Ανακάλυψα πρόσφατα μια παλιά φωτογραφία μου ντυμένο τσολιά να απαγγέλλω όλο καμάρι κάποιο πατριωτικό ποίημα σε γιορτή του δημοτικού για την 25η Μαρτίου, έχοντας ήδη θριαμβεύσει ως Μάρκος Μπότσαρης στο διαχρονικό σχολικό σκετς «Οι Σουλιώτες». Στο φόντο χάρτινα σημαιάκια χιαστί, βλοσυροί αγωνιστές του '21 που φάνταζαν ημίθεοι στην παιδική φαντασία και γαλανόλευκες επιγραφές «ζήτω το έθνος». Δάσκαλοι και γονείς χειροκροτούσαν, οι γείτονες καμάρωναν που ο κανακάρης τους θα ήταν σημαιοφόρος στην παρέλαση της επομένης, ενώ την «εθνική διαπαιδαγώγηση» συμπλήρωναν αποβραδίς στην ασπρόμαυρη TV ο «Παπαφλέσσας» με τη «Λασκαρίνα». Ήταν επί χούντας ή λίγο μετά, δε θυμάμαι, άλλωστε τα ίδια πάνω-κάτω επετειακά σκηνικά εξακολουθούν να παίζουν στα σχολεία – τη διαφορά κάνουν μόνο κάποιοι πιο φιλότιμοι εκπαιδευτικοί -, υπάρχουν ευτυχώς τουλάχιστον περισσότερες τηλεοπτικές επιλογές γιατί πόσες φορές πια να δεις τον Στέφανο Στρατηγό να γλυκοφιλά τον ηρωικώς πεσόντα στο Μανιάκι Παπαμιχαήλ;
Σταδιακά η εθνοπατριωτική κατήχηση έγινε λιγότερο ασφυκτική. Οι καιροί αλλάξανε, τα μαθητούδια «ξεπετάχτηκαν» περισσότερο, οι κριτικές αναγνώσεις της ιστορίας – μέχρι και τη μεταπολίτευση, η μόνη σχεδόν «εναλλακτική» ήταν η μαρξιστική εκδοχή του Κορδάτου (Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επανάστασης, 1924) - πολλαπλασιάστηκαν. Αρχίσαμε έτσι να αποκτάμε μια σφαιρικότερη αντίληψη των γεγονότων της «Παλιγεννεσίας», πέρα από τη σκοπιμότητα, την εξιδανίκευση και τον μύθο. Αρκετοί Έλληνες ξέρουν πια ή έχουν ακούσει ότι το Κρυφό Σχολειό ήταν ένας μύθος, ότι το Πατριαρχείο αντιμαχόταν τον ξεσηκωμό, ότι ο Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία πρόδωσε τους Ρουμάνους «συντρόφους» δολοφονώντας τον αρχηγό τους, ότι οι εξεγερμένοι φαγωθήκανε περισσότερο αναμεταξύ τους στους εμφυλίους 1823-25 παρά από τους Τούρκους, ότι εγκλήματα πολέμου φυσικά κάναμε κι εμείς, ότι πολλοί καθαγιασμένοι οπλαρχηγοί είχαν απεχθείς πλευρές (ο Κολοκοτρώνης καταχράστηκε τα λάφυρα της Τριπολιτσάς, ο Καραϊσκάκης λεηλάτησε την απελευθερωμένη Πελοπόννησο, ο Μιαούλης κι οι Μαυρομιχαλαίοι ήταν φιλάργυροι και σφόδρα τοπικιστές κ.λπ.), ενώ άλλοι ειδικεύονταν στα «καπάκια», ότι το '21 δεν επαναστάτησαν μόνο «Έλληνες το γένος» αλλά επίσης Αλβανοί (δίχως μάλιστα τους Αρβανίτες δεν θα σώναμε να λευτερωθούμε), Βλάχοι και άλλες εθνότητες, ότι η επαναστατημένη Ελλάδα υπήρξε εξαρχής «αποικία χρέους» με τα λαμόγια της εποχής να προσπορίζονται δάνεια επί δανείων, ότι η ίδια η ημερομηνία της 25ης καθιερώθηκε αυθαίρετα ώστε να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό κ.λπ.
Μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε (και θα όφειλε) να αλλάξει όλη τη φιλοσοφία αυτού του εορτασμού. Να προβάλλει περισσότερο το διεθνιστικό, σοσιαλιστικό σχεδόν πνεύμα του Θούριου του Ρήγα και τον κοινωνικό χαρακτήρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, του μόνου που ευοδώθηκε στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο.
Κάτι όμως το «μακεδονικό», κάτι η μεταναστευτική «απειλή», κάτι η ακροδεξιά επέλαση, κάτι η κρίση μακράς διαρκείας, η σοβινιστική ρητορική ανέκαμψε δριμύτερη και διαχύθηκε στο σύνολο σχεδόν της κοινωνίας. Οι εθνικές επέτειοι γίνανε σημεία αναφοράς του «νέου εθνικισμού», στα περισσότερα σχολεία δημιουργούνταν θέμα αν ως σημαιοφόροι ορίζονταν αριστούχοι αλλοδαποί, παρελαύνοντες καταδρομείς απειλούσαν φωναχτά «να πιούνε το αίμα Τούρκων, Αλβανών και Σκοπιανών». Ακόμα και κείνο το αξιοπρεπέστατο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Σκάι στο 1821 είχε ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεις το '11 επειδή αμφισβητούσε κάποια θέσφατα. Μόνη θετική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, η απαξίωση ενγένει του μεταξικού θεσμού των παρελάσεων, οι «περικοπές» (βασικά σε πτήσεις αεροσκαφών, που όμως επανήλθαν πέρσι) και η μετατροπή τους σε βήμα πολιτικής διαμαρτυρίας για να φτάσουμε στην «πρώτη φορά αριστερά» - με ολίγη λαϊκοδεξιά σος - κυβέρνηση που, αντί να τις καταργήσει οριστικά, έπιασε να τις μετατρέψει σε open air παλλαϊκό «ρέιβ» με χορούς και νταούλια που θυμίζει πράγματι εθνοπατριωτικό χουντογλέντι στο πλαίσιο που γίνεται. Μια πράγματι ρηξικέλευθη αντιπρόταση θα ήταν π.χ. κάτι σαν το Rave Parade που διοργανώνεται την παραμονή στο Αμαξοστάσιο του ΟΣΕ στο Θησείο με σύνθημα «Πάρτι ή Θάνατος!». Άνευ στρατιωτικής παρελάσεως, βεβαίως – κι ας πήγαιναν τα 840.000 Ευρώ που την κοστολογεί η Διεθνιστική Αντιπολεμική Κίνηση στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Ουδείς νομίζω θα διαφωνούσε, άντε ο Πάνος λιγουλάκι να μελαγχολούσε.
Κι όμως μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε (και θα όφειλε) να αλλάξει όλη τη φιλοσοφία αυτού του εορτασμού. Να προβάλλει περισσότερο το διεθνιστικό, σοσιαλιστικό σχεδόν πνεύμα του Θούριου του Ρήγα και τον κοινωνικό χαρακτήρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, του μόνου που ευοδώθηκε στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Να δείξει πως πανίσχυροι θεσμοί όπως η Ιερά Συμμαχία αναγκάστηκαν χάρη στη διεθνή αλληλεγγύη να κάνουν πίσω (και για τους δικούς τους βεβαίως λόγους). Πώς οι εσωτερικές έριδες και η εξάρτηση από το ξένο χρήμα παραλίγο να πνίξουν το νέο έθνος στη γέννησή του. Να προβληματιστεί πάνω στο πώς από το Σύνταγμα της Τροιζήνας το '27 – από τα πιο φιλελεύθερα και προχωρημένα της εποχής – καταλήξαμε σε μια ξενόφερτη βασιλεία. Να αναρωτηθεί πάνω στη στρεβλή εθνική ταυτότητα που έκτοτε φτιάξαμε. Και άλλα πολλά. Τέτοια αυτοσυνείδηση χρειαζόμαστε. Χωρίς παρωπίδες και ιδεοληψίες περιττές αλλά με την υγιή εκείνη «ανασφάλεια» που, προς τιμή του, σημείωσε σε σχετική επιστολή του στα σχολεία ο νέος υπουργός Παιδείας. Άλλωστε «όποιος συλλογάται ελεύθερα, συλλογάται καλά». Τα άλλα είναι παράτες.
σχόλια