Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΧΕΙ να αντιμετωπίσει το εξής ζήτημα: απ’ τη μία, διαθέτει –υπό συνθήκες– τη δυνατότητα να εκφράσει τα αρνητικά συναισθήματά της απέναντι στη μητέρα της χωρίς να θεωρηθεί «κακιά». Απ’ την άλλη, η αυξημένη γνώση για το πώς ο σεξισμός και η πατριαρχία επηρεάζουν τις επιλογές, τη ζωή και το βιοτικό επίπεδο των γυναικών οδηγεί την κόρη στο να βλέπει τη μητέρα της λιγότερο υπό το πρίσμα του μητρικού της ρόλου και περισσότερο ως άνθρωπο.
Στη μια πλευρά, έχουμε ένα ευρύ λεξιλόγιο για το γονεϊκό τραύμα, τα πλείστα «δικαιώματα» που έχει κανείς ως παιδί, τη συναισθηματική αιμομιξία και τη γονεοποίηση. Η γυναίκα-κόρη της εποχής μας που προσπαθεί να βρει τα πατήματά της σ’ αυτήν τη ζωή έχει πρόσβαση σε αυτή την κουλτούρα που της επιτρέπει να φτιάξει έναν εαυτό ολόκληρο, δικό της, που δεν χρωστάει στους γονείς γενικά και στη μητέρα ειδικά. Στην άλλη πλευρά, έχουμε ένα λεξιλόγιο πιο συλλογικό: μιλάμε για διαγενεακό τραύμα, για πατριαρχία, αναγνωρίζουμε ότι οι προηγούμενες γενιές πιέστηκαν να τεκνοποιήσουν, ξέρουμε τι είναι το grooming και ξέρουμε ότι η οικονομική εξάρτηση της συζύγου απ’ τον σύζυγο οδήγησε αμέτρητες γυναίκες στο να ζήσουν ζωές που δεν ήθελαν.
Κι εδώ αρχίζει το μπέρδεμα.
Η γυναίκα-κόρη του σήμερα, που της έλαχε το χαρτί της κακής σχέσης με τη μητέρα της καλείται, σαν ακροβάτισσα, να ισορροπήσει μεταξύ της οργής της ως κόρης και της κατανόησής της ως γυναίκας. Όσο αδύνατο είναι να μη σε καταπιεί η οργή, άλλο τόσο αδύνατο είναι να μην πνιγείς στις τύψεις. Αυτό αποκόμισα έπειτα από πολύωρες συζητήσεις με γυναίκες που μαζεύονται σε ένα φόρουμ στο Discord και μιλούν ακριβώς γι’ αυτό: την πολύ δύσκολη σχέση που έχουν με τη μητέρα τους και τον έξτρα βαθμό δυσκολίας που προσθέτει ο φεμινιστικός τους αυτοπροσδιορισμός.
«Στ’ αλήθεια τόσα χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα ήταν μόνο το οικονομικό και αυτό πάλεψα να λύσω. Ε, δεν πήγε όπως ήθελα. Ούτε τώρα πάει όπως θέλω. Όμως τώρα έχω καταλάβει ότι πρέπει να το αποδεχτώ. Και ότι όπως έζησε, έτσι θα πεθάνει. Θα ζει για άλλους μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω πώς το καταπίνεις αυτό, για να είμαι ειλικρινής».
Αν και στον χώρο αυτό υπάρχουν γυναίκες από πολλές εθνικότητες, διαβάζοντας τα όσα έγραφαν έβλεπα πως τελικά λίγη σημασία είχε. O προσδιορισμός της «κόρης» είχε πολύ μεγαλύτερο συναισθηματικό βάρος απ’ οτιδήποτε άλλο. Παρακάτω θα διαβάσετε αποσπάσματα συζητήσεων με όσες δέχτηκαν να συμμετάσχουν σ’ αυτό το θέμα: ένα θέμα για φεμινίστριες κόρες με περίπλοκες σχέσεις με τη μητέρα τους, την οποία κάποτε προσπάθησαν να σώσουν.
— Ας ξεκινήσουμε απ’ την αρχή: Γιατί βρίσκεστε εδώ;
Μανόν: Ξεκινάω εγώ, ως ιδρύτρια. Η αδελφή μου κι εγώ μιλάμε πολύ για τη μητέρα μας. Τόσο πολύ που σκέφτηκα μήπως μπω σε κάποιο φόρουμ στο ίντερνετ να τα πω κι εκεί και ν’ ακούσω γνώμες. Δεν βρήκα, επομένως έφτιαξα μια ομάδα στο Discord κι έβαλα προσκλήσεις σε αντίστοιχα φόρουμ στο Reddit. Η περιγραφή που έκανα ήταν «ένα γκρουπ για φεμινίστριες που αποδέχτηκαν ότι δεν μπορούν να σώσουν τη μητέρα τους και δεν αντέχουν να ζουν άλλο μ’ αυτήν τη γνώση». Από αυτή την αρχική πρόσκληση καταλήξαμε να είμαστε περίπου 80 γυναίκες που βρισκόμαστε εδώ περίπου έναν χρόνο τώρα. Είμαστε εδώ γιατί έχουμε ένα πρακτικό πρόβλημα που επηρεάζει την καθημερινότητά μας και δεν μπορούμε να το συζητήσουμε με τους οικείους μας.
Αντζαλί: Εγώ είμαι μετανάστρια δεύτερης γενιάς από μια οικογένεια που σέβεται πολύ την παράδοση, ενώ ταυτόχρονα έχω μεγαλώσει με μια μητέρα που με μόρφωσε αρκετά για να μπορέσω να δω πεντακάθαρα το τι ακριβώς θυσίασε. Είμαι συνδυασμός πολλών ταυτοτήτων που έχουν τη μητέρα μου στο επίκεντρο: είμαι κόρη γιατί με γέννησε, γεννήθηκα γιατί αρνήθηκε να κάνει έκτρωση επειδή ήμουν κορίτσι, μορφώθηκα γιατί επέμεινε, εργάζομαι σήμερα γιατί μου έδωσε τα εφόδια να το κάνω. Κάθε μέρα που κερδίζω κάτι για μένα, βλέπω κάτι καινούργιο που έχει χάσει η μητέρα μου. Βλέπω τις επιτυχίες μου ως κάτι που η ίδια στερήθηκε. Επομένως, έψαχνα κάπου να βρω τέτοια θέματα και τυχαία έπεσα πάνω στο φόρουμ. Ευτυχώς!
«Μαμά, σ’ αγαπώ, κι η αγάπη έχει αγκάθια»
H Έφη είναι Ελληνίδα. Της ζήτησα να μου πει, με λίγα λόγια, ποια είναι η σχέση της με τη μητέρα της.
«Ήμουν “η κόρη που ήθελε να σώσει τη μητέρα της” από τότε που με θυμάμαι. Μια απ’ τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να σκέφτομαι ότι όταν μεγαλώσω θα πάω στη δουλειά και θα βγάλω λεφτά για να τα δώσω στη μαμά μου να πάρει σπίτι. Για να μην είναι πια με τον πατέρα μου και τους γονείς του. Ζούσαμε έξι άτομα σ’ ένα σπίτι: εγώ, η μαμά μου, ο πατέρας μου, ο αδελφός μου και οι γονείς του πατέρα μου. Και όλοι, εκτός από μένα, φέρονταν στη μαμά μου σαν να είναι δούλα. Ο αδελφός μου, όταν έπεφτε κάτι στο πάτωμα, της έλεγε “μάζεψέ το, μωρή” από τότε που ήταν έξι χρονών κι οι παππούδες μου γελούσαν. Από πάντα ήθελα να βγάλω λεφτά, να της νοικιάσω έναν χώρο να μένει μόνη της.
Και κάποτε τα έβγαλα, κάποια χρόνια πριν. Ήμουν σε θέση να συντηρήσω πλήρως ένα δεύτερο σπίτι για εκείνη. Είχα ένα σχέδιο στο μυαλό μου: θα πετύχαινα ορισμένους οικονομικούς στόχους που είχαμε από κοινού με τον άντρα μου και μόλις υπήρχε η δυνατότητα, θα της ανακοίνωνα ότι θα τη βοηθήσω να φύγει. Το ’χα στο μυαλό μου σαν έκπληξη, η οποία έκπληξη όμως θα ήταν η πραγμάτωση πολλών συζητήσεων που είχαμε κάνει στο παρελθόν “για πλάκα”. Είχα την επίμονη εικόνα ότι θα κάθεται στον καναπέ της και θα τρίβει τα χέρια της με ενυδατική κρέμα. Όταν το συζήτησα μαζί της ως επόμενο βήμα στη ζωή της, γέλασε. Μου είπε ότι δεν αφήνει τον “αγοράκο της” μόνο. Ο “αγοράκος της” είναι ο αδελφός μου, πλέον 34 χρονών. Που την κάνει να κλαίει απ’ το βρισίδι και της τρώει τα λεφτά που βγάζει απ’ το μεροκάματο στις καφετέριες που δουλεύει σέρβις. Από τότε κάναμε φυσικά πολλές συζητήσεις, της έδωσα το πλάνο στο πιάτο, της έκανα Excel με έσοδα-έξοδα για να της δείξω ότι βγαίνει, της θύμισα όσα έλεγε τόσα χρόνια για το ότι αν μπορούσε θα έφευγε μόνη της. Στου κουφού την πόρτα.
Ηλιθιωδώς, είχα στο μυαλό μου περισσότερο πρακτικά προβλήματα. Απουσία χρημάτων ίσον οικιακή υποταγή, σκεφτόμουν. Άρα, άμα λυθούν τα πρακτικά, η μητέρα μου θα ζήσει μια καλύτερη ζωή, θα ’χει, στην τελική, να αγχώνεται μόνο για τον εαυτό της. Τα παιδιά της ενηλικιώθηκαν, με τον πατέρα μου δεν έχει σχέσεις. Στ’ αλήθεια τόσα χρόνια πίστευα ότι το πρόβλημα ήταν μόνο το οικονομικό, και αυτό πάλεψα να λύσω. Ε, δεν πήγε όπως ήθελα. Ούτε τώρα πάει όπως θέλω. Όμως τώρα έχω καταλάβει ότι πρέπει να το αποδεχτώ. Και ότι όπως έζησε, έτσι θα πεθάνει. Θα ζει για άλλους μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω πώς το καταπίνεις αυτό, για να είμαι ειλικρινής».
H Ντολ, απ’ την άλλη, έχει μια πολύ διαφορετική ιστορία.
«Η σχέση μου με τη μητέρα μου έχει υπάρξει πολύπλοκη. Ήξερα από παιδί ότι είμαι κόρη μιας πολύ ωραίας γυναίκας. Μεγάλωσα στην επαρχιακή πόλη που μεγάλωσε κι η ίδια. Αυτό σήμαινε για μένα να δέχομαι σχόλια από γέρους και γριές του στυλ “είσαι ωραίο κορίτσι, αλλά η μάνα σου ήταν το κάτι άλλο, τη θυμάμαι ακόμα”. Μεγαλώνοντας, ένιωθα ότι ζω μεταξύ της σκιάς της εντύπωσης που προκαλεί η μητέρα μου και της ανάγκης μου να την προστατεύσω απ’ τα σχόλια, την κακεντρέχεια, τον υπέρμετρο θαυμασμό και τη λιγούρα των άλλων. Ειδικά στην εφηβεία, ήθελα να γίνω όμορφη, αλλά όχι όμορφη όπως η μητέρα μου. Με την ενήλικη φωνή μου, μπορώ να πω ότι ήθελα να είμαι όμορφη, αλλά όχι ποθητή.
Η αγάπη της μητέρας μου, που μου προσφέρθηκε άφθονη, με οδήγησε στο να θέλω να μείνω κορίτσι. Υπήρχε γυναίκα στη ζωή μου και ήταν αυτή. Δεν υπήρχε χώρος για να γίνω κι εγώ γυναίκα. Φυσικά η μητέρα μου δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό, ούτε να το φανταστεί. Υιοθέτησα παιδικές συμπεριφορές, τις οποίες ακόμη δεν έχω αποβάλει πλήρως. Ήξερα διαισθητικά ότι κάτι είναι λάθος στο πώς φέρομαι, αλλά δεν ήξερα ακριβώς τι. Τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν μέσα μου όταν διαπίστωσα, με βοήθεια ψυχολόγου, ότι δεν ήθελα να συστήσω τους συντρόφους μου στη μητέρα μου. Θεωρούσα δεδομένο ότι βλέποντας μια “ολόκληρη” γυναίκα, θα σκέφτονταν ότι δεν θέλουν να είναι μαζί μου, ότι είμαι λειψή. Παράλληλα, έτσι όπως τα λέω, είναι η μισή ιστορία. Η άλλη μισή είναι ότι ήμουν η φύλακάς της. Στο μέρος που μεγάλωσα, η εμφάνισή της ήταν περισσότερο πρόβλημα παρά προνόμιο. Οι καθηγητές μου πάντα με ρωτούσαν “τι κάνει η μητέρα σου;”. Αν και η ερώτηση είναι ασήμαντη, πίστευα ότι όλα κρίνονταν απ’ την απάντηση. Ότι το μισό δικό μου λάθος θα αποδείξει σε όλους πως η μητέρα μου ήταν ακατάλληλη, ότι μια γυναίκα που είναι έτσι δεν μπορεί να είναι καλή μητέρα. Η μητέρα μου είναι τρομερά τρυφερή και γλυκιά, αλλά αυτό το ήξερα μόνο εγώ για εκείνη. Όταν μεγάλωσα, ο φεμινισμός με βοήθησε να βάλω πολλά σε σειρά. Αυτό που έχει μείνει αναπάντητο είναι το πώς θα πενθήσω κάτι που δεν έχασα εγώ: τα χρόνια που η μητέρα μου έζησε περιορισμένη από τις πολύ στενόμυαλες απόψεις του μέρους όπου μεγάλωσε. Θα ήθελα ειλικρινά να κόψω χρόνια απ’ τη ζωή μου και να της τα δώσω. Αν είχε ευκαιρίες, θα είχε γίνει κάποια πολύ σπουδαία».
«Μισώ τη μητέρα μου, γι’ αυτό θα ήθελα να μην τη λυπάμαι»
Δεν υπάρχει μόνο μια καλή σχέση που ξεχειλίζει από αγάπη και ματαίωση. H Χάνα μοιράζεται τα εξής:
«Υπάρχει ένα βιβλίο με τίτλο “Εικονογραφημένη μαμά” της Τζάκλιν Ουίλσον. Το είχα διαβάσει όταν ήμουν μικρή, τυχαία, επειδή η μαμά μου είχε ξεχάσει να έρθει να με πάρει απ’ το σχολείο και με είχαν αφήσει να περιμένω στη βιβλιοθήκη. Ήμουν 6 ή 7 χρονών. Αν και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου δεν ήταν ίδια με τη δική μου, θυμάμαι ότι είχα εκπλαγεί που κάποια σαν τη μαμά μου ήταν βιβλίο. Δεν ήταν μόνο το ότι έπινε ή το ότι έκανε χρήση ναρκωτικών. Ήταν ότι στο σπίτι έμπαινε όποιος να ’ναι, έπαιρνε ό,τι ήθελε και μου έλεγε ό,τι ήθελε. Τύποι που έρχονταν για one night stand έμεναν μία εβδομάδα ή έναν μήνα. Το μισούσα. Μισούσα και αυτούς και αυτή. Κάποια στιγμή πήγα να μείνω με τη γιαγιά μου και με μεγάλωσε αυτή. Έχασα επαφή με τη μαμά μου μέχρι τα εικοσικάτι μου. Ήξερα ότι δεν είναι καλά. Ήρθε η στιγμή που επιδίωξα να βρεθούμε. Ήταν άλλη. Μιλούσε άσχημα, το βλέμμα της ήταν χαμένο και έπινε μονίμως. Όμως εγώ πια ήξερα ότι είχε βιαστεί πολλάκις ως παιδί, ήξερα ότι δεν με ήθελε και την πίεσε ο πατέρας μου να με κάνει, ο οποίος μετά εξαφανίστηκε, ήξερα ότι προσπάθησε να πάει στο πανεπιστήμιο αλλά της έκοψε τα φτερά ο πατριός της. Πέρασα χρόνια μισώντας την. Και ξαφνικά δεν έβλεπα μπροστά μου παρά ένα μωρό, ένα κοριτσάκι που ήθελα να φροντίσω. Αλλά αυτό το κοριτσάκι με είχε αφήσει έκθετη στον κάθε τυχαίο. Κάθε φορά που οργίζομαι, θυμάμαι ότι είναι κι αυτή ένα παιδί που το άφησαν μόνο· κάθε φορά που τη συμπονώ, θυμάμαι να έρχεται ημιλιπόθυμη απ’ το αλκοόλ με κάποιον στο σπίτι και ν’ αφήνει την εξώπορτα ανοιχτή, αδιαφορώντας εντελώς για εμένα. Στα λέω αυτά έχοντας πλήρη συνείδηση ότι το πρόβλημά μου ή είναι κατ’ ουσίαν άλυτο ή θα λυθεί μόνο με τον χρόνο».
Η Μάρτα προσθέτει:
«Η μητέρα μου είναι ένας απαίσιος άνθρωπος και συνήθως τη μισώ βαθιά. Με έχει κακοποιήσει πολύ. Με έχει στείλει στο νοσοκομείο και μ’ έχει κάνει να το βουλώσω και να την καλύψω. Την έσπασα στο ξύλο αμέσως μόλις είχα τη σωματική ικανότητα, στα 12 μου, και της ανακοίνωσα ότι αν με ξανακουμπήσει θα τη σκοτώσω. Μέσα στα χρόνια, έχω ακούσει ότι πολλά κακοποιημένα παιδιά γλίτωσαν απ’ τη σωματική βία μόνο όταν κατάφεραν να απαντήσουν ανάλογα σ’ αυτή. Εκτός από κακός άνθρωπος, η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια πανεπιστημίου και μου έδωσε αμέτρητες ευκαιρίες ακαδημαϊκής εξέλιξης. Όταν έγινα 27 χρονών, έμαθα ότι ο πατέρας μου άφησε επίτηδες τη μητέρα μου έγκυο και μετά πήγε στους γονείς της για να την πιέσουν όλοι μαζί να μη ρίξει το παιδί. Έχω διαβάσει σ’ ένα παλιό της ημερολόγιο ότι μισούσε κάθε δευτερόλεπτο της εγκυμοσύνης της. Ότι ευχόταν να πάθει κάτι το έμβρυο. Μισούσε κάθε δευτερόλεπτο της γονεϊκότητας. Έχω διαβάσει παραγράφους για το πώς το σώμα της δεν της ανήκει και ήθελα να κάνω εμετό απ’ τη συμπόνια. Αυτό που έβλεπα ήταν απολύτως ανθρώπινο, αλλά αυτό που έζησα ήταν απάνθρωπο. Δεν μπορούσα να συμβιβάσω μέσα μου το γεγονός ότι ένα τόσο αληθινό, έμφυλο πρόβλημα έχει ως εξέλιξη τη φρίκη που έζησα εγώ ως παιδί. Αποφάσισα ότι μπορώ να τη μισώ ολότελα ως μητέρα και παράλληλα να επιτρέπω στον εαυτό μου να τη λυπάται ως γυναίκα. Αποφάσισα επίσης ότι είμαι πρώτα κόρη της και μετά γυναίκα. Αν γίνω ποτέ πρώτα γυναίκα, μπορεί να τη μισώ λιγότερο. Προς το παρόν, αγκαλιάζω την αποστροφή μου και με βοηθάει το να είμαι σ’ έναν χώρο όπου μπορώ να μιλήσω γι’ αυτήν».
Όταν η κόρη γίνεται μητέρα
Η Λι πίστευε ότι το να κάνει η ίδια παιδί θα είναι η συγκολλητική ουσία στη σχέση της με τη μητέρα της.
«Δεν πήγε έτσι, καθόλου. Όταν επιτέλους, μετά από πολλά χρόνια, βρήκα τον σύζυγό μου, έναν άντρα με τον οποίο μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχω μακροχρόνια σχέση και ότι θα γίνει πατέρας του παιδιού μου, σκέφτηκα ότι η βασική δυσκολία της ζωής μου είχε λυθεί. Μέχρι τότε σκεφτόμουν ότι το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι αυτό. Ούτε το πανεπιστήμιο, ούτε η καριέρα, ούτε τα χρέη, ούτε η αγορά σπιτιού. Μέσα μου, το να βρω κάποιον “κατάλληλο”, κάποιον που δεν θα ήταν σαν τους άντρες της οικογένειάς μου, κάποιον καλό, τρυφερό, σταθερό, που δεν έχει δεύτερη ζωή, που δεν θεωρεί ότι η πατρότητα είναι ένα ανάθεμα που του συνέβη κατά λάθος, ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχα να κάνω. Όταν λοιπόν το έκανα, ειδικά μετά από τόση νουθεσία, περίμενα κάποια επιβράβευση. Κάτι. Ενώ ξέρω πώς ακούγεται, ναι, περίμενα να βγει στην εξώπορτα να χειροκροτήσει, να στρώσει κόκκινο χαλί και να με υποδεχτεί ως την κόρη που “έσπασε την κατάρα”. Φυσικά και τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Ακόμη κι όταν ήμουν έγκυος πίστευα ότι να, τώρα θα με αναγνωρίσει πλήρως, θα δει πόσο αξίζω. Όταν γέννησα, πέρασα κάποιους μήνες που φοβόμουν ότι κάθε μου επιλογή ήταν μια προσπάθειά μου να την κάνω να με δει. Ήλπιζα ότι αν σώσω τον εαυτό μου, σώζω κι εκείνη. Είχα ενημερωθεί απ’ τη γιαγιά μου, απ' τη μάνα μου και τις θείες μου για όλα τα “κακά”. Με πρόσεξαν, με αγάπησαν.
Δεν συνέβη στη δική μου περίπτωση αυτό που είδα σε πολλές άλλες, που οι κόρες ήταν οι φροντίστριες της οικογένειας. Μεγάλωσα πολύ διαφορετικά απ’ τις φίλες μου που, για παράδειγμα, έμεναν σπίτι να φροντίσουν τα μικρά αδέλφια τους. Η μητέρα μου μ’ έσπρωξε στην ενδυνάμωση. Μ’ έσπρωξε να γίνω κάποια. Μ’ έσπρωξε να βρω έναν κατάλληλο σύντροφο. Δεν με πίεσε να κάνω παιδί. Απλώς –που απλό δεν είναι, αλλά καταλαβαίνεις– ένιωθα περισσότερο προέκτασή της, η δεύτερη ευκαιρία της, παρά “εγώ”. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις. Για πολλά χρόνια δεν είχα “εγώ”. Ήμουν, κυριολεκτικά, η μητέρα μου. Μια εξελιγμένη έκδοση. Οπότε διάβαζα φεμινιστικά βιβλία –να ’ξερες τι διάβασμα έχω ρίξει–, έβλεπα ντοκιμαντέρ, πηγαίναμε μαζί σε συναντήσεις μεταναστριών στο μέρος που μέναμε και μετά πήγαινα μόνη μου σε γυναικοκεντρικούς χώρους, αλλά δεν είχα καν καταφέρει να διαχωρίσω το βλέμμα μου απ’ το δικό της.
Κι όταν άρχισα να γίνομαι “εγώ”, άρχισα εναγωνίως να χρειάζομαι να τη βοηθήσω. Το πρακτικό που μπορούσα να κάνω το έκανα. Κι όταν έκανα παιδί, σκέφτηκα “τώρα θα τα βρούμε ως γυναίκες”. Δεν έγινε αυτό. Είδε την εγγονή της ως δική της συνέχεια, όπως ακριβώς κι εμένα. Εμένα δεν με είδε ποτέ ως γυναίκα. Δεν θα με δει, πιστεύω. Ίσως σε 30 χρόνια; Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Με βοηθάει στη ζωή μου να μη σκέφτομαι το “πώς βλέπει τα πράγματα”. Μου αρκεί που με φρόντισε, με είδε σαν κόρη της και με μεγάλωσε. Προσπαθώ να σταματήσω να χρειάζομαι επιβεβαίωση από εκείνη. Μου είναι δύσκολο, αλλά είναι μια δυσκολία που έχω αποδεχθεί. Αυτό που συζητάω καμιά φορά εδώ είναι όλα όσα θα είχε κάνει η μητέρα μου και το είδος της σχέσης που θα είχαμε, αν είχε άλλες ελευθερίες στη ζωή της».
Και όταν η κόρη δεν γίνεται μητέρα
Η Κριστίνα αμφιταλαντευόταν καιρό ανάμεσα στο να κάνει και να μην κάνει παιδιά. Αποφάσισε να μην κάνει παιδιά και παρέθεσε την πορεία της σκέψης της.
«Η σχέση μου με τη μητέρα μου ήταν ιδιαίτερη. Κοιμόμουν συστηματικά στο ίδιο κρεβάτι μαζί της μέχρι τα 24. Λάτρευε το σώμα μου, λάτρευε την εμφάνισή μου, ήταν απίστευτα περήφανη για όλα μου τα επιτεύγματα. Μου έλεγε συνέχεια ότι έχω τα πιο ωραία μαλλιά, τα πιο ξανθά, τα πιο ωραία πόδια, ότι μοιάζω με χορεύτρια. Με πήγαινε για πεζοπορία, για μπάνιο, για όλα. Είχα καλή σχέση και με τον πατέρα μου, αλλά καθόλου έτσι. Η μητέρα μου ήταν παντού. Το σώμα, η μυρωδιά της μητέρας μου ήταν παντού. Λάτρευα την προσοχή της. Μέχρι που μια μέρα δεν τη λάτρευα πια. Στην εφηβεία μου θέλησα κάποια απόσταση, όχι πολλή. Δεν ήθελα να φοράω τα ρούχα που μου έραβε, προτιμούσα να βλέπω τις φίλες μου απ’ το να περνάω χρόνο μαζί της, ήθελα να βγαίνω με αγόρια. Τέτοια πράγματα.
Είδα ένα άλλο πρόσωπο τότε. Έγινε τιμωρητική. Επιθετική. Μ’ έλουζε στη σιωπή. Ο μόνος τρόπος να πάρω πίσω την αγάπη ήταν να χωθώ στο κρεβάτι της –δεν κοιμόταν με τον πατέρα μου–, να την αγκαλιάσω και να καταλάβω, απ’ τον ρυθμό της ανάσας της, αν έχω κερδίσει ή όχι την εύνοιά της. Μισούσε τα αγόρια που έβλεπα, και αργότερα, όταν έμαθε ότι είμαι σε σχέση με γυναίκα, έγινε το έλα να δεις. Όταν έμαθα τον όρο “συναισθηματική αιμομιξία”, κατάλαβα πολλά. Ένιωθα συχνά αχάριστη που δεν επιστρέφω την αγάπη της. Είχε τόση ανάγκη ν’ αγαπηθεί. Ένιωθε τόσο μόνη. Η μοναξιά της με συνέτριβε. Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, καλός πατέρας, προσπαθούσε να είναι καλός σύζυγος, αλλά ποτέ δεν ήταν αυτό που ήθελε. Η μητέρα μου δεν είχε φίλες, παθιαζόταν μαζί τους, τους έδινε υπερβολική προσοχή και έφευγαν.
Μόνο εμένα είχε. Και ξέρεις, με είχε. Με κατείχε. Και για να είμαι ειλικρινής, δεν μου ήταν πάντα δυσάρεστο να είμαι δική της. Να φοράω ό,τι μου αγόραζε, να κάνουμε επιδείξεις μόδας στο σαλόνι, να παίζουμε ώρες χαρτιά, να πηγαίνουμε για ψώνια, να μου ζωγραφίζει ό,τι χαρακτήρα ήθελα, να μου φτιάχνει κοσμηματοθήκες που είχα δει σε ταινίες. Απλώς ήθελε πάντα περισσότερο. Δεν μπορώ να περιγράψω πόσα χρόνια μου πήρε να ξαναχτίσω τον εαυτό μου, όταν είδα τη σχέση μας υπό άλλο φως. Και πόσο με πόνεσαν τα δικά της ελλείμματα. Πέταξε σ’ εμένα όλη της την πείνα. Για ζωή, για αγάπη. Το έκανε με τρόπο που με δυσκόλεψε. Αλλά αν η μητέρα μου είχε ελάχιστη υποστήριξη, ελάχιστη καθοδήγηση, αν κάποιος πίστευε σ’ εκείνη, θα ήταν μια σπουδαία καλλιτέχνιδα. Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να εκφράσει το συναίσθημά του όπως πρέπει, σε καμβά, σε πηλό ή σε μάρμαρο, θα βγάλει κάπου στρέβλωση.
Έκανα ψυχοθεραπεία για κάποιο καιρό, μιλήσαμε για την αξία του θυμού. Έχω θυμώσει με τη μητέρα μου, αλλά ποτέ δεν έχει κρατήσει. Βλέπω, δυστυχώς, σ’ εκείνη ένα ταλέντο και μια τρυφερότητα που δεν μου επιτρέπουν να συγκεντρωθώ πολύ σε ό,τι νιώθω. Αυτό όμως που έχει μείνει είναι η βεβαιότητά μου ότι δεν θα κάνω παιδί. Νιώθω μέσα μου το πόσο εύκολο είναι να γλιστρήσω στις συμπεριφορές της. Θα ήθελα να γίνω μητέρα, αλλά ξέρω τι μητέρα θα γίνω. Ακόμη κι αν γινόμουν καλή μητέρα, όλη μου η ζωή θα είναι μια πάλη ενάντια στη φυσική μου τάση να θεωρώ το παιδί μου καταδικό μου».