκτικά, να επισκεφτώ.
Μέχρι τότε είχα κάνει ταξίδια εύκολα, κοντινά. Δε γνώριζα ακόμη πόσο με συναρπάζουν ο ήλιος και η σκόνη της Μέσης Ανατολής, τα λιμάνια της Ευρωπαϊκής μεσογείου – αν και το φανταζόμουν από τα βιβλία. Ήξερα μόνο πως η Αγγλία και όλη η Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη μου φαινόταν ένας αργός, γκρίζος θάνατος, και η Αθήνα ένα φέρετρο από το οποίο πάσχιζα να αποδράσω. Όσο για τους Έλληνες, συγκρίνοντάς τους με νέους από άλλες χώρες της Ευρώπης μου φαίντονταν πολύ φιλόδοξοι αλλά με έναν επιφανειακό, συμβατικό και καθόλου φιλόδοξο τρόπο. Με έπνιγαν.
Τα συγκλονιστικότερα ταξίδια τα είχα κάνει μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Αυτές, εξάλλου, είναι και οι ευκολότερες και οικονομικότερες διαφυγές, που σπανίως σε απογοητεύουν! «Η πραγματική μου ζωή φαίνεται πως περνά στα βιβλία και τα όνειρα» έγραψε ο Lawrence Durrell, και με λύπη μου σκεφτόμουν πως η αποστροφή μου ταίριαζε γάντι. Στο Cambridge πάτησα πόδι. Θέλω να ζήσω τον πραγματικό κόσμο, για τον οποίο δεν έχω ιδέα μαύρη, και όχι να ζω μέσα από τις σελίδες των βιβλίων, απεφάνθην. «Εκεί» βρίσκεται ένας σαγηνευτικός κόσμος και έπρεπε να αποδράσω για να τον γνωρίσω. Σιγά σιγά το αποφάσισα: έπρεπε, μόλις πάρω το πτυχίο μου, να παρατήσω τα πάντα για ένα χρόνο και να κάνω ένα Gap Year, όπως τόσοι Ευρωπαίοι συμφητοιτές μου.
Άρχισαν τα μακρά τηλεφωνήματα στο σπίτι, συνήθως από το καρτοτηλέφωνο που βρισκόταν στο υπόγειο της νομικής σχολής, του πρωτοποριακού γυάλινου κτιρίου του Sir Norman Foster που ο άντρας της πλύστρας της εστεμμένης (ξέρεις, ο Φίλιππος ο κηφήνας ο Κερκυραίος) το παρομοίωσε με γιγάντιο θερμοκήπιο. Στο άκουσμα του gap year έπεσε στο σπίτι μου θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Η κεραμίς μεγίστη. «Γι’ αυτό σε στείλαμε στο Cambridge, για να πάρεις για ένα χρόνο τους δρόμους κλπ. κλπ.» Εγώ πάλι μουλάρωσα όπως δεν είχα ξαναμουλαρώσει.
Άρχισα, βλέπεις, σιγά σιγά να προσαρμόζομαι στις πραγματικές μου επιθυμίες. Να καταλαβαίνω και να συμβιβάζομαι με το γεγονός πως μια δουλειά γραφείου, με σακάκι και γραβάτα και πελάτες και επαγγελματικά ραντεβού, ε, δεν ήμουν εγώ! Έστω και καθυστερημένα, έπρεπε να βρω κάτι άλλο να κάνω με τη ζωή μου. Και δεν περίμενα να το βρω αμέσως. Έπρεπε να πειραματιστώ. Κάτι μέσα μου εξεγειρόταν. Δεν είναι άτοπο να περιμένει κανείς από ένα νέο στα 17 ήδη να δεσμευτεί επαγγελματικά, έστω μέσω των σπουδών; Και με τόση λίγη εμπειρία του κόσμου; «Μπορεί να έφαγα αδιαμαρτύρητα όλη την παπαγαλία των πανελλαδικών, αλλά τώρα θα πάρω τα πάντα στα χέρια μου».
Έπεσα πάνω στο χάρτη. Προτιμώ να δουλέψω για δυο χρόνια σε NGO στην Αφρική, σε μπαρ στο Μπουένος Άιρες ή το Τελ Αβίβ, σε βιβλιοπωλείο στο Σίδνεϊ, να πουλάω σουβενίρ στη Βαρκελώνη, σε κάποια ρεσεψιόν, να κλειστώ για μήνες σε μοναστήρι στο Σινά ή το Θιβέτ, παρά να καταλήξω σε γραφείο. Αστειεύεσαι; Να πεθάνω προτιμώ. Αθήνα, και σε γραφείο, δε γυρίζω. Το είπα και το εννούσα, προς μεγάλη φρίκη της οικογένειας.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για τις εξετάσεις του Master της Νομικής, άνοιξα χάρτες και οδηγούς και άρχισα να καταστρώνω δρομολόγια. Gap year. Ένας χρόνος ταξιδιών και όπου με βγάλει. Και τι διάλο, κάπου θα με έβγαζε, ήμουν σίγουρος. Κάτι καλύτερο θα έβρισκα να κάνω από τη βαρετή, στρωμένη καριέρα σε μια νομική εταιρία. «Χ...κα και για τα λεφτά» είπα, και εννοούσα για τους παχυλούς μισθούς που, υποτίθεται, θα πέρναμε ως εξειδικευμένοι δικηγόροι (εγώ στο διεθνές εταιρικό και φορολογικό δίκαιο, σε παρακαλώ).
Τα χρήματα όμως ήταν και το βασικό πρόβλημα για το gap year. Για να ταξιδέψεις, έστω και με τον πιο μποέμ και φτηνό τρόπο, σου είναι απαραίτητα. Ή θα τα έχεις μαζέψει, ή θα ταξιδέψεις δουλεύοντας. Μόλις αποφοίτησα (και με καλό βαθμό, η προσμονή της φυγής με είχε γεμίσει ενέργεια) ταξίδεψα στη Βαρκελώνη, δώρο των γονέων μου. Αμέσως μετά, βρέθηκα μόνος με τα σχέδιά μου, και την εχθρική στάση του σπιτιού. Τρόπο να εξοικονομήσω χρήματα βρήκα πολύ γρήγορα. Σιγά που δε θα βρισκα. Δε με οδήγησαν όμως στο Gap Year, αλλά στην Πόλη. Για την αναπάντεχη αυτή αλλαγή πορείας θα σου μιλήσω σε λίγο.
σχόλια