Οι φίλοι μάς συζητούν και οι γνωστοί μάς κοροϊδεύουν,
μες στη βροχή γυναίκα έτρεξες όξω στις πρασιές,
κι ο αέρας σου ξεγύμνωσε από άνθη τις αμυγδαλιές,
και οι κλάρες τους ζηλεύουν.
Γινήκαμε περίγελος στους αυλικούς και φάρσα στους χωριάτες,
σαν έπαιξες μονάχη σου τη σκαλιστή φλογέρα,
χορεύοντας ξυπόλητη μια βόλτα με φοβέρα,
δίχως κοθόρνους και ντροπή, σαν υποστατικιά τάχατες,
Κόσμος μαζεύτηκε πολύς κοντά, ολόγυρά σου,
και άρπαξε ο καθείς μια τούφα τρίχες ξανθωπές από τα ξέπλεκα μαλλιά σου.
πλούσιοι και αρεστοί, τελάληδες και πεινασμένοι
αρχίνησαν ξέφρενο χορό στη μέθη βουτηγμένοι.
Μα έδωσαν εφεξής τα σύννεφα νερό να βλαστημάνε
Και το πιοτί, ο ίδρος και η βροχή
Τα νύχια , τα δόντια και η ορμή,
βαλθήκαν με μένος ισχυρό να σε τραβολογάνε.
Ξεσκίσανε τη σάρκα σου, φάγαν τα κόκαλα σου,
στόματα φιλήδονα, μύτες πουντραρισμένες,
το γέλιο σου όμως το καθαρό συνέχισε φαντάσου,
κι ήταν το τελευταίο από σε που έσβησε κάτω από τις φτέρες τις βρεμένες.
Κάθουμαι κι εγώ ο απόμερος στην κάμαρή μας τη φτωχιά, σε σκέπτουμαι αγάπη μου και πίνω,
κι σχώρνα με αν ένα πράγμα με θλίβει, με πονά,είναι που βγήκες έξω στον κόσμο, στη βροχή,
...δίχως το κρινολίνο.
σχόλια