Εκ πρώτης όψεως, ο κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ (να πέσει η κυβέρνηση) απέτυχε. Το ίδιο και ο δευτερεύων στόχος, να υποστεί κάποιο σοβαρό πλήγμα η Κυβέρνηση ή έστω να πιεστεί πολιτικά. Ούτε αυτό συνέβη. Οι κυβερνητικοί βουλευτές-Υπουργοί στάθηκαν εύκολα στη συζήτηση, ο δε ΣΥΡΙΖΑ δεν προσέθεσε κανένα νέο στοιχείο στην επιχειρηματολογία του. Αντιθέτως σε πολλά σημεία βρέθηκε να απολογείται εκείνος για το timing της μομφής και φυσικά για τις εσωτερικές του διαφωνίες.
Ωστόσο, είναι πρόωρο να μιλήσουμε για «αποτυχημένη» πρωτοβουλία. Και δεν στέκομαι μόνο στα εσωτερικά θέματα που αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από αυτή την πρωτοβουλία ή την αποχώρηση 1 από τους 5 βουλευτές που συνιστούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το βασικότερο είναι ότι η διαδικασία της πρότασης μομφής θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο όλων των κοινοβουλευτικών μαχών που θα δοθούν μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους. Ως προς αυτό υπάρχει μια βασική παράμετρος που έως τώρα δεν έχει καθόλου αναλυθεί: πώς θα λειτουργήσουν οι βουλευτές ενόψει των επόμενων κρίσιμων και δύσκολων νομοσχεδίων, μετά την πρόταση μομφής. Καθότι υπάρχει η πιθανότητα ορισμένοι εξ’ αυτών να θεωρήσουν ότι η στάση τους στην πρόταση μομφής τους "απελευθερώνει" και πλέον μπορούν να καταψηφίζουν τα επίμαχα νομοσχέδια, θεωρώντας παράλληλα ότι με την χθεσινή ψήφο τους είναι πολιτικά και παραταξιακά "καλυμμένοι". Θα πρέπει να δούμε δηλαδή αν η καταψήφιση της πρότασης μομφής ήταν συνειδητή στήριξη στην κυβέρνηση ή αν ήταν απλώς το άλλοθι περαιτέρω διαφοροποιήσεων. Αν ο προβληματισμός που θέσαμε επιβεβαιωθεί, η πρόταση μομφής θα έχει αποδειχθεί ότι είχε στρατηγική χρησιμότητα.
Το ύφος της συζήτησης αδίκησε τους πρωταγωνιστές της. Σε μια κρίσιμη κοινοβουλευτική διαδικασία μιας χώρας σε κρίση, η ηγεσία της αναλώθηκε σε διαξιφισμούς κατώτερους των περιστάσεων. Και ο κ. Σαμαράς και ο κ. Τσίπρας έχουν επιδείξει πολύ καλύτερες κοινοβουλευτικές στιγμές από χθες. Ο μεν Τσίπρας έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι η πρόκληση για τον ίδιο είναι η ενίσχυση του πρωθυπουργικού του προφίλ, όχι να δείχνει «άνετος» και «αεράτος». Ο δε Σαμαράς, πρωθυπουργός εν καιρώ κρίσης, έπεσε στη ίδια παγίδα. Ενώ σε επίπεδο δομής και επιχειρηματολογίας η ομιλία του ήταν στέρεη, σε ορισμένα σημεία παρασύρθηκε λες και ήθελε να αποδείξει ότι είναι «πιο μάγκας» από τον αντίπαλό του. Αφιέρωσε επίσης υπερβολικά μεγάλο κομμάτι της ομιλίας του στον Τσίπρα. Εν μέρει κατανοητό στρατηγικά (είχαμε γράψει παλαιότερη ανάλυση εδώ στο LIFO.gr για το γεγονός ότι η ΝΔ θα βάλει τον ΣΥΡΙΖΑ στο κάδρο της κριτικής ώστε αυτός να μην ψαρεύει ανενόχλητος σε θολά νερά) ωστόσο χθες υπήρξε κάποια υπερβολή. Άλλο μια συνέντευξη, άλλο η Βουλή.
Βέβαια, μπορεί να πει κάποιος, ότι για ένα κοινό που εδώ και χρόνια έχει εθιστεί σε ρητορική για «δωσίλογους» και «κρεμάλες», βλέπει τηλεοπτικές υστερίες, επιβραβεύει τραμπούκους και δεν παρακολουθεί δα και το βρετανικό κοινοβούλιο ανελλιπώς, αυτά είναι λεπτομέρειες.
Φαίνεται σωστό, δεν είναι σωστό. Διότι εκτός από την ανάγκη εκτόνωσης των «απασφαλισμένων» ψηφοφόρων, υπάρχει ένα πολύ σημαντικότερο δεδομένο: το καθολικά κυρίαρχο αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας, το οποίο ένας μετρημένος (νυν ή υποψήφιος) πρωθυπουργός εκφράζει καλύτερα.
Ο «ενδιάμεσος» χώρος μεταξύ των δυο κομμάτων, χθες πήρε μια ανάσα κυρίως λόγω του ύφους της συζήτησης. Η διάκριση εντός Βουλής ήταν εύκολη. Ωστόσο η δυσκολία αυτού του χώρου δεν θα είναι στο κοινοβούλιο όπου οι τακτικισμοί είναι ασφαλείς. Σε επίπεδο κοινωνίας τα πράγματα θα είναι δύσκολα, διότι η πόλωση θα μεγαλώσει και θα συμπιέσει ό,τι υπάρχει στη μέση. Αν λοιπόν ο χώρος αυτός δεν πάρει πρωτοβουλίες οι οποίες αφενός μεν θα δικαιολογούν την χρησιμότητα τους, αφετέρου θα τον επαναπροσδιορίσουν συνολικά, τότε θα συμπιέζονται ολοένα και περισσότερο.
Last but not least. Η αποτυχία της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας επιβεβαιώνει μια άποψη που έχουμε πολλές φορές επαναλάβει: ότι ο κόσμος έχει πλέον κουραστεί. Η κόπωση, μετά από μια 5ετια συνεχούς έντασης, είναι διάχυτη. Αυτό δεν σχετίζεται τόσο με όρους ψυχολογίας, αλλά κυρίως πολιτικής. Δεν σημαίνει παραίτηση, σημαίνει απαίτηση για διαφορετική δράση. Αν το αντιληφθούν σύντομα όσοι είναι με φανατισμό προσανατολισμένοι σε τέτοιες πολιτικές δράσεις θα γλιτώσουν κόπο, πολιτικό κεφάλαιο και θα πάψουν να ταλαιπωρούν τους ίδιους και τους ίδιους ψηφοφόρους τους κάθε φορά...
Η συνέχεια στον προϋπολογισμό.
σχόλια