Ήταν βράδυ, καθίσαμε άβολα πάνω σ'ένα βράχο, ανάσκελα ο ένας πάνω στον άλλο, "σ'ενοχλώ;" σε ρώτησα, "όχι, καθόλου, θέλω να σε νιώθω κοντά μου" μου απάντησες και το βλέμμα μας χάθηκε ανάμεσα στις δεκάδες λαμπερές κουκίδες. Ο ουρανός έμοιαζε να μας πλησιάζει και που και που περνούσε κανένα αεροπλάνο. Σου τα έδειχνα με το χέρι μου, σε ρωτούσα που λες να πηγαίνουν και κοιτούσα ήδη τον εαυτό μου να κάθεται δίπλα σ'ένα απο κείνα τα στρογγυλά παράθυρα πλάι, στο φτερό και σύ μου έλεγες να φύγουμε μαζί και φανταζόμασταν σε ποια μέρη θα πάμε και σχεδιάζαμε τι θα κάναμε, υπαίθριες αγορές, παγόδες, βόλτα πάνω σε ελέφαντες, ποδήλατο ανάμεσα σε ειδυλλιακά κανάλια, φαγητό σε πανύψηλους ουρανοξύστες με θέα όλη την πόλη και πολλά άλλα.
Και ύστερα άρχισες να μου διηγείσαι για το ταξίδι που είχες κάνει μικρός και θυμόσουν με κάθε λεπτομέρεια. Που και που σταματούσες για να με γαργαλήσεις και γελούσα δυνατά, γελούσες και συ και βρίσκαμε ξανά εκείνο το παιδί που εδώ και χρόνια είχαμε αφήσει πίσω. Καιρό είχα να το νιώσω και κατάντησε απόλυτη ανάγκη. Έπειτα μείναμε για λίγο σιωπηλοί, με είχες αγκαλιά και με το βλέμμα στα αστέρια ονειρευόμασταν. Δε μου έκανε καρδιά να φύγω. Βιώναμε την απόλυτη ηρεμία. Αυτή την υπέροχη αίσθηση του "Έχω τα πάντα, έχω καταφέρει τα πάντα".
Και ύστερα πάλι με ρωτούσες για τα όνειρά μου, έχωσες το κεφάλι σου στα μαλλιά μου, μου σιγοψιθύριζες ένα τραγούδι και γω ένιωθα πως μπήκα σ' έναν άλλο κόσμο, που κυριαρχούσαν τα αστέρια, τα δυνατά γέλια, οι γερές αγκαλιές και η φωνή σου που με μάγευε κάθε φορά όλο και περισσότερο. Μ'άρεσε πολύ εκείνη η νύχτα. Που καθομασταν πάνω σ' εκείνο το βράχο, κοιτάζαμε τα αεροπλάνα να πηγαινοέρχονται και μάθαμε πως αυτό που μας έφερε ως εδώ είναι η ανάγκη να δώσουμε μαζί σάρκα και οστά στα όνειρά μας.
σχόλια