Και οι επτά ήταν υπέροχες...

Και οι επτά ήταν υπέροχες... Facebook Twitter
0
Απόψε με έχει πιάσει άρνηση... Η ώρα που ξεκινάω να γράφω αυτό το post 01:29π.μ... Απο τα ακουστικά που έχω στα αυτιά μου ακούγεται η Amy με το Back to black… Πρέπει να κάτσω να βγάλω σημειώσεις για formal letters για το φροντιστήριο αλλά δεν την παλεύω! Θα τα κάνω ή αργότερα ή το πρωί! Εδώ και μήνες έχω δανειστεί το «έρωτας στα χρόνια της χολέρας» απο την κουμπάρα μου αλλά δεν έχω αξιωθεί ούτε την πρώτη σελίδα να διαβάσω με τόση δουλειά! Παρόλα αυτά, κάποια στιγμή σε κάποιο τραίνο και εκεί που κρατούσα μία εφημερίδα, βάλθηκα να διαβάσω ένα άρθρο του περιοδικού της που έπεσε στο μάτι μου για τις «χάρτινες γυναίκες»... Ποιες είναι αυτές; Μα φυσικά οι γυναίκες για τις οποίες διαβάζουμε. Όταν διάβασα αυτό το άρθρο, το έβαλα σκοπό μέχρι το τέλος του ’08 να έχω διαβάσει και για τις 7! Το άρθρο μίλαγε για επτά γυναίκες που έχουμε γνωρίσει μέσω μεγάλων λογοτεχνημάτων και αποφάσισα να μοιραστώ το άρθρο μαζί σας. 

ΒΗΜΑDONNA 25ης Νοεμβρίου 2007

Άρης Σφακιανάκης 

Και οι επτά ήταν υπέροχες (και γεμάτες πάθος)Προς άνδρες αναγνώστες: δεν σε ψάχνουν στο κινητό σου, δεν διαμαρτύρονται για την ώρα που γύρισες σπίτι, σε παρατηρούν ατάραχα να παίρνεις ένα καινούριο βιβλίο στα χέρια σου. Είναι γυναίκες που θα έδινες όσο όσο για να τις γνωρίσεις, να νιώσεις το παθος τους, να καείς στη φωτιά τους. Είναι γυναίκες του κόσμου, της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αληθινές ή ψεύτικες, ποιος ξέρει;

Ναστάζια Φιλίποβνα

Το κολασμένο πάθος (ή ένα ασύλληπτο θήραμα)

«Πραγματικά η φωτογραφία έδειχνε μια γυναίκα ασυνήθιστης ομορφιάς. Την είχαν φωτογραφήσει με ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, εξαιρετικά απλό και κομψό. Τα μαλλιά, που φαίνεται θα ήταν σκουρόξανθα, ήταν χτενισμένα απλά, όπως θα τα είχε σπίτι της· τα μάτια σκούρα, βαθιά, το μέτωπο στοχαστικό· η έκφραση του προσώπου όλο πάθος και κάπως υπεροπτική. Ήταν λίγο αδύνατη στο πρόσωπο, μπορεί μάλιστα να ήταν και χλωμή».Έτσι βλέπει για πρώτη φορά ο «Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι την πιο παθιασμένη για μένα ηρωίδα της λογοτεχνίας. Μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα σε δύο άνδρες, τον αγαθό πρίγκιπα Μίσκιν και τον τυχοδιώκτη Ραγκόζιν, η Ναστάζια Φιλίποβνα πυρπολεί με την παρουσία της κάθε παγωμένη γωνιά της Ρωσίας. Υλοποιώντας την ιδανική εικόνα γυναίκας, εκείνη που δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί δεδομένη για κανένα, το ασύλληπτο θήραμα, κάνει εσαεί να τρέχουν πίσω της ξέπνοοι σαν κυνηγιάρικα σκυλιά οι άνδρες ήρωες. Τους ρουφάει την ανάσα, τους πίνει το αίμα, τους καταβροχθίζει το μυαλό. Και αφήνοντάς τους τέλος δύο ζωντανά λείψανα, εκείνη πραγματοποιεί μια έξοδο που δεν θα αποκαλύψω, διότι η σκηνή του τέλους είναι η πιο συγκλονιστική του βιβλίου. 

Τζέιν Έιρ

Πάθος για το γάμο (αλλά αστοχία στην επιλογή)

«Α! Μα το Θεό! Έχετε κάτι το μοναδικό επάνω σας· μοιάζετε με καλόγρια. Είστε αλλόκοτη, ήσυχη, σοβαρή και απλή, και κάθεστε με τα χεράκια σας σταυρωμένα στην ποδιά σας και τα ματάκια σας καρφωμένα στο χαλί – όταν βέβαια δεν περιεργάζονται το πρόσωπό μου – και, όταν κάποιος σας κάνει μία ερώτηση ή παρατήρηση που σας υποχρεώνει να απαντήσετε, τον καρφώνετε με τρόπο που, αν δεν είναι αγροίκος, είναι τουλάχιστον αγενής».Με αυτά τα λόγια απευθύνεται ο 40άρης γαιοκτήμονας Ρότσεστερ στην 20χρονη Τζέιν Έιρ, την οποία έχει προσλάβει ως γκουβερνάντα. Η μάλλον ασχημούλα Τζέιν τον ερωτεύεται τρελά και φθάνει μαζί του ως τα σκαλιά της εκκλησίας, όταν πέφτει πάνω της η κατάρα της κλειδωμένης σοφίτας. Ο κύριος Ρότσεστερ ήταν έτοιμος να διαπράξει διγαμία! Η Τζέιν Έιρ χάνεται αλλόφρων στα βαλτοτόπια, η τρελή σύζυγος του Ρότσεστερ βάζει φωτιά στο υποστατικό και πέφτει απο την ταράτσα, ο γαιοκτήμονας τυφλώνεται. Η Τζέιν Έιρ βρίσκει άλλες δουλειές, αποκρούει άλλους μηνστήρες και ονειρεύεται πάντα να βάλει στον παράμεσό της τη γαμήλια βέρα που θα της προσφέρει εκείνος. Θα τον συναντήσει όμως ποτέ ξανά ή θα περάσει τη ζωή της τρέφοντας... μεγάλες προσδοκίες; (Συγνώμη, αυτό είναι απο άλλο βιβλίο). 

Ευγενία Γκραντέ

Το άδολο παθος (ή πως να μείνει κανείς στο ράφι

Απολαύστε λίγη απο τη φλυαρία του Μπαλζάκ για την ηρωίδα του: «Είχε μεγάλο κεφάλι, το ανδρικό και όμως αβρό μέτωπο του Δία του Φειδία, με μάτια γκρίζα, που καθρέφτιζαν την ενάρετη ζωή της, αναβλύζοντας φως. Η ανεμοβλογιά, αρκετά ελαφριά ώστε να μην αφήσει σημάδια, είχε χαλάσει κάπως το βελουδένιο της δέρμα στο στρογγυλό πρόσωπο. Η μύτη της ήταν ίσως πολύ τονισμένη, βρισκόταν όμως σε αρμονία με τα πλούσια καλογραμμένα χείλη, γεμάτα έρωτα και καλοσύνη. Τέλεια η καμπύλη του λαιμού· το στήθος, καμπυλωτό και προσεκτικά κρυμμένο, τραβούσε το βλέμμα και το έκανε ονειροπόλο. Μπορεί να της έλειπε κάποια χάρη, εξαιτίας των ρούχων της, μα για τους ειδικούς αυτή η ακαμψία στην ψηλή κορμοστασιά της ήταν ένα ακόμη σημάδι ομορφιάς».Σήμερα η Ευγενία Γκραντέ, αν κρίνει κανείς απο την περιγραφή της, θα χρειαζόταν να απευθυνθεί σε χειρούργο επανορθωτικής πλαστικής. Τότε απευθύνθηκε μόνο στην καρδιά της. Ερωτεύτηκε τον όμορφο ξάδελφό της και του δόθηκε πλατωνικά. Εκείνος της έδωσε όρκους αιώνιας αγάπηςσε ένα ξύλινο παγκάκι της γαλλικής επαρχίας. Ύστερα ο φέρελπις νέος έφυγε για τις Ινδίες, να κάνει περιουσία – αφού πρώτα άντλησε και το τελευταίο χρυσό λουδοβίκειο απο το πουγκί της αγαπημένης του. Η δύστηχη νέα απέμεινε με το φιλάργυρο πατέρα και την καόβουλη μάνα της. Υιθέτησε στάση Πηνελόπης. Οι μνηστήρες... στον Καιάδα. Αυτή ύφαινε και τα χρόνια περνούσαν. Έθαψε τους γονείς της. Και περίμενε τον Κάρολο να γυρίσει. Αειθαλής παρθένα. Περίμενε... όπως περιμένει το βιβλίο στα ράφια τον αναγνώστη. 

Έντα Γκάμπλερ

Πάθος με το επέκεινα (ή φλερτάροντας με τον Άδη)

Ιδού πως ο Ερρίκος Ίψεν περιγράφει την Έντα Γκάμπλερ στο ομόνυμο θεατρικό του έργο: «Είναι μια γυναίκα είκοσι εννέα ετών. Το πρόσωπο και η κορμοστασιά της φανερώνουν ευγενική καταγωγή και ανωτερότητα. Το δέρμα της είναι ελφρώς χλωμό. Τα γκρίζα μάτια της εκφράζουν μια ψυχρή και καθάρια ηρεμία. Τα μαλλιά της, σε ένα ευχάριστο καστανό χρώμα, δεν είναι πολύ πλούσια. Είναι ντυμένη με γούστο, με ένα άνετο πρωινό φόρεμα».Η Έντα επιστρέφει απο το γαμήλιο ταξίδι. Τα συναισθήματά της τα περιγράφει γλαφυρά σε έναν επίδοξο εραστή:«Επί έξι ολόκληρους μήνες δε συναντήσαμε ούτε έναν άνθρωπο του κύκλου μας. Κάποιον τέλος πάντων, που να μπορείς να κουβεντιάσεις μαζί του ένα ενδιαφέρον θέμα... Και το πιο ανυπόφορο απ’όλα: να πρέπει να είσαι αιωνίως με το ίδιο πρόσωπο. Αιωνίως. Στον αιώνα τον άπαντα».Η γυναίκα πλήττει. Πλήττει με όλους και με όλα. Άλλωστε το παραδέχεται και η ίδια:«Είναι φορές που σκέφτομαι ότι μονάχα για ένα πράγμα στον κόσμο έχω κλίση. Να πλήττω μέχρι θανάτου».Εν τω μεταξύ δε διστάζει να σπρώξει στο θάνατο έναν διανοούμενο που κάποτε την είχε αγαπήσει. Όλα γύρω της μυρίζουν θάνατο. Το σπίτι της μοιάζει με μαυσωλείο, ο αέρας στα δωμάτια αναδίνει νεκρικά άνθη. Το χειρότερο απ’όλα, περιμένει παιδί. Αυτό όμως δεν μπορεί να το επιτρέψει ποτέ μια πλουτώνια φιγούρα. Η ζωή δεν ταιριάζει στον Άδη. Η Έντα τραβάει τη σκανδάλη. 

Άννα Καρένινα

Πάθος για το διαζύγιο (και τα τρένα)

Ο Τολστόι τοποθετεί την πρώτη συνάντηση του κόμητος Βρόνσκι με τη μελλοντική ερωμένη του στην αποβάθρα ενός τρένου:«Ο Βρόνσκι ακολούθησε το φύλακα στο βαγόνι, μα στην πόρτα του κουπέ αναγκάστηκε να παραμερίσει για να βγει έξω μια κυρία. Με την πείρα του κοσμικού, κατάλαβε με μια ματιά ότι ανήκε στην καλή κοινωνία. Της ζήτησε συγγνώμη και έκανε να μπει μέσα, ένιωσε όμως την ανάγκη να γυρίσει και να την ξανακοιτάξει – όχι μόνο για την ομορφιά της ή τη λεπτότητα και την ανεπιτήδευτη χάρη που απέπνεε το όλο παρουσιαστικό της, αλλά κυρίως επιδή κάτι τρυφερό και θωπευτικό τον τράβηξε στο ωραίο πρόσωπό της καθώς τον προσπέρασε».Ο εργένης κόμης είναι γεννημένος κυνηγός, οπότε φλερτάρει ασύστολα (το «ξεδιάντροπα» θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια) την Καρένινα, η οποία είναι παντρεμένη. Ωστόσο κάποτε υποκύπτει στη γοητεία του. Παρατάει σύζυγο και παιδιά και παραδίνεται στην παράνομη σχέση της. Παράνομη διότι ο Καρένιν αρνείται να της δώσει διαζύγιο. Και εφόσον δεν έχει βγει διαζύγιο, η ρωσική υψηλή κοινωνία θεωρεί την Άννα στιγματισμένη. Αποκομμένη απο τον κόσμο, η όμορφη ξεστρατισμένη προσκολλάται όλο και περισσότερο στον εραστή της. Που αρχίζει να πνίγεται απο το σφιχτό αγκάλιασμά της. Και όσο εκείνος προσπαθεί να ανασάνει, τόσο η Καρένινα ζηλεύει. Καταντάει ένας θηλυκός Οθέλλος που ψάχνει παντού για χαμένα μαντήλια. Ώσπου, μια νύχτα του χειμώνα το τρένο... 

Λαίδη Τσάτερλι

Πάθος για το σεξ (για γερές κράσεις)

Το πλέον κατηγορημένο, απαγορευμένο και διαβασμένο μυθιστόρημα του Ντ.Χ.Λόρενς. η ηρωίδα του έχει πολλές φορές προσφέρει στην ανακούφιση της εφηβικής σάρκας, σε εκείνες τις ατέλειωτες ώρες αναζήτησης του αυτοερωτισμού. Στα μάτια του συγγραφέα της έμοιαζε κάπως έτσι:«Η Κόνστανς ήταν μια ωραία κοπέλα, με τη ροδαλή όψη της χωριατοπούλας, με απαλά καστανά μαλλιά, γεροδεμένο κορμί και κινήσεις αργές και γεμάτες ασυνήθιστη ενέργεια. Είχε μεγάλα μάτια που κοιτούσαν πάντα με κατάπληξη, φωνή γλυκιά και μελωδική».Η Κόνστανς ανήκει στη μεσαία αγγλική τάξη και συνάπτει γάμο με άνθρωπο της αριστοκρατίας. Αναβαθμίζεται σε λαίδη. Μόνο που ο άνδρας της είναι σακάτης, βιδωμένος για μια ζωή στο αναπηρικό του καροτσάκι. Κακόμοιρε Κλίφορντ, το πεπρωμένο ήταν αδύνατο νατο αποφύγεις. Η γεμάτη ασυνήθιστη ενέργεια Κόνστανς συναντάει το σάτυρο του δάσους, που με το περίβλημα του κηπουρού του κτήματος αρχίζει να κάνει αδιάκοπα σεξ με την κυρά του. Η λαίδη Τσάτερλι μεταμορφώνεται σε ακόλαστη νύμφη του δάσους και βιώνει το απόλυτο βουκολικό πάθος μέσα στο δενδρόκηπο του συζύγου της. Υπέροχες περιγραφές συνουσιών ανάμεσα στις λόχμες και στις βραγιές, με κορυφαία εκείνη τη σκηνή τρυφερού σεξ με τους πρωταγωνιστές τσίτσιδους να μαστιγώνονται απο μια ξαφνική μπόρα καθώς κυλιούνται στο χώμα σαν δυο τεράστιοι γυμνοσάλιαγκες. 

Μαντάμ Μποβαρύ

Πάθος με τα βιβλία (απογείωση ή αρσενικό)

Ο μελλοντικός σύζυγός της την περιγράφει έτσι στην πρώτη τους συνάντηση:«Ο λαιμός της έβγαινε απο ένα άσπρο διπλωτό κολάρο. Τα μαλλιά της χωρίζονταν στη μέση του κεφαλιού απο μια λεπτή χωρίστρα που έμπαινε μέσα στην κόμη ανάλαφρα, ακολουθώντας την καμπύλη του κρανίου και αφήνοντας μόνο την άκρη των αυτιών να φαίνεται, σχματίζοντας έναν χοντρό κότσο. Τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα».Η Έμμα του Γκουστάβ Φλομπέρ διαβάζει απο μικρή για να ξεφύγει απο την πλήξη της επαρχιώτικης ζωής. Ζει σε έναν κόσμο φανταστικό. Και όταν παντρεύεται δυσκολεύεται να δει την πραγματικότητα. Σε λίγο ο σύζυγός της μοιάζει στα μάτια της με βδέλυγμα. Συνάπτει λοιπόν ερωτικό δεσμό με γαιοκτήμονα της περιοχής. Είναι εύλογο το αξόδευτο πάθος της να πνίξει τον εργένη, ο οποίος δεν αργεί να το βάλει στα πόδια. Εν τω μεταξύ εκείνη συνεχίζει να μελετάει μυθιστορήματα ζητώντας να χορτάσει τις επιθυμίες της μέσα απο ήρωες φανταστικούς. Δεν είναι τυχαίο που ο επόμενος εραστής της είναι γραφέας. Ώσπου και αυτός ο έρωτας περνά.«Ήταν τόσο αηδιασμένη απο αυτόν όσο εκείνος ήταν κουρασμένος μαζί της... Εξακολουθούσε όμως να του στέλνει ερωτικά γράμματα διότι πίστευε ότι μια γυναίκα πρέπει να γράφει πάντα στον εραστή της».

Έτσι υπαγόρευαν τα ερωτικά μυθιστορήματα της εποχής. Υπαγόρευαν και κάτι άλλο: την αυτοκτονία. Μια πιστή αναγνώστρια όπως η Έμμα δεν θα πρόδιδε ποτέ τους πιο αγαπη,ένους τους συγγραφείς. Και έτσι, προδομένη η ίδια απο τα αρσενικά, κατάπιε αρσενικό.


Ελπίζω να σας άρεσε όσο σε μένα παρόλο που ήταν μεγαλούτσικο το άτιμο!!!

Καλή μέρα σε όλους!

Πήγε 4:10...να δω τι ώρα θα σηκωθώ!!!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ