—Κύριε Προβελέγγιε, έχετε χορτάσει τη ζωή σας;
Όχι... Και το 'νιωσα τώρα που έχτιζα ένα δωμάτιο ‒ συμπλήρωμα στο σπίτι μου στη Σίφνο. Όπως οι κάστορες, οι ακατάστατοι, που μαζεύουν ό,τι ξύλα βρουν, μέχρι και ολόκληρα δέντρα, για να χτίσουν το φράγμα τους, όπως τα χελιδονάκια που μαζεύουν πεσμένα κλαδιά, όπως η κουρούνα η κλέφτρα, που παίρνει ξύλα απ' τις φωλιές των κοράκων, έτσι ο άνθρωπος φτιάχνει τη φωλιά του με το πρώτο υλικό που τον περιβάλλει: το χώμα και την πέτρα. Το 'χτισα λοιπόν κι εγώ με κόπο, κι έκοψα τη λύσσα του αέρα στον βοριά. Το 'χτισα στα 80 μου χρόνια και απορούσα με τη χαρά και τη δίψα που το 'χτιζα...
Εδώ στη γειτονιά μας χτίζεται μια πολυκατοικία και με παρανομίες μου 'κλεισαν τη δύση, που 'ταν παρηγοριά μου. Είναι ωραιότατες οι δύσεις σ' αυτή την τραυματισμένη πόλη. Είναι πάντοτε φαντασμαγορικές και ταυτοχρόνως έχουν κάτι μεταφυσικό. Μερικές φορές είναι ένα προμήνυμα. Αφήνω τον εαυτό μου να φοβηθεί. Τόση ποικιλία και ομορφιά ‒κόκκινα, μαύρα, χρυσά, γκρίζα, θαλασσιά...‒ κάτι θέλουν να πουν... Δεν βλέπω πια τη δύση, αλλά το γεγονός ότι υπάρχει και η μνήμη της ‒ με συγκινούν το ίδιο.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Αριστομένη Προβελέγγιου ΕΔΩ>>>