ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Αν σου πω ότι ένα εστιατόριο είναι καλό, μην το δέσεις και κόμπο!

Αν σου πω ότι ένα εστιατόριο είναι καλό, μην το δέσεις και κόμπο! Facebook Twitter
5

Τις προάλλες ξαναβρέθηκα να τρώω σε ένα από τα αγαπημένα μου μαγαζιά, από κείνα που με πολύ συγκινητικά λόγια και άκρατο ενθουσιασμό, έχω κατά καιρούς συστήσει και σε σένα. Που μπορεί και να έφαγες αξέχαστα, αλλά μπορεί και να με σιχτιρίζεις τη στιγμή που μιλάμε. Στη θέση της παλιάς νοστιμιάς, είδα να περνά μπροστά από τα μάτια μου η μια ασυναρτησία μετά την άλλη, το ένα «δεν το πιστεύω!» μετά το άλλο μέχρι το «δεν ξαναπατάω» της τελικής πτώσης. Φαινομενικά, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ο ίδιος μάγειρας, η ίδια διεύθυνση, πάνω κάτω το ίδιο μενού. Βάλε-γύρευε, και η δημοσιογράφος σηκώνει τα χέρια και ζητά ταπεινά συγνώμη από το κοινό της. Το ελληνικό παράδοξο όταν, ξαναπηγαίνοντας στο Παρίσι, για παράδειγμα, τρώω μετά 20 χρόνια το ίδιο-ταμάμ φαγητό, στο ίδιο εστιατόριο, με μετρημένους σε βαθμό σχιζοφρενικής ακρίβειας ακόμη και τους κόκκους του αλατιού.

 

Kαι πώς να σε κοιτάξω μετά εγώ στα μάτια και τι νόημα έχει να πληρώνομαι για να καθοδηγήσω την πείνα σου διατηρώντας ταυτόχρονα την επαγγελματική μου αξιοπρέπεια και το κούτελό μου καθαρό;

 

Και να μην ξανακούσω αυτό το “ο τάδε τα παίρνει γι’αυτό γράφει καλά λόγια”. Μας γνωρίζω προσωπικά όλους και σας ορκίζομαι πως κανείς δεν “τα παίρνει” γιατί και κανείς δεν έχει να δώσει. Υπάρχουν γι’αυτό, στο επίπεδο των γκραντέ εστιατορίων άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων, αλλά εκείνοι δεν πιάνουν μολύβι ούτε πληκτρολόγιο για να γράψουν και να σου πουν ότι μαγειρεύουν το καλύτερο φαγητό στον πλανήτη.

 

Στην Ελλάδα, λέει, δεν μπορεί να υπάρξει κριτική εστιατορίων, διότι σε μια χώρα τοσοδούλα σαν την πλατεία του χωριού μου, όλοι μας ξέρουν εμάς τους δέκα που τρώμε πριν από σας για σας, και μας βγάζουν άλλα, εκλεκτότερα όταν πάμε να τους επισκεφτούμε. Αυτό ισχύει. Κάποτε λέγαμε μήπως βγαίνουμε μεταμφιεσμένοι για να σώσουμε την κατάσταση. Αλλά αν πάω με τη μάσκα του Ζορό ή ντυμένη Μπαρμπαρέλα, δεν νομίζω ότι θα περάσω και τόσο απαρατήρητη στο ρινγκ του ιερού σκοπού μου.

 

Γιατί, όμως, στη μικρή μας χώρα κανείς δεν μπορεί να σταθεροποιήσει την ποιότητα μιας χωριάτικης και γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα σου ξημερωθεί το μπιφτέκι ακόμη και στο μαγαζί που το έχεις δοκιμάσει εξηνταπέντε φορές;

 

Για τα πολύ υψηλού γκουρμέ μαγαζιά θα σου πω άλλη φορά. Στη μεσαία έως ταπεινή κατάσταση που αφορά και τους πιο πολλούς από μας, πολλά και διάφορα συμβαίνουν πίσω από την πόρτα μιας κουζίνας.

 

Πιο κακοπληρωμένοι από ποτέ στην ιστορία τους, οι σεφ μαγειρεύουν με τα μυαλά στα κάγκελα και με τα νεύρα στην τσίτα που τους κάνει να καταθέτουν ποδιές και τηγάνια με την πρώτη στραβή-η οποία συνήθως συμβαίνει Σάββατο βράδυ που καίγεται η σάλα. Αν δεν έφαγες καλά είναι που μόλις έφυγε ο παλιός και ο καινούριος ψάχνει ψύλλους στ’άχυρα προσπαθώντας να συντονιστεί στο νέο του πόστο. Που δεν έχει προλάβει να μάθει το μενού. Που δεν έχει προλάβει να φτιάξει καινούριο μενού.

 

Η οικονομία της κρίσης επιβάλλει περικοπές και μειωμένες βάρδιες. Κι ενώ στο εξωτερικό υπάρχει σαφής εξειδίκευση, του τύπου εγώ είμαι εδώ μόνο για να κόβω καρότα σε συγκεκριμένο μέγεθος, το ελληνικό δαιμόνιο-αναγκαστικά κι άμα θέλει ας κάνει κι αλλιώς-όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει. Έχει ρεπό ο μάγειρας της κρύας κουζίνας; τις σαλάτες θα τις φτιάξει ο λατζέρης ανάμεσα στο τρίψιμο ενός τηγανιού και μιας κατσαρόλας. Έχει ρεπό ο σου-σεφ; Το κοκκινιστό θα το μαγειρέψει ο πακιστανός που καθαρίζει, μαθαίνοντας με συνοπτικές διαδικασίες το δέσιμο της σάλτσας-που δεν θα δέσει ποτέ.

 

Άλλοτε πάλι, μια κουζίνα ξεκινά με όλα τα πόστα της στο φουλ, μέχρι να αποφασίσει το αφεντικό, ότι δεν χρειάζεται άλλος να φτιάχνει γλυκά, άλλος σαλάτες κι άλλος χοιρινά κότσια, οπότε ο σεφ αναγκάζεται να μαγειρεύει άρτζη-μπούρτζι σαν το χταπόδι που δεν είναι, με το ένα χέρι να χτυπάει σαντιγύ και με το άλλο να ψήνει ψαρονέφρι.

 

Οι καλές προθέσεις ενός μενού σκοντάφτουν στην ακρίβεια των υλικών. Η παλαιωμένη γραβιέρα από μαδάρα των Αστερουσίων στην πορεία γίνεται κασέρι από σκόνη γάλακτος-δεν βγαίνουμε! σου λέει ο επιχειρηματίας.

 

Ο οποίος έχει κι αυτός την ευθύνη του. Δεν ήξερε δεν ρώταγε τί μανίκι είναι το εστιατόριο; Ποσώς! Διότι αδύνατον να βγάλεις από το μυαλό του έλληνα το αξίωμα: όλοι τρώμε άρα όλοι μπορούμε να γίνουμε καλοί εστιάτορες, κριτικοί γεύσης, blog-ούχοι, εκδότες κι ό,τι άλλο γύρω από ένα πιάτο.

 

Βέβαια, εδώ να τελειώσω και με το στραβό του πελάτη: ακόμη και σε μένα, έχει τύχει πολλές φορές να φάω το ίδιο ακριβώς πιάτο και τη μια να λιποθυμήσω από χαρά και την επόμενη από αηδία. Η έξοδος είναι μια συνολική εμπειρία και η γεύση του φαγητού επηρεάζεται από την παρέα, τον καιρό, αν πήγες στο εστιατόριο για να χωρίσεις ή να στρώσεις ένα πρώτο φιλί.

 

Αλλά και από μια γενικότερη αύρα που μεταφυσικά κυκλοφορεί σε μια σάλα και η οποία έχει να κάνει με τη διάθεση του προσωπικού, της κουζίνας, τα γυρίσματα μιας διάθεσης. Ένα μαγαζί είναι ένας ζωντανός οργανισμός με κέφια που αλλάζουν.

 

Και πάλι σόρυ αν σας έκοψα λιγάκι την όρεξη.

5

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

4 σχόλια
Κυρία Ψυχούλη, γράφετε: "Και να μην ξανακούσω αυτό το “ο τάδε τα παίρνει γι’αυτό γράφει καλά λόγια”. Μας γνωρίζω προσωπικά όλους και σας ορκίζομαι πως κανείς δεν “τα παίρνει” γιατί και κανείς δεν έχει να δώσει"εντάξει, το εμπεδώσαμε, μέχρι το 2010 είχανε οι μαγαζάτορες και σας δίνανε, τώρα δεν έχουνε, δεν δίνουνε - είναι ανάγκη να απαξιώνετε το επάγγελμά σας έτσι ντρέτα-σκέτα? Αν θέλετε να μην σας παίρνουν σοβαρά, αυτό είναι το ευκολότερο (φθάνει να δετούμε ότι σας παίρνανε και ποτέ...). Έγραφε ο αείμνηστος Κ. Παπαγιώργης: "κακό χωριό τα λίγα σπίτια" και είναι αλήθεια...
Μπαΐλντισες και συ καημένη μου και τα λες πια έξω από τα δόντια. Τιμή σε σένα Ελένη αλλά και τιμή στην LiFO που τέλος πάντων αφήνει να γράφονται.. Άπειρες οι βλακώδεις, διανθισμένες με αβυσσάλεα άγνοια "προτάσεις" των δήθεν σεφ, βγαλμένων από την prime time ζώνη, φτιαγμένους από franchise εκπομπής του Πακιστάν, και από σχολεία που μερικά χρόνια πριν ήταν άπλα "μαγειρειό" και ξαφνικά μετονομαστήκαν σε μια νύχτα "ΤΕΙ γκουρμεδιας και αρπακολικης" ..Και βέβαια θα μου πεις ότι όλοι είναι "διεθνώς αναγνωρισμένοι" και "εφάμιλλοι των σεφ των ανακτόρων της Αγγλίας" αλλά θα μου επιτρέψεις α) σαν Βέλγο να επιμένω ότι ένα απλό, απλούστατο, βατερζο από το χωριό μου το Σαρλερουα είναι απείρως νοστιμότερο και ίδιο από τότε που το θυμάμαι πριν σαράντα ρημαδιασμενα χρόνια, από την "σούπα με λαχανικά κομμένα την πρώτη μέρα της άνοιξης, με μπαχαρικά του βουνού και του λόγγου, τριμμένα σε μπούτια παρθένας" όπως βλέπω σε κάτι μενού της κάκιας της ώρας από εστιατόρια δήθεν και δήθεν και β) έχοντας κάνει καλή παρέα εδώ και χρόνια με τον Chris που την εποχή που βρισκόμασταν στο Λονδίνο ήταν μάγειρας του κ. Αλέκου Γουλανδρή ενώ είχε προηγούμενη εμπειρία στο Μπακινγκχαμ, ότι όλα τα ελληνικά μαγαζιά στην Ελλάδα είναι ερασιτεχνικοί πειραματισμοί της αρπαχτης. Έχω να πω όμως ότι αυτή που ήταν ντυμένη σαν την γιαπωνέζα στις αναμνήσεις μιας γκέισας και η δουλεία της ήταν μάλλον να σε κάνει να αισθανθείς άσχημα και κατώτερος της, που όπως καταλαβαίνεις με αυτόν που σου τα γραφεί αυτά ΔΕΝ το κατάφερε, δεν υπήρχε περίπτωση να το καταφέρει, κάτι τέτοιες τις έχω για δεκατιανο, και μου πρότεινε την ντοματοσαλατα με μπουκοβο με τοππινγκ (!) εξτρά παρθένου ελαιολάδου (ο χριστός και η μανά του), είχε πολύ δίκιο και τελικά ήταν το μονό πιάτο που τρωγοτανε.. Και είναι σωστό να σου λέει αερολογίες. Από ένα λαό με μια κουλτούρα που δεν έχει την γεύση μέσα της, το φαγητό του Έλληνα ήταν πάντα ψητά, καρβουνιασμενα κρεατα και σουβλακια, ψωμί, φέτα και κρασί και μάλλον τίποτα άλλο, ενώ δεν υπήρξε ποτέ πραγματική "κουζίνα" με την έννοια της Ευρώπης η της ανατολής, θαμπώθηκε δοκιμάζοντας την Σμυρναίικη κουζίνα, την ανατολίτικη γενικά που είχε φτάσει τις συνταγές της περιοχής σε επίπεδο επιστήμης, με απαιτητικούς μονάρχες αφιερωμένους στη γεύση και ολόκληρα σχεδία κουζίνας σε παλάτια που σε ανατρίχιαζαν και σκαφτόσουν ότι δεν είναι δυνατό το 1605 να είναι τόσο οργανωμένη η κουζίνα, ενώ ξέφυγε τελείως όταν δοκίμασε τις γεύσεις της Ευρώπης, που παλιότερα ήταν ένα μαύρο χάλι, αλλά βελτιώθηκαν γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να τις βελτιώσουν από ένα σημείο και μετά. Ας μην ξεχνάμε ότι για ένα λαό όπως οι γάλλοι και οι ιταλοί που έχουν την τέχνη μέσα τους ακόμα και τις εποχές του Λουδοβίκου που ο λαός πεινούσε (δε είναι το θέμα μας αυτό, επαναλαμβάνω δεν είναι το θέμα μας αυτό) οι κουζίνες των παλατιών κάπνιζαν ολημερίς βγάζοντας τις πιο εκλεκτές γεύσεις. Κοιτώ χαζά μια επίτομη μαγειρική την Cuisine de Tante Marie που άνηκε στην γιαγιά μου και προσπαθώ να την συγκρίνω με τις "Γρήγορες Συνταγές του Ηλία" - το όνομα τυχαίο και φυσικά μένω κάγκελο.Ως ποτέ παλικάρια θα τρώμε σουβλάκια επιτέλους? Για το Βέλγιο δεν σου λέω, τα ξέρεις.. έχουμε και εκεί κόπανους που νομίζουν ότι πουλανε φαγητό, αλλά προσπαθούμε να τους περιορίσουμε.. βασικά το καταφέρνει η αγορά που δεν πολυγουσταρει τους αεριτζήδες και από κει ξεκάνει το καλό κομμάτι.. αλλά μείνε κόκκαλο Ελένη γιατί σε πρόσφατο ταξίδι στα Τίρανα (ναι στα Τίρανα) έκαναν πολύ καλυτέρα αυτό που ξέρουν, ψητά κρεατα και ψάρια, κρασί, λευκό τυρί, ψωμάκι φρέσκο, (χωρίς Μπουκάβου και σως από κέρατα ταράνδου μη χεσω) αλλά ψημένο σωστά και όχι κατακαμένο. ΠΟΙΟΣ έμαθε στους έλληνες να ψήνουν κρέας? Το καημένο το κρέας… ΑΑΑΑ και σωστά τιμολογημένο.. όχι φύκια για μεταξωτές κορδέλες.. Μαγαζάκι με ωραία ψημένα ψαράκια με ένα μοσχομυριστο λαδολέμονο με ανιθακι μέσα, άσπρο τυράκι, καυκαληθρες σαλατουλα, ψωμακι άζυμο φρέσκο από τον ξυλοφουρνο που ήταν απ έξω, ζωντανή μουσικουλα, λευκό και ροζέ κρασάκι του μαγαζιού για δυο άτομα, 15 ευρώ, του σκασμού.. Τίμιο πιάτο, τίμια τιμή, τίμιο φαγητό.. καλά σερβιρισμένο, καθαρό μαγαζάκι με νεαρούς και νεαρές σερβιτόρους και τρία παιδιά στα όργανα, την πιο έξω κάρδια ορχήστρα που έχω δει (και ακούσει) ποτέ μου.. Μου παιξανε και τα παιδιά του Πειραιά και εγώ τους κέρασα ένα κρασάκι.. Πέσε κάτω Ελένη από την ζήλεια.. .. Σε πιο πρόσφατη επίσκεψη στο Ελσίνκι, που ομολογουμένως είναι ακριβές οι υπηρεσίες αν και η ζωή είναι ίσως ένα 10% ακριβότερη από εδώ, σε εστιατόριο μεινστρημ, σούπα Σολωμού, πέννες με Σολωμό (αν δεν φας Σολωμό στην Φιλανδία, άστο, φάε τα παπούτσια σου καλυτέρα) και δυο μπύρες τοπικές, 15 ευρώ για ένα άτομο αυτή τη φόρα.. Σωστά μαγειρεμένα, σωστά σερβιρισμένα, η μια μπύρα κέρασμα, όμορφο μαγαζί, χωρίς πολλές φανφάρες ελληνικού τύπου που η καρέκλα είναι πιο ωραία από το πιάτο, δίνοντας βάση στη διακόσμηση και το τουπέ αντί για το πιάτο..Και το τελευταίο γιατί σεπρηξα και έχεις και συ τα δίκια σου φουκαριάρικα.. Στο δρόμο που εμένα στο Ελσίνκι, το μαγαζί του Τούρκου.. ένα μαγαζί απίστευτο, με χαλάκια στα τραπέζια με χαλάκια κάτω, με μπακίρια και χάλκινα παντού, με έναν τούρκο που το κεφάλι του ήταν σαν κεφάλι τυρί και το χαμόγελο έπιανε από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, ξενυχτάδικο μαγαζί (για Ελσίνκι) με κεμπάπ θεϊκό.. ούτε στο Βέλγιο έτσι.. αφρός Ελένη μου αφρός.. Στο νέο ηράκλειο επιστρέφοντας, μια μερίδα γύρος (λέω τι στο διαλο, αυτό τουλάχιστον το ξέρουν, αλλά που..) μια μερίδα πατάτες που λυγάνε ότι ήταν φρέσκες, εμένα για Μακάν μου κανανε και πίστεψε με ξέρω από αυτά, μια κάιζερ και ένα άψητο τυλιχτό σε ένα μαγαζί μηδέν, 26 ευρώ… Κάποτε θα σου πω και για αυτό που ομολογουμένως ΠΡΕΠΕΙ να περιγράψω για να μαθαινουνε μερικοί, μερικοί για το εστιατόριο που βρίσκεται στον τελευταίο όροφο του Μακεδονία Παλλάς, πριν κλείσει και ξανανοίξει, Εμπειρία από τις λίγες.. αλλά και για τους δημοσιογράφους που περιγράφεις, τους βουτηγμένους στην ασχετοσύνη που χρησιμοποιούν την ιδιότητα τους μονό για να βάζουν την παρέα τόση μέσα στα posh μαγαζιά, άσχετα με το τι θα φανέ οι υπόλοιποι.. ΑΥΤΟ το λένε ανευθυνότητα.. αλλά τους τα χωνουνε για να γράφουν σαχλαμάρες και το ξέρω και το ξέρεις.. ΤΑ ΜΥΔΙΑ ΠΑΝΕ Μ Ο Ν Ο ΜΕ GEWURZTRAMINER
μπα..μην σας απασχολεί κα Ψυχούλη, αυτά είναι γνωστά..άλλωστε στην Ελλάδα όπως τραγουδούσε και ο Παπάζογλου ''όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν''..με κοινό παρονομαστή την ασυνέπεια των ''επαγγελματιών'' του κλάδου και τις υψηλότατες τιμές σε σχέση με αυτά που προσφέρουν..