Σκόπελος, 23 Ιουλίου 1996. Ήταν κλεισμένη σ' ένα δροσερότατο, ησυχότατο δωμάτιο του ξενοδοχείου Neo Klima στο Νέο Κλήμα κι έγραφε από τις εννιά το πρωί μέχρι αργά το βράδυ που πήγαινε να φάει φρέσκα (και φτηνά) αστακουδάκια στην ψαροταβέρνα του κυρ Γιάννη. Μια βουτιά στο διάλειμμα. Μπορεί και δύο. Τίποτα άλλο. Ούτε άραγμα, ούτε τρελά ξενύχτια, ούτε μοχίτος, ούτε play bouzouki gia mena. Δεν είχε χρόνο. Ήταν το πρώτο της μυθιστόρημα για τ' όνομα του Θεού! Καθόταν εκεί, λευκή σαν κουνέλι, κι έβγαζε από ένα αόρατο καπέλο όλα τα μαγικά της κόλπα με τις λέξεις, όλες τις εκατοντάδες χιλιάδες φράσεις που είχε καταβροχθίσει από μικρό παιδί. Έπρεπε να το κάνει αψεγάδιαστο. Εμπνευσμένο. Μοναδικό. Συγκινητικό. Αστείο. Βαθύ. ΤΕ-ΛΕΙ-Ο! Για καλό και για κακό είχε αραδιάσει τις φωτογραφίες του Σάλιντζερ και της Πλαθ ένα γύρω. Ένιωθε ασφαλέστερη να γράφει υπό την αιγίδα τους. Σχεδίαζε σαν στρατηγός την ιδανική δομή κάθε φράσης / παραγράφου / κεφαλαίου κι ύστερα προσπαθούσε να τη δει με τα μάτια του «αντιπάλου». Δεν είχε όμως την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν ο αντίπαλος: οι κριτικοί; Το κοινό; Οι φίλοι της; Αυτός; (καλά, άσ' τον αυτόν. Αυτός ούτε καν της μιλούσε!) Ο χρόνος;
Δεν το ομολογούσε ούτε στον εαυτό της, αλλά μάλλον είχε καταλήξει. Ο χρόνος, αυτός ο μπάσταρδος είναι ο αντίπαλος! Κάθε τόσο έτρωγε ένα φλας: έβλεπε τον εαυτό της, το μελλοντικό της μυθιστόρημα δηλαδή, στα ράφια μιας βιβλιοθήκης - πιο συγκεκριμένα στα ράφια της whitener του Χάρβαρντ (με συγχωρείτε δηλαδή, αλλά τι περιμένατε από το κορίτσι; Να ονειρευτεί τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Άνω Καρδιτσομαγούλας;). Έβλεπε τους φοιτητές του έτους 2055 να ψάχνουν με αδημονία στα ράφια, να το παίρνουν στα χέρια χαμογελώντας και να το κουβαλάνε στη φωλιά τους. Θα έμπαινε σε χιλιάδες σπίτια. Θα τη χάιδευαν χιλιάδες χέρια. Θα ξεχνιόταν σε χιλιάδες μαξιλάρια. Θα ζούσε για πάντα! Αυτή η φράση ήταν τα οκτάνιά της. Δεν την ένοιαζε τίποτα άλλο. Δεν πα να της έκανε καντάδες το βρωμοκαλόκαιρο έξω από το παράθυρό της, δεν πα να μην της μιλούσε ποτέ των ποτέ και εις τους αιώνες των αιώνων αυτός ο ηλίθιος (και γάιδαρος), δεν πα να έβγαζε ο πισινός της κάλους από το καθισιό, δεκάρα δεν έδινε. Αυτή δεν ήταν κορίτσι. Ήταν μια ανθρώπινη μπουλντόζα που άνοιγε μέσα από βάτα κι αγκάθια τον δρόμο της προς την αιωνιότητα.
Το πρωί της 23ης Ιουλίου δεν ήταν σπουδαίο. Τα μάτια της έτσουζαν και ήταν κόκκινα βρικολακί. Η γλώσσα της κολλούσε. Διψούσε. Ζαλιζόταν. Είχε κοιμηθεί δυο ώρες συνολικά. Αυτό το γαϊδούρι έφταιγε. Είχε κουβαληθεί απρόσκλητο στο όνειρό της. «Γιατί δεν μου τηλεφώνησες; Στο διπλανό χωριό είμαι», τη ρωτούσε δήθεν αθώα. «Εσύ γιατί δεν μου τηλεφώνησες;» προσπάθησε να ουρλιάξει έξαλλη από θυμό. Φούσκωσαν οι φλέβες στο μέτωπό της, άνοιξε το στόμα της, αλλά φωνή δεν βγήκε. Ξύπνησε λουσμένη στον ιδρώτα. Αμ δεν θα σου τηλεφωνήσω μέχρι να δεις τον Δαλάι Λάμα φαντάρο σκατοεγωίσταρε, αποφάσισε και ξανάπεσε για ύπνο. Μάταια. Το βλέφαρο δεν έκλεινε με τίποτα. Το αυτί της άρχισε να ξεχωρίζει τις διαδρομές των μυρμηγκιών στο περβάζι. Σηκώθηκε κι άρχισε να καπνίζει άφιλτρα Ζιτάν μέχρι που ήρθε επισήμως η 23η Ιουλίου. Πού να γράψεις όμως με τέτοιες συνθήκες. Το γράψιμο θέλει ηρεμία καλογερική, θέλει συγκέντρωση του μυαλού και μονοκαλλιέργεια. Αφού γέμισε τρεις σελίδες αφγωβνν,μκοθτυ67890-πμν παραιτήθηκε. Σηκώθηκε να πάει στο καφενεδάκι όπου έπινε καμιά φορά τον καφέ της το πρωί.
Όταν έφτασε παραξενεύτηκε. Τους είδε όλους μαζεμένους, όρθιους γύρω απ' την τηλεόραση. Η κυρά Μάρω, ο κύριος Τάκης ο μανάβης και ο παππούς ο Στέλιος που έχυνε μαύρο δάκρυ.
«Τι έγινε, ρε παιδιά;», ρώτησε σκουντώντας τον κυρ Στέλιο στον ώμο.
«Πέθανε η Βουγιουκλάκη», είπε συντετριμμένος ο γέροντας.
«Τι λες τώρα;!», εξεπλάγη εκείνη. «Έτσι ξαφνικά;». Εντάξει είχε απορροφηθεί κάπως παραπάνω από το έργο της και δεν έπαιρνε χαμπάρι τι γινόταν στον κόσμο. Ο παππούς κουνούσε πάνω κάτω το κεφάλι απαρηγόρητος. «Και γιατί κάνεις έτσι; Την ήξερες;», της μπήκε ξαφνικά η ιδέα. «Όχι», είπε αυτός. «Αλλά άμα πέθανε η Αλίκη, θα πεθάνουμε όλοι...».
Εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό κεραυνοχτυπημένη. Ήταν μία απ' αυτές τις στιγμές που η αλήθεια σού δίνει χαστούκι. «Πράγματι, θα πεθάνουμε όλοι», μονολόγησε ενδεής.
Έτρεξε στο τηλέφωνο και σχημάτισε ένα νούμερο.
«Πέθανε η Αλίκη», του είπε μόλις σήκωσε το τηλέφωνο.
«Όχι ρε γαμώτο» είπε αυτός. «Πού είσαι;».
«Στο καφενείο».
«Παράγγειλε καφέ. Έρχομαι».
Survival Guide
Θεωρείται το πιο πράσινο νησί του Αιγαίου και είναι το δεύτερο σε μέγεθος, ανάμεσα στη Σκιάθο και την Αλόννησο. Καταπράσινες πλαγιές, γραφικοί όρμοι, κάτασπρα εκκλησάκια και σπιτάκια. Τα βουνά της Σκοπέλου είναι όλα καταπράσινα με πεύκα, δενδροκαλλιέργειες και κάμπους με δαμασκηνιές και αμυγδαλιές. Το νησί έχει ανεπτυγμένη τουριστική υποδομή και υπέροχη φύση και ενδείκνυται για ήρεμες διακοπές. Αν πάτε και με σκάφος, θα είστε πολύ άρχοντες.
Πώς θα πας: Δεν υπάρχει αεροδρόμιο στη Σκόπελο. Αλλά μπορείτε να πάτε αεροπορικώς στη Σκιάθο, και από εκεί παίρνετε το ιπτάμενο δελφίνι (περίπου 45 λεπτά για τη Χώρα) ή κανονικό πορθμείο (1, 5 ώρες για τη Χώρα). Μπορείτε, επίσης, να πάτε στη Σκόπελο με πλοίο από τον Βόλο και τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Διαμονή: Στον Πάνορμο στο Adrina Beach (23373) και στο Hiras Village(24568). Στη Χώρα στα Διόνυσος (23210), Οστόλιος (23345), Πλεούσα Στούντιο (23141). Η Σκόπελος δεν έχει οργανωμένο κάμπινγκ και το ελεύθερο το κυνηγάνε κάπως. Οι Ατρίνες και η Μηλιά είναι δύο από τις παραλίες που προτιμούν οι free campers.
Φαγητό: Το Αγνάντι ( 33606) στη Γλώσσα είναι μια μεταμοντέρνα ταβέρνα που σερβίρει πεντανόστιμα δημιουργικά πιάτα, όπως βοτανοκεφτέδες και μουσακά με τόνο, ενώ, από την άλλη, στον Θωμά (24460), στο Λιμνονάρι, θα φάτε σούπερ κρεατικά από ζώα που εκτρέφουν οι ιδιοκτήτες της ταβέρνας σε μια κοντινή βραχονησίδα. Στην Χώρα της Σκοπέλου θα βρείτε πολλές επιλογές όπως το Εστιατόριο της Άννας (24734), με τον φοίνικα να αποτελεί σήμα κατατεθέν και με τολμηρά πιάτα όπως σκοπελίτικη τυρόπιτα με φράουλες και αμύγδαλα.
Σπεσιαλιτέ: Φημισμένα προϊόντα της Σκοπέλου είναι το κρασί (φημισμένο από την αρχαιότητα) αλλά και η τυρόπιτα. Η τοπική πίτα καρυδιού είναι μια άλλη σπεσιαλιτέ, και συνήθως σερβίρεται με παγωτό.
Διασκέδαση: Η καρδιά της νυχτερινής ζωής χτυπάει στην πόλη της Σκοπέλου. Τα περισσότερα μπαράκια είναι πολύ μικρά και βρίσκονται στο λιμάνι και τους γύρω δρόμους. Το βράδυ η Χώρα ζωντανεύει και τα μαγαζιά παραμένουν ανοικτά μέχρι αργά. Υπάρχει επίσης μια ντίσκο στη Γλώσσα.
Παραλίες: Όλες παραλίες του νησιού είναι με βότσαλο, εκτός από το Λιμνονάρι. Αν φθάσετε στο νησί με σκάφος ή νοικιάσετε βάρκα, θα έχετε την τύχη να κολυμπήσετε σε υπέροχες ερημικές παραλίες, ενώ με αυτοκίνητο, μηχανάκι ή το λεωφορείο που κάνει συνεχώς δρομολόγια μεταξύ Σκοπέλου και Γλώσσας θα βρεθείτε στην απέραντη Μηλιά, τις μικρούλες Αντρίνες, στη μοναδική Καστάνη, το Χόβολο, το Λιμνονάρι, τον Στάφυλο και το Βελανιό, μία από τις ομορφότερες παραλίες του νησιού που εξακολουθεί να συγκεντρώνει τους αμετανόητους γυμνιστές και όσους αντέχουν το περπάτημα. Στον μοναδικό Πάνορμο το μπάνιο το σούρουπο είναι μια αξέχαστη εμπειρία, αφού λες πως κολυμπάς μέσα σε ένα ποτάμι με χρυσά νερά καθώς ο ήλιος χάνεται στο βάθος του ορίζοντα.
Αξιοθέατα: Τα περίφημα «σεντούκια», αυτοί οι αρχαίοι λαξευτοί βράχοι.
Lifo Choice: Μια βόλτα στη Γλώσσα, ένα χωριό που φέρνει στον νου τη Σαντορίνη, γιατί είναι χτισμένο πάνω σε απόκρημνο λόφο που αγναντεύει τη θάλασσα. Από εδώ μπορείτε να δείτε τη Σκιάθο.
Χρήσιμα τηλέφωνα: Δημαρχείο 22222, λιμεναρχείο 21344, ιατρικό κέντρο 22180, αστυνομία 22235. Κωδικός περιοχής: 24240.
Web: www.skopelosweb.gr, www.skopelos.net
Secret island
Πεζοπορία στο όρος Δέλφι. Η κορυφή του όρους Δέλφι, στα 681 μ., μόνο και μόνο για τη θέα που προσφέρει σε όλες τις Σποράδες! Όμως, και όλη η πεζοπορία ως εκεί, από το τέλος του χωματόδρομου στην περιοχή Αυγέρι, αλλά και το κατέβασμα από τη βόρεια πλαγιά, προς την περιοχή Τσαρπαλά, είναι μια μαγευτική εμπειρία μέσα στο πυκνό πευκοδάσος.
σχόλια