Δυο ώρες, μισή ώρα, ένα λεπτό ίσως-ίσως πριν να τον μαχαιρώσουν, ο Παύλος Φύσσας δεν το'χε φανταστεί πως θα'μενε για πάντα τριαντατεσσάρων χρονών. Ότι το μαύρο πέπλο θα'πεφτε και θα τον σκέπαζε εκεί -στους πιο γνωστούς του δρόμους- τότε – την πιο γλυκιά νύχτα του φθινοπώρου...
Από αυτήν την άποψη, ο Παύλος Φύσσας έγινε μάλλον Ιφιγένεια παρά Αχιλλέας.
Ο Αχιλλέας βαδίζει εν πλήρει γνώσει προς τον θάνατό του. Η μάνα του τον έχει προειδοποιήσει και εκλιπαρήσει: «Εάν φύγεις τώρα από την Τροία και επιστρέψεις στην πατρίδα σου, θα βασιλεύσεις χρόνια αναρίθμητα μέσα στις ηδονές και μες στα πλούτη και θα πεθάνεις περιστοιχισμένος από παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.» Ο Αχιλλέας έχει απορρίψει κατηγορηματικά την παραπάνω χρυσή προοπτική: «Εάν φύγω από την Τροία δίχως να εκδικηθώ το χαμό του Πατρόκλου μου, όσο και να με προσκυνούν, όσο και να με επιθυμούν, όσο και να με αγαπούν οι άλλοι, εγώ θα είμαι άχθος αρούρης. Βάρος της γης.» Είναι ο πρώτος ήρωας ο Αχιλλέας, ο οποίος ψύχραιμα και συνειδητά θυσιάζει την ζωή του για να διαφυλάξει την τιμή του.
Η Ιφιγένεια, από την άλλη, βαδίζει προς το θάνατο εντελώς ανυποψίαστη. Την μεταφέρουν στην Αυλίδα δήθεν για να την παντρέψουν. Γαμήλια γλέντια τής υπόσχονται, στολίσματα νυφιάτικα και θυσίες λαμπρές όμως –αντί για πρόβατα και για δαμάλες- ανεβάζουν στο θυσιαστήριο την ίδια. Το αίμα της πάντως δεν κυλάει μάταια. Οι θεοί που το έχουν απαιτήσει κρατάνε την υπόσχεσή τους: Ούριος άνεμος σηκώνεται και τα καράβια των Ελλήνων σαλπάρουν επιτέλους για την Τροία.
Από τον Τρωικό Πόλεμο έως τις μέρες μας, αναρίθμητοι άνθρωποι έγιναν στον ανθό τους άστρα. Οι ήρωες είναι οι χάντρες στο κομπολόι της Ιστορίας.
Άλλοι είδανε τον θάνατο τους και τον προκαλέσανε – «ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα, δεν περνώ με τα χρόνια, μ'άγγιξες μα δεν με ένοιωσες στα μαρμαρένια αλώνια...» Άλλοι μοιρολογήσανε τους εαυτούς τους εν ζωή – «για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει...» Κι άλλοι θερίστηκαν τυφλά απ'το τυφλό δρεπάνι.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έβγαλε τις βασιλικές περικνημίδες και ρίχτηκε στη μάχη με την περιβολή απλού στρατιώτη - γιατί εάν δεν υπάρχει πλέον η Πόλη, πώς θα εξακολουθήσει να υπάρχει ο Αυτοκράτωρ των Ρωμιών;
Η Ιωάννα της Λωραίνης ετέθη η ίδια επικεφαλής του στρατού της για να τον εμπνεύσει.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, η μεγαλύτερη -μαζί με τον Κολοκοτρώνη- στρατηγική διάνοια της Επανάστασης, φονεύθηκε από ελληνικό προφανώς χέρι. «Άμα ζήσω» είπε λαβωμένος «θα σας αποκαλύψω τον επίδοξο δολοφόνο μου. Άμα πεθάνω, να μου κλάσετε την πούτσα» εννοώντας ότι μετά τον θάνατό του, δίκες και ανακρίσεις κι αστυνομικές έρευνες θα υποδαύλιζαν απλώς τη διχόνοια.
Φίλοι-φίδια γκρέμισαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο από τον βράχο της Ακρόπολης και δολοφόνησαν τον Μάικλ Κόλινς, ηγέτη του αγώνα για την ιρλανδική ανεξαρτησία. «Σκοτώσαν οι δικοί μας» -και όχι οι εχθροί μας- «το γελαστό παιδί» είναι ο σωστός στίχος.
Πολλοί πλήρωσαν με τη ζωή τους όχι την πατριωτική ή την επαναστατική τους δράση μα την ξεχωριστή, αστραφτερή προσωπικότητά τους που δεν χωρούσε σε καλούπια. Σε περιόδους έκρυθμες, ο φθόνος των μέτριων μεταμφιέζεται σε ιδεολογία. Έτσι χάθηκε ο Λόρκα και η Ελένη Παπαδάκη, η πιο προικισμένη ηθοποιός της γενιάς της...
Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη τους ήρωες. Με τη θυσία τους αποδεικνύουν ότι υπάρχει κάτι υψηλότερο και διαρκέστερο από τον πρόσκαιρο βίο. Με το αίμα τους χαράσσουν τις κόκκινες γραμμές της αξιοπρέπειας. Θέτουν τα «ως εδώ» στη φυσιολογική ανθρώπινη ενδοτικότητα. «Εάν εκείνος έδωσε τη ζωή του για το κοινό καλό, εσύ δεν θα προσφέρεις ούτε μια μέρα – δεν θα ρισκάρεις ούτε το ελάχιστο;» ρωτάει τον καθένα μας η συνείδησή του.
Οι κοινωνίες διαπλάθουν τους ήρωες κατά τις ανάγκες τους. Στρογγυλεύουν τις αιχμές, ξεχνάνε σκόπιμα της αντιφάσεις τους, τους μεταμορφώνουν από ανθρώπους σε σύμβολα.
Στις δοξαστικές αφηγήσεις, η Ιφιγένεια αντικρίζει το μαχαίρι με το μεγαλείο μιας πριγκίπισσας. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης διασχίζει τον παρακρατικό όχλο με το κεφάλι ψηλά, δεν θα καταδεχόταν -σύμφωνα με τους αγιογράφους του- να ρίξει ούτε βλέμμα στο τρίκυκλο. Ο Αλέκος Παναγούλης στουκάρει για να συναντήσει το πεπρωμένο του και ο Παύλος Μπακογιάννης γίνεται γενναιόδωρα λίπασμα για την εθνική συμφιλίωση και τη δημοκρατία.
Κι όμως οι ήρωες φοβούνται. Πονάνε. Πενθούν για τη μοίρα τους. Κανείς δεν αγκαλιάζει με χαρά τον Χάρο. Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα. Το ομολογεί ευθαρσώς κι ο Αχιλλέας ακόμα στον Οδυσσέα: Κάλλιο να'σαι ο τελευταίος δούλος στον κόσμο των ζωντανών παρά ο βασιλιάς του Άδη...
Οι Έλληνες έπλευσαν προς την Τροία. Ο Αγαμέμνων καταξιώθηκε ως αρχιστράτηγος. Η θυσία της Ιφιγένειας έπιασε τόπο. Όπως έπιασαν τόπο όλες οι ηρωικές θυσίες - ειδάλλως οι ήρωες θα μας ήταν άγνωστοι, καθώς η Ιστορία γράφεται από τους νικητές.
Για την Κλυταιμνήστρα ωστόσο τίποτα δεν μετράει μπροστά στη σφαγή της θυγατέρας της. Εμπρός στο κοριτσάκι της, που τής το στέρησαν, τύφλα να έχει και το δίκιο των πολλών και τα υψηλά ιδανικά και η δόξα. Σφίγγει τα δόντια δέκα χρόνια και έπειτα εκδικείται με μαχαίρι δίκοπο τον δολοφόνο και πατέρα του σπλάχνου της.
Ποιος θα βρεθεί να κατηγορήσει την Κλυταιμνήστρα;
σχόλια