Εσύ τα έλεγες για την τέλεια ομελέτα, αλλά εγώ δεν σε άκουγα...
Tο κάθε comfort food στον καιρό του και τα αυγά επίσης.
ΔΕΝ ΤΟ ΕΙΧΑ ΠΟΤΕ ΜΕ ΤΑ ΑΥΓΑ. Δεν ανήκω ή μάλλον δεν ανήκα μέχρι πρόσφατα σε όσους δοξάζουν τα αυγά ως ένα από τα υπέρτατα υλικά, αναρωτιούνται ποια είναι η σωστή ώρα βρασμού, πώς τηγανίζονται, πώς γίνονται ποσέ (αν και η φάση με τον στρόβιλο στο βραστό νερό που ρίχνεις τα αυγά για να γίνουν ποσέ και να κρατήσουν τη φόρμα τους, πάντα μου άρεσε) και κυρίως δεν ενέδωσα ποτέ στην μυθολογία της ομελέτας. Tι να κάνουμε, συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες.
Έβλεπα τους μεγάλους σεφ να τα εξηγούν και να τα περιγράφουν τόσο ωραία αλλά ποτέ μου, ούτε καν για πλάκα δεν με ενδιέφερε αυτή η τόσο απλή αλλά και δύσκολη διαδικασία του να φτιάξεις μια απλή ομελέτα και να τη σερβίρεις με το σωστό τρόπο, τη σωστή στιγμή, με λίγο τριμμένο τυράκι ή όχι, με σχοινόπρασο ή τίποτα. Λένε όλοι πως το να φτιάχνεις μια καλή ομελέτα είναι το μέτρο αν είσαι καλός σεφ ή όχι.
Η αδιαφορία μου για τα αυγά αλλά και όλο αυτό το τεστ για το «ποιος είναι ο καλός μάγειρας» (όχι άλλα τεστ για το 2025 τουλάχιστον) με έκανε να μένω μακριά. Τα έχω όλα τα βιβλία για τα αυγά, τα έχω διαβάσει όλα τα κόλπα αλλά εμένα να τηγανίζω αυγό δε νομίζω να με έχει δει κανείς. Υπήρξα ο τύπος που η ομελέτα του έκρυβε το αυγό με χιλιάδες υλικά και αν είναι δυνατόν να περάσει από το φούρνο να είναι κριτσανιστή, να εξαϋλώθεί η όποια ουσία του υλικού αυτού.
Ότι πρέπει να δίνεις σημασία σε όσα αντέχουν στο χρόνο και ότι κάποια πράγματα είναι κλασικά όχι γιατί αρέσουν σε έναν ή δύο ανθρώπους, αλλά γιατί τα λάτρεψαν πολλοί σε διαφορετικές εποχές ξανά και ξανά, το ξέρουμε αλλά το ξεχνάμε. Εμένα μου «άρπαξε» τα χέρια αυτή η γνώση που κάπου μαζεύτηκε και παρέμεινε αχρησιμοποίητη στο κεφαλάκι μου λίγες μέρες πριν τις γιορτές. Ευθύνεται και το 100ο βιβλίο της Μάρθα Στιούαρτ που ξεφύλλιζα και είδα ότι και αυτή έχει τον τρόπο της με την ομελέτα.
Τέλος πάντων, ένα βράδυ που αναζήτησα αυτό που λέμε comfort food ποιος ξέρει γιατί, δεν πήρα μακαρόνια από το ντουλάπι, πήρα δύο αυγά και τα χτύπησα ελαφρά, λίγο αλάτι, λίγο πιπέρι. Έβαλα το τηγάνι σε δυνατή φωτιά (θέλει θάρρος η δυνατή φωτιά, εγώ συνήθως δεν έχω), έριξα μια γενναία κουταλιά ανάλατο βούτυρο (το πιο γλυκό άρωμα, εκείνο το βράδυ το κατάλαβα πραγματικά) και έριξα το μείγμα. Ο ήχος του αυγού που αγγίζει το καυτό μέταλο του τηγανιού, μια μικρή κάθαρση. Έκανα μερικά από τα κόλπα που διαβάζω από δω κι από κεί. Δεν την «τίναξα» στον αέρα, την «δίπλωσα» όσο πιο προσεκτικά μπορούσα και αντιστάθηκα στον πειρασμό να την παραψήσω.
Την σέρβιρα στο καλό μου το σερβίτσιο το λευκό όχι το άλλο με τα λουλούδια. Έτριψα ελάχιστη παρμεζάνα (ό,τι θέλω θα κάνω) και άρχισα να την τρώω όρθιος κόβοντας κομμάτια με το πιρούνι μόνο. Δεν δακρύζω πια με τα φαγητά αλλά τα κατάλαβα όλα εκείνη τη στιγμή. Θυμήθηκα για λίγα λεπτά την αξία του φαγητού που έχει στις ζωές μας. Βασικό για να ζούμε αλλά και υλικό ονείρων την ίδια στιγμή. Τη μοναδική γεύση του αυγού που ψήθηκε σωστά, το βούτυρο που δίνει μια γλύκα, το αλάτι που είναι τόσο όσο, αλλά κυρίως την ηρεμία που μου πέρασε αυτή η μοναχική διαδικασία και η απόλαυση του να τρως μόνος κάτι που φτιάχτηκε σε λίγα λεπτά.
Άλλες τρεις φορές με έστειλε στην κουζίνα η ομελέτα αυτές τις γιορτές ίσως και απόψε θα το κάνω. Θα ήθελα να τη «διπλώνω» τέλεια αλλά ακόμα δεν το έχω. Ας πούμε ότι δεν χρειάζεται τόσο άγχος και για αυτό που θα φας, ένα δύσκολο βράδι.