Θυμάμαι το Κόρθι σαν ένα μαλακό ύφασμα, ένα πανί αναμνήσεων, τρύπιο, αλλά γεμάτο ζέστη. Το μικρό μαγαζάκι της κυρα-Μαρίας, μερικά υγρά, φορτωμένα χειμερινή θλίψη καλοκαιρινά απογεύματα, με Γάλλους τουρίστες να ζουν ανάμεσα στους αγαθούς νησιώτες. Ένα όνειρο μέσα σ’ ένα άλλο. Και ένα θεατρικό σκηνικό, πνιγμένο στην ασάφεια και την προσμονή. Αυτή ήταν η Άνδρος. Δεν είμαι όμως και τόσο σίγουρος. Ήταν όμως εκείνο το όνειρο ενός παιδιού που διέλυσε τις αισθήσεις του, ξυπνώντας το από έναν δυσδιάκριτο εφιάλτη, ανάμεσα σε διθέσια ποδήλατα και θεόρατα γλυκίσματα. Το πρώτο σημάδι ήταν η πείνα. Μια αφόρητη πείνα τρύπησε το στομάχι του, σαν τυφλός οδοιπόρος άπλωνε το χέρι σε μια οικεία γεύση, αλλά η έλλειψη όλο και γιγαντωνόταν, μέχρι που σαν ημίτρελο το παιδί βγήκε στους δρόμους, μισό κοιμισμένο, μισό ξύπνιο, μακριά από τις συνθήκες μιας κατανοητής υπνοβασίας.
Περνώντας ανάμεσα από ζεστά αναψυκτικά και όγκους ζεστής ζύμης, το αγόρι συνέχιζε αυτή του την ονειρική πορεία και η πείνα, αντί να καταλαγιάζει, αντί να ακυρώνεται από την παραδοξότητα της στιγμής, ολοένα και μεγάλωνε σε ένταση, μέχρι που σωριάστηκε στα φιλόξενα πεζούλια του νησιού, μη γνωρίζοντας κι εκείνο τι να περιμένει. Το νησί μύριζε υγρασία και μέλλον.
Η καρδιά του κόντευε να σπάσει από την αδιανόητη αυτή αλήθεια. Σε λίγο δυο άντρες ήρθαν και το πήραν. Δεν είπε κανείς το παραμικρό. Φορούσαν μαύρα κοστούμια και καπέλα και με τόσο μειλίχιο τρόπο ανέβασαν το αγόρι σ’ ένα κάρο κι έφυγαν, σαν να ήταν όλα από πριν κανονισμένα. Το παιδί δεν διαμαρτυρήθηκε, κοιτούσε το νησί να τρέχει με ταχύτητα μπροστά στα μισόκλειστα μάτια του και περίμενε πού θα κατέληγε η αναπάντεχη πορεία του κάρου. Οι άντρες, οι οποίοι κάθονταν μπροστά, κάθε τόσο γύριζαν κι επιβεβαίωναν ότι ο μικρός βρίσκεται στη θέση του, κουνούσαν το κεφάλι τους πάνω κάτω, σαν να ήθελαν έτσι να σιγουρευτούν ότι το σχέδιο εκπονείται χωρίς προβλήματα. Το κάρο δεν ήταν αόρατο, όμως κανείς από τους νησιώτες που αντίκρισαν τη σκηνή δεν απόρησε με τη μεταφορά του παιδιού, από δύο αγνώστους, μάλιστα, άνδρες.
Η πείνα δεν έλεγε να κοπάσει, ακόμα κι όταν το αγόρι έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στο μαλακό χώμα, μπροστά από το σπίτι, όπου ξαφνικά σταμάτησε το κάρο. Δεν έμοιαζε με νησιώτικη οικία, ήταν φτιαγμένο από ξύλο και η κατασκευή του θύμιζε τα σπίτια του αμερικανικού Νότου, αλλά και γύρω από το σπίτι, στην οριζόντια οροσειρά που αχνοφαινόταν από εκείνο το σημείο, το τοπίο δεν θύμιζε πια την Άνδρο αλλά έναν άλλο, ξένο τόπο, σκοτεινό, περιορισμένο, αλλά πνιγμένο σε μια ζωντανή υπόσχεση. Ο ένας από τους άντρες μπήκε για λίγο στο σπίτι και σε λίγο ένευσαν στο παιδί να τους ακολουθήσει. Το αγόρι, χωρίς καθόλου ν’ ανησυχεί, έκανε μερικά θαρραλέα βήματα μέχρι την πόρτα, κοίταξε για λίγο πίσω του, σαν να ήθελε να προλάβει κάτι απροσδιόριστο, και ύστερα μπήκε στο σπίτι. Το πρώτο δωμάτιο ήταν μια μεγάλη σάλα, άδεια από έπιπλα, μόνο μια πολυθρόνα στο βάθος, δίπλα σε μια δεύτερη πόρτα, που οδηγούσε προφανώς σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Τίποτα δεν φαινόταν ότι θα έσπαγε την ησυχία εκείνης της αλλόκοτης στιγμής, μέχρι που ο ένας από τους άντρες είπε, «Ωραία, πες μας, τι συμβαίνει;... γιατί ήσουν τόσο ανήσυχος;... και τι κάνεις εδώ;... στην Άνδρο...». Το παιδί δεν φάνηκε ν’ απόρησε με τις ερωτήσεις, τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι του έδινε και μεγάλη σημασία, και είπε «Πεινάω... δεν μπορούσα να κοιμηθώ... δεν έχω ξαναπεινάσει τόσο... νόμιζα ότι θα εκραγεί το στομάχι μου από την πείνα... με τη μαμά μου ήρθα εδώ... εδώ γεννήθηκε η μητέρα της...». Ο δεύτερος άντρας, εκείνος που ακόμη παρέμενε βουβός, εξαφανίστηκε για λίγο στο μέσα δωμάτιο κι επιστρέφοντας κρατούσε στα χέρια του μια μεταλλική συσκευή - περιμετρικά ήταν στολισμένη μ’ ένα ασημένιο σχέδιο. Έμοιαζε βαριά και με αστείες κινήσεις την ακούμπησε μπροστά τους. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε αυθόρμητα ο μικρός. «Το μέλλον, τι άλλο;», απάντησαν και οι δύο άντρες μαζί και σχεδόν ξεκαρδίστηκαν που το παιδί δεν κατάλαβε το αυτονόητο. «Και τι πρέπει να κάνω τώρα δηλαδή εγώ;», συνέχισε ο μικρός και πλησίασε τη συσκευή. «Κοίτα μέσα, κοίτα μέσα!», είπαν ξανά
και τότε το αγόρι κόλλησε το πρόσωπό του στην πάνω πλευρά της ασημένιας επιφάνειας.
Το μεσημέρι έκαιγε στην παραλία. Κολυμπούσαν όλοι στης Γριάς το Πήδημα, σ’ εκείνη τη μεταφυσική παραλία του νησιού. Με έπιασε μια φοβερή πείνα. Στον δρόμο, μπροστά εγώ, ένα παιδάκι, ακολουθούσε ο αδερφός μου, μια σκηνή που έβλεπα τα επόμενα χρόνια σε φωτογραφία. Η πείνα ήταν ένα μαρτύριο. Ξύπνησα και δεν ήταν εκεί κανείς. Ούτε η μητέρα μου. Νόμιζα πως μ’ εγκατέλειψαν. Βγήκα στον δρόμο και όσοι με είδαν ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Ήθελα να πάρω ένα τσεκούρι και να τους ανοίξω τα κεφάλια στα δύο. Πεινούσα. Από πού να πιαστώ, μπήκα στην άμαξα. Ίσως εκεί να υπήρχε κάτι φαγώσιμο, εκείνοι οι δύο κύριοι δεν φαίνονταν κακοί. Όμως, αντί για φαγητό, μου έδειξαν μια μηχανή. Δεν ήταν δική μου ευθύνη. Πώς μπορεί να είναι κανείς τόσο σκληρός με τους συνανθρώπους του; Εκεί βρίσκονταν όλα όσα δυστυχώς πρόλαβα να δω. Ήμουν νέος ακόμα, αλλά όχι πολύ. Τα περισσότερα φάνηκαν σαν να βλέπει κανείς ένα φιλμ, το μέλλον χωρίς αισθήσεις.
Έχασα κάθε ενδιαφέρον για την επερχόμενη ζωή μου. Τους ξεπάστρεψα όπως τους άξιζε. Τα κοστούμια τους γέμισαν αίμα. Βγήκα απ’ το σπίτι, η πείνα μου ήταν αφόρητη. Ήταν πια αργά, ίσως η μητέρα μου κάτι να είχε αγοράσει από τον φούρνο, ίσως γλυκά, έστω ένα κουλούρι.
σχόλια