Ποτέ άλλοτε δεν θυμάμαι τo παρελθόν να ήταν τόσο ελκυστικό και δη αναφορικά με συνθέτες και τραγουδιστές του ελαφρού τραγουδιού που διέπρεψαν προπολεμικά – και έως τη δεκαετία του ’60. Ο Αττίκ, ο Μιχάλης Σουγιούλ, η χρυσή εποχή της αθηναϊκής επιθεώρησης, η Στέλλα Γκρέκα, τώρα η Σοφία Βέμπο, γίνονται πρωταγωνιστές παραστάσεων ή μουσικών αφιερωμάτων που γνωρίζουν μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό. Και αν είναι κατανοητή η απήχηση της παράστασης για τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη ή για τη Μελίνα Μερκούρη (και οι δύο στο θέατρο Badminton και σε μεγάλη περιοδεία στην περιφέρεια), αφού πρόκειται για δύο προσωπικότητες ασυνήθιστου εύρους και με έντονη παρουσία στην πολιτική ζωή του τόπου, το ξαφνικό ενδιαφέρον για σημαντικές πλην όμως για καιρό ξεχασμένες μορφές του εγχώριου μουσικού θεάτρου και του (ευρωπαϊκού τύπου) ελαφρού ελληνικού τραγουδιού προκαλεί απορία.
Η κοινωνιολογία του γούστου έχει δείξει πώς οι ισορροπίες μεταβάλλονται και οι κυρίαρχες παράμετροι αλλάζουν ανάλογα με το zeitgeist, το πνεύμα της εποχής. Όταν το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία το 1981, οι λαϊκές τάξεις βρέθηκαν για πρώτη φορά στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος, και πράγματι σ’ αυτές βασίστηκε ο «λαοπλάνος» ηγέτης του, «ο μάγκας που με πάθος χόρευε ζεϊμπέκικο» και παθιαζόταν με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Το πνεύμα της εποχής ήθελε ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι και είναι ενδεικτικό το εξής γεγονός: ο Κώστας Γιαννίδης, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες της ελληνικής μουσικής σκηνής του 20ού αι. και δημιουργός μεγάλων επιτυχιών (μεταξύ άλλων των «Κάποιο μυστικό», «Καλό σου ταξίδι», «Θα ’ρθω μια νύχτα με φεγγάρι», «Λίγα λουλούδια αν θέλεις στείλε μου», «Λες και ήταν χτες», «Τα δικά σου τα μάτια», «Πάμε σαν άλλοτε», «Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», «Όλο μου λες πως πια δε μ’ αγαπάς» κ.ά.), πέθανε μία μέρα πριν από τον σπουδαίο Βασίλη Τσιτσάνη – στις 17 Ιανουαρίου του 1984 ο πρώτος, στις 18 Ιανουαρίου του ίδιου έτους ο δεύτερος. Για τον Τσιτσάνη έγιναν –δικαίως– πλούσια αφιερώματα στον Τύπο και στην κηδεία του παρευρέθηκε σύσσωμος ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος. Για τον Γιαννίδη, αντιθέτως, οι λέξεις ήταν λίγες, όπως και ο κόσμος στην αποχαιρετιστήρια τελετή.
Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχω την εντύπωση ότι η κρίση των τριών τελευταίων χρόνων εξηγεί εν πολλοίς αυτήν τη στροφή στο ρετρό. Μια απώθηση έχει εκδηλωθεί προς ό,τι συνδέθηκε με την εποχή της ευκολίας και της ψεύτικης ευημερίας, που αντανακλαστικά οδηγεί σ’ ένα καινούργιο ενδιαφέρον για ό,τι στο ίδιο διάστημα είχε παραμεληθεί ή απαξιωθεί. Η οπερέτα, οι παλιές επιθεωρήσεις του ’50 και του ’60, το ελαφρό αστικό τραγούδι, ανακαλύπτονται εκ νέου. Η νοσταλγία για περασμένες εποχές, που στα μάτια μας μοιάζουν απλές και αθώες (εντάξει, δεν ήταν, αλλά τουλάχιστον τότε ήξερες ποιος ήταν ο «εχθρός» και η πίστη ότι το μέλλον θα οδηγούσε σ’ έναν καινούργιο, καλύτερο κόσμο ήταν ακόμη ζωντανή), είναι έντονη. Βλέπεις σκηνές στις παλιές ελληνικές ταινίες, σε κεντράκια με ορχήστρες που παίζουν (ευρωπαϊκό) τανγκό και ζηλεύεις – οι ρόλοι ξεκάθαροι, οι σχέσεις δεν ήταν βιαστικές, η επιθυμία δεν εξαντλούνταν σε οne night stand. Το παρελθόν δεν μπορεί να πληγώσει όπως πληγώνει το «πρόσφατο» χθες που οδήγησε στη σημερινή, συντριπτική πτώση. Επιστροφή, λοιπόν, σε αυτό που υπήρξε και άντεξε και που μπορεί ακόμη να γοητεύσει – και να εμπνεύσει μια άλλη στάση ζωής.
Ο Μιχάλης Αδάμ του θεάτρου Badminton υποστηρίζει ότι στην Ευρώπη και την Αμερική το star-system συχνά ανατρέχει στη λάμψη παλιών αστέρων – και περασμένων εποχών. Οι Γάλλοι κάνουν ταινίες για την Κοκό Σανέλ και την Εντίθ Πιαφ, εμείς γιατί έχουμε αγνοήσει τους δικούς μας μεγάλους καλλιτέχνες; Άλλωστε, δημιουργοί όπως ο Αττίκ ή περιπτώσεις όπως η Βέμπο, που σφράγισε με τη φωνή και τα τραγούδια της μια εποχή, είχαν ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και η ιστορία της ζωής τους είναι σαν μυθιστόρημα – αν τις συνδυάσεις με τα τραγούδια τους, η μουσική παράσταση που προκύπτει έχει όλα τα συστατικά για να τραβήξει το ενδιαφέρον του μεγάλου κοινού.
Εδώ παρεμβαίνει η οικονομική διάσταση. Θέατρα χωρητικότητας 1.500 θέσεων, όπως το Παλλάς, ή 2.000 θέσεων, όπως το Badminton, για να γεμίσουν απαιτούν μεγάλες παραγωγές και χορταστικό θέαμα. Η υλικοτεχνική υποδομή και η τεχνογνωσία υπάρχει, όπως και το ανθρώπινο δυναμικό που θα τις υπηρετήσει. Τα ξένα μιούζικαλ έχουν αποκτήσει το κοινό τους, αλλά δεν φαίνεται να μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο ενδιαφέρον με το εγχώριο μουσικό θέατρο και την επιθεώρηση του ’50 και του ’60, με τους μεγάλους θιάσους, τα μπαλέτα, τα πλούσια σκηνικά και τα κοστούμια – που παρέχουν ιδανικό υλικό για σύγχρονες παραστάσεις ανάλογων χαρακτηριστικών. Το ζητούμενο; Ένα ποιοτικό εμπορικό θέατρο, του οποίου όλα τα στοιχεία να είναι προσεγμένα και δελεαστικά για το ευρύ κοινό. Κι αν ο προσδιορισμός «ελαφρό» (τραγούδι) ή «εμπορικό» θέατρο ενέχουν μία υποτιμητική διάσταση, ας όψονται οι φανατικοί της υψηλής κουλτούρας, που δεν αναγνωρίζουν τη σημασία του «όπα!» στη ζωή. «Η πραγματικά καλή τέχνη, μπορεί, τελικά, να γίνεται “εμπορική”, υπό την έννοια ότι μπορεί να ανοίγεται με επιτυχία σε ευρύτερα και μεγαλύτερα κοινά. Σύμφωνα με το κλισέ, “ποιοτικός” είναι ένας εσαεί μη αναγνωρισμένος, μη λαϊκός, καλλιτέχνης που παλεύει με την έμπνευσή του σ’ ένα μικρό θέατρο. Χωρίς να λέω ότι και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει – πράγματι υπάρχουν σημαντικοί δημιουργοί που παραγνωρίζονται από την αγορά και την προκατάληψη του κοινού– δεν θεωρώ ότι είναι απαράβατος κανόνας. Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με την υψηλή τους τέχνη, είναι λαϊκότεροι και εμπορικότεροι πολλών “εμπορικών”» λέει η Αρχοντούλα Παπαναγιώτου της Ελληνικής Θεαμάτων.
Επιπλέον, με 33% ανεργία στους νέους, το ενδιαφέρον στην αγορά του θεάματος μετακινήθηκε σε μεγαλύτερες ηλικίες – οι συνταξιούχοι μπορεί να είδαν τις απολαβές τους να μειώνονται δραστικά, αλλά, όπως και να ’χει, μια σύνταξη την παίρνουν. «Το βασικό μέρος του κοινού των μουσικών παραστάσεων που έχουμε ήδη παρουσιάσει (για τον Αττίκ, την Επιθεώρηση, τον Θεοδωράκη) ηλικιακά είναι άνω των 50 χρόνων – αυτής της ηλικιακής κατηγορίας είναι, άλλωστε, το μεγάλο ποσοστό του θεατρικού κοινού εν γένει. Μην ξεχνάτε ότι με την οικονομική κρίση τα νυχτερινά κέντρα και τα μπουζούκια, όπου πήγαινες στις 12 κι έφευγες στις 5 το πρωί, αφού είχες ξοδέψει ένα σωρό λεφτά σε ουίσκι και λουλούδια, τελείωσαν. Ο Ρέμος και η Βίσση παρουσιάζουν φέτος μουσική παράσταση, ο Χατζηγιάννης παίζει σε μιούζικαλ. Κατά έναν τρόπο, η στροφή στο μουσικό θέατρο αποτελεί προσαρμογή στις νέες συνθήκες, αφού το κόστος του εισιτηρίου για μια παράσταση όπως το Θα σε πάρω να φύγουμε ή τώρα για το Η Μαρινέλλα τραγουδάει Βέμπο εξασφαλίζει διασκέδαση με προσιτό κόστος. Γι’ αυτό και η ανταπόκριση του κοινού είναι μεγάλη» καταλήγει ο Μιχάλης Αδάμ.
Το ρετρό πουλάει. Κι ας καλλιεργεί μια νοσταλγία, που στο βάθος εκφράζει τη νέα συντήρηση. Δεν πειράζει. Στις περισσότερες από 300 παραστάσεις, κάθε λογής και πρόθεσης, που παίζονται αυτήν τη στιγμή στην Αθήνα, το να υπάρχουν και 2-3 παραστάσεις τέτοιου είδους συμπληρώνει και ισορροπεί τη μεγάλη εικόνα – δεν τη χαλάει.
σχόλια