Το εγχείρημα ακούγεται παράτολμο. Δυο έργα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους (Η Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ και το Τι είδε ο μπάτλερ του Τζο Όρτον) θα ανέβουν τον Δεκέμβριο με κοινό concept στο Πειραιώς 260, στον χώρο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Οι παραστάσεις θα έχουν κοινό σκηνικό, μουσική και κοστούμια και θα παίζονται εναλλάξ, με εξαίρεση το Σάββατο (που θα παίζονται η μία απογευματινή και η άλλη βραδινή) και την Κυριακή που θα παίζονται σε μία ενιαία παράσταση.
Και στους δυο θιάσους συμμετέχουν λαμπρά θεατρικά ονόματα - τα περισσότερα γνωστά από τα χρόνια του θεάτρου Αμόρε. Στη Δωδέκατη Νύχτα παίζουν, μεταξύ άλλων, η Ιωάννα Παπά, ο Χρήστος Λούλης, η Μαρίσσα Τριανταφυλίδου και ο Αργύρης Ξάφης, ενώ ο θίασος του Τι είδε ο μπάτλερ περιλαμβάνει τον Γιώργο Γλάστρα, τη Λυδία Φωτοπούλου, τον Κώστα Μπερικόπουλο και την Άννα Καλαϊτζίδου. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος διευκρινίζει πως ενώ πρόκειται για δυο ξεχωριστές παραστάσεις, και στις δύο θα συμμετέχουν όλοι οι ηθοποιοί. Εκεί που θα παίζει ο ένας θίασος, ο άλλος θα παίζει μουσική ή θα επεμβαίνει.«Σαν δυο παράλληλοι κόσμοι» προσδιορίζει.
Τα δυο έργα μοιάζουν αταίριαστα. Τι σχέση μπορεί να έχει η φαρσοκωμωδία του Όρτον της εργατικής Βρετανίας του '60 με ένα από τα πιο ονειρικά έργα του Σαίξπηρ, πέραν της βρετανικότητάς τους; Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ισχυρίζεται ότι οι ομοιότητες είναι πολύ περισσότερες από τις διαφορές. «Πιστεύω ότι έχουν κοινή θεματολογία. Μέσα από το πρίσμα της κωμωδίας, εξετάζονται η αλλαγή ταυτότητας, το παράδοξο. Αλλά μιλούν και για θέματα που με αφορούν και εμένα προσωπικά και όλους μας: η τρέλα των ρόλων και της ταυτότητας. Όλοι παίζουμε ρόλους κι όλοι φτάνουμε στα όρια της τρέλας και του παραλογισμού χάρη σε αυτούς τους ρόλους. Υπάρχει ένας κατακερματισμός της εικόνας και του εαυτού. Τα μοτίβα των δυο έργων είναι τα ίδια: παρενδυσία, αγόρια που ντύνονται κορίτσια, κορίτσια που ντύνονται αγόρια κι όλο αυτό το δράμα και η αγωνία της ψυχολογικής επιβίωσης». Τα έργα του Όρτον, βέβαια, συχνά ανεβαίνουν ως καθαρόαιμες φάρσες με μια εσάνς σεξοκωμωδίας. «Κι όμως, ο Όρτον θύμωνε πολύ όταν τον τοποθετούσαν στους καθαρά εμπορικούς και θεωρούσε ότι τα καλύτερα ανεβάσματά του γίνονταν σε γερμανικούς θιάσους ως σκληρές κωμωδίες. Έχει πολύ καλή αίσθηση του μηχανισμού της κωμωδίας, με τον ίδιο τρόπο που έχει καλή αίσθηση και ο Σαίξπηρ - ο χρόνος το έχει αναδείξει αυτό. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως στην εποχή του και ο Σαίξπηρ θεωρούνταν λαϊκός. Τον έβλεπαν ως μπίζνεσμαν που έγραφε non-stop λαϊκά έργα. Είναι αστείο το πώς παλεύουν τα λόγια και τα προσφιλή στο κοινό στοιχεία μέσα στον χρόνο. Η απόσταση αναδεικνύει κάποιες αρετές, που τότε είχαν ξεπεραστεί». Πώς πήρε την απόφαση να κάνει κωμωδία φέτος;
«Με ενδιέφερε πολύ η κωμωδία. Νομίζω ότι σε εποχές στριμώγματος, και δεν εννοώ οικονομικού, αλλά όλη αυτή την έλλειψη ταυτότητας, την πίεση , τον κατακερματισμό, το γέλιο θα είναι μια μορφή θεραπείας. Κακώς το θεωρούμε μια δευτερεύουσα, εμπορεύσιμη διαδικασία. Υπάρχει μια φράση του Μπέκετ - δεν τη θυμάμαι ακριβώς, οπότε την παραφράζω "Τα πράγματα θα γίνουν όλο και χειρότερα μέχρι να αρχίσεις να γελάς"».
σχόλια