Η συζήτηση για την συγκρότηση μιας ενιαίας κεντροαριστεράς, έχει αρκετό ενδιαφέρον. Το ποσοστό πολιτών που αυτοτοποθετούνται στο χώρο αυτό είναι σαφώς ψηλότερο από την εκλογική ή/και δημοσκοπική επιρροή των υφισταμένων κομμάτων του χώρου. Άρα δυνητική βάση ψηφοφόρων υπάρχει. Επίσης, το γεγονός ότι τα δύο κόμματα του νέου διπολισμού (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) βρίσκονται (ακόμα) σε ποσοστά που δεν προεξοφλούν αυτοδυναμία, ακυρώνει τη λογική της «χαμένης ψήφου» και προσδίδει στο χώρο αυτό τον επίζηλο ρόλο του ρυθμιστή.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η συνεργασία των δυνάμεων του κεντροαριστερού χώρου μοιάζει να αποτελεί όρο πολιτικής επιβίωσής του, οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος μοιάζουν πολλές.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παράδοση συγκρότησης κόμμάτων από κινήσεις βάσης. Όλα τα κόμματα προήλθαν από πρωτοβουλία κάποιου προσώπου. Στην παρούσα φάση τέτοιο πρόσωπο όχι μόνο δεν φαίνεται να υπάρχει, αλλά, αντιθέτως, η φθορά των σημερινών πρωταγωνιστών λειτουργεί αποτρεπτικά.
Δεδομένης λοιπόν της απουσίας ενός ηγέτη ο οποίος θα μπορούσε να δρομολογήσει τις εξελίξεις, η σημασία των πολιτικών προϋποθέσεων, αυξάνεται. Από αυτές θα εστιάσω στις 4 που θεωρώ βασικότερες:
1. Διακριτό πολιτικό στίγμα και ισχυρό κοινωνικό αίτημα
2. Ξεκάθαρες διαδικασίες εσωτερικής συγκρότησης
3. Ανάδειξη του κοινού οφέλους των εμπλεκομένων
4. Συναίσθηση της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η διαφοροποίηση ως προς το πολιτικό στίγμα, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, δεν είναι ξεκάθαρη ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τα αριστερά. Ως προς τα «δεξιά», σε επίπεδο διακηρύξεων τουλάχιστον, πολλές από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές (Ευρώπη, μεταρρυθμίσεις, κλπ) είναι κοινές. Το δε περίγραμμα της ακολουθούμενης πολιτικής σε μεγάλο βαθμό αποτελεί συνέχεια επιλογών που δρομολογήθηκαν επί κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου. Σε επίπεδο διαχείρισης, τα σημεία διαφοροποίησης εστιάζονται είτε σε πολύ συγκεκριμένους χειρισμούς (κυρίως την ΕΡΤ) είτε σε θέματα περιορισμένου ενδιαφέροντος. Κατά κανόνα οι ενστάσεις αφορούν τα πρόσωπα ή έχουν αυτοαναφορικές αιτιάσεις.
Σε ό,τι αφορά τη διαφοροποίηση προς τα αριστερά, η ρητορική που προέρχεται από ένα τμήμα του παλαιού ΠΑΣΟΚ και μέρος της ΔΗΜΑΡ καλύπτεται ήδη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, αν κάποιος θέλει μια κεντροαριστερά με πιο έντονα «αντιμνημονιακά» χαρακτηριστικά (ΣΣ: θεωρώ τον όρο εντελώς αδόκιμο, αλλά κάπως πρέπει να συνεννοηθούμε) μπορεί να επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά συνέπεια, η πρώτη προϋπόθεση, δεν υφίσταται, τουλάχιστον όχι ξεκάθαρα, για τον «μέσο» και πρακτικά σκεπτόμενο ψηφοφόρο.
Σε ό,τι αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, το τοπίο είναι ακόμα πιο θολό. Στη χώρα μας συνεργασίες κομμάτων με κάποια στοιχειώδη επιρροή είδαμε μόνο στην πρώτη φάση του ενιαίου Συνασπισμού το 1989-91. Έκτοτε όχι μόνο δεν συνέβη κάτι ανάλογο, αλλά, αντιθέτως, είδαμε κόμματα με προγραμματική και ιδεολογική ταύτιση στο 90% των θέσεών τους (π.χ. Δημοκρατική Συμμαχία και Δράση στις εκλογές του 2012) να μην καταφέρνουν να συνεργαστούν με αμοιβαία καταστροφική συνέπεια. Και αυτό επειδή απόντος ενός πλαισίου συνεργασίας, επικράτησαν τα κοντόφθαλμα «βέτο» για το ρόλο των προσώπων.
Εν προκειμένω, λοιπόν, θα πρέπει να υπάρξουν απαντήσεις σχετικά με:
α) Το είδος της συνεργασίας. Μιλάμε για νέο σχήμα ή για «ομοσπονδία» υφισταμένων κομμάτων;
β) Την ηγεσία. Πώς θα αναδειχθεί; Θα εκλεγεί; Από ποιο σώμα; Θα υπάρξει αποδοχή της τυπικής πρωτοκαθεδρίας του μεγαλύτερου εταίρου; Διαμοιρασμός ρόλων; Τι;
γ) Το ρόλος των νυν. Μήπως φαντάζεται κανείς ότι οι κ.κ. Βενιζέλος, Κουβέλης ή οι βουλευτές που σηκώνουν εδώ και χρόνια το βάρος δύσκολων πολιτικών θα αποχωρήσουν οικειοθελώς;
Ως προς αυτά απαντήσεις δεν έχουν δοθεί.
Η 3η προϋπόθεση, είναι αυτή του κοινού οφέλους. Διότι πέραν «από τις ιδέες που κινούν την πολιτική», κλπ, υπάρχουν και αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις. Δηλαδή, οι κομματικές γραφειοκρατίες και το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό. Οι οποίοι, πολύ συχνά, έχουν εντελώς «ταπεινά» κίνητρα. Αυτή τη στιγμή, μια εκλογική συνεργασία της κεντροαριστεράς, θα μπορούσε να αποτελέσει σωσίβιο για όλους, αλλά κάποιοι θα κέρδιζαν περισσότερο, κάποιοι λιγότερο και κάποιοι ελάχιστα. Δεδομένου ότι πλην της Β Αθηνών, ίσως και άλλων 1-2 περιφερειών, ένας Κεντροαριστερός Συνασπισμός θα έβγαζε σχεδόν παντού από μία (1) μόνο έδρα, αυτός που πιθανότατα θα καρπώνονταν τις βουλευτικές έδρες θα ήταν η ισχυρότερη συνιστώσα.
Να το πούμε λίγο «μπακαλίστικα» για να γίνει κατανοητό: αν π.χ. ένας κεντροαριστερός συνασπισμός πάρει 10% το οποίο προέρχεται από την ένωση του 5%, το 3% και το διάσπαρτο 2%, και βγάλει 25 βουλευτές, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών θα προέρχεται από τη δεξαμενή του 5%. Και αυτό φυσικά αποτελεί αντικίνητρο για τους άλλους να συνεργαστούν, καθώς στην πολιτική (όπου βασικό κίνητρο ενασχόλησης είναι η φιλοδοξία και ας μην τρέφει κανείς αυταπάτες γι αυτό) κανείς δεν θέλει να κάνει απλώς τον νεροκουβαλητή. Σε αναμετρήσεις τύπου ευρωεκλογών ή περιφερειακές αυτό αντιμετωπίζεται. Αλλά σε εθνικές εκλογές (που είναι οι κρισιμότερες) το πρόβλημα δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο.
Τέλος, το όλο εγχείρημα πρέπει να ακολουθεί την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Σήμερα, η μεγαλύτερη συνιστώσα της Κεντροαριστεράς (το ΠΑΣΟΚ) μετέχει στην κυβέρνηση, ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη (η ΔΗΜΑΡ) όχι. Μπορεί να λειτουργήσει μια συνομοσπονδία κομμάτων της οποίας κάποια θα μετέχουν στην κυβέρνηση και κάποια άλλα θα την αντιπολιτεύονται; Ασφαλώς όχι, αυτό θα ήταν ανέκδοτο. Λύση θα μπορούσε να υπάρξει μόνο αν η ΔΗΜΑΡ έμπαινε ξανά στην κυβέρνηση ή αν το ΠΑΣΟΚ έφευγε από αυτή. Το πρώτο δεν νομίζω ότι γίνεται πλέον, ενώ το δεύτερο, θα επέφερε πολιτική αστάθεια και άρα άμεσες εκλογές, με αποτέλεσμα όλες οι διεργασίες να ακυρωθούν πριν προλάβουν να ωριμάσουν. Θα έχουν προκληθεί μάλιστα με ευθύνη ενός χώρου (της κεντροαριστεράς), ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως δύναμη σταθερότητας, την ώρα που κορυφώνονται οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα και ξεκινάει η ελληνική προεδρία της ΕΕ.
Άρα και εδώ υφίσταται ένα βασικό στρατηγικό πρόβλημα.
Συνεπώς, παρά τις καλές προθέσεις που ενδεχομένως υπάρχουν – όπως π.χ. η πρόσφατη «κίνηση των 58» που επανέφερε τη σχετική συζήτηση – το εγχείρημα μοιάζει πολύ δύσκολο και η πολιτική εξίσωση πολύ σύνθετη. Όμως δεν είναι χαμένη υπόθεση για τους δύο λόγους που αναφέρθηκαν στην αρχή αυτού του σημειώματος.
Αν κάποιος θέλει ειλικρινά να συμβάλλει στην κατεύθυνση της ενοποίησης της Κεντροαριστεράς, αντί να επιχειρηματολογεί υπέρ του αυτονόητου, ας επεξεργαστεί πρακτικές λύσεις τουλάχιστον σε αυτά τα 4 σημεία αιχμής. Αλλιώς "κουβέντα να γίνεται..."
σχόλια