«Στη ζωή πορεύτηκα έχοντας πάντα για βασικές αρχές τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την ειλικρίνεια. Η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε να συνεργαστώ με σπουδαίους δημιουργούς και μουσικούς και χάρη σ’ αυτούς, αλλά και σ’ εσάς, που εκτιμήσατε αυτά που έδινα μέσα από τα τραγούδια που ερμήνευα, πετραδάκι-πετραδάκι, αναδείχτηκα και έφτασα στην κορυφή του τραγουδιστικού στερεώματος. Χρωστάω πολλά σε πολλούς για όσα πέτυχα. Το μεγαλύτερο όμως μερτικό ανήκει στον Απόστολο Καλδάρα. Με τα τραγούδια του έκανα επιτυχίες, έγινα όνομα, όπως λένε…»
«Το σπίτι μας ήταν κοντά στη λεωφόρο Δημοκρατίας, 800 μέτρα από την κεντρική σήμερα πλατεία του Μενιδίου. Ενα ταπεινό, σπίτι όπως τα υπόλοιπα. Καμιά δεκαριά ήταν τα δίπατα σπίτια που ξεχωρίζανε. Αυτός ήταν ο κόσμος. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια. Κι εμείς από παιδιά, το ίδιο. Βοηθάγαμε στις δουλειές. Ηταν παιδεμένη εποχή. Για να βγάλεις τον επιούσιο σου έβγαινε η ψυχή».
«Πουλάγαμε χοντρικά τα ξύλα στους φούρνους για να ψήσουν μπομπότες… Μετά το ’47, που η ζωή κάπως άρχισε να καλυτερεύει, πουλάγαμε βούτυρα, μέλια, τον ανθοπώλη έκανα, ό,τι θέλεις. Με τα πόδια από την Πάρνηθα στην Αθήνα και ξανά πίσω - δεν υπήρχε λεωφορείο ακόμα. Φεύγαμε μία η ώρα τη νύχτα και πηγαίναμε στη λίμνη του Μαραθώνα για χόρτα. Τα μαζεύαμε, γυρνάγαμε το βράδυ σπίτι, τα καθαρίζαμε, φορτώναμε τα κοφίνια στον γάιδαρο και το άλλο πρωί τα πούλαγα στο Κολωνάκι».
Η μόνη διασκέδαση του Μιχάλη ήταν να απολαμβάνει στο σπίτι τους δίσκους των 78 στροφών. «Στο σπίτι είχαμε γραμμόφωνο και ακούγαμε δίσκους 78 στροφών».
Η ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΑΝΕΒΗΚΕ ΣΤΟ ΠΑΛΚΟ
Μια μέρα κατέβηκε με ένα φίλο του στον Πειραιά και πήγε στου «Ζοζέφ» να πάρει ένα μπουζούκι. Ο πατέρας του ήταν ανένδοτος, όταν του δήλωσε τις προθέσεις του να βγει στο πάλκο, αλλά με το πες-πες πείστηκε τελικά. Την πρώτη φορά που ήταν να πάει στη δουλειά ο Μιχάλης Καλογράνης ντρεπόταν…
«Πώς θα κυκλοφορήσω με το μπουζούκι στον δρόμο; Να με βλέπει ο κόσμος, τι θα πουν; Γιατί το όργανο ακόμα δεν είχε και τ [Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αποθεώνεται στην πίστα του ιστορικού κέντρου «Φαντασία». Εκεί γνώρισε μεγάλες στιγμές.] ην καλύτερη φήμη. Χώθηκα μες στα περιβόλια, απ’ την κάτω μεριά, και πήγα κλεφτά-κλεφτά και ανέβηκα στο πάλκο. Πήγε η ώρα έντεκα και έρχεται μια καλή πελάτισσα του μαγαζιού, η κυρία Αγλαΐα. Οταν με είδε πάνω στο πάλκο, κατάλαβε, ανοίγει την τσάντα της, βγάζει πέντε κατοστάρικα και τα βάζει μέσα στην τρύπα του μπουζουκιού που κρατούσα. Πέντε κατοστάρικα το 1953 ήταν πολλά λεφτά. “Καλή σταδιοδρομία” μου λέει πάλι. “Θα μου πεις ένα τραγούδι;” “Θα σ’ το πω, κυρία Αγλαΐα”. Και ποιο μου ζητάει; “Η κοινωνία μ’ αδικεί”. Το τραγούδι το ήξερα, αλλά ήταν η πρώτη μου φορά πάνω στο πάλκο, δίπλα σε μεγαθήρια. Λέω μέσα μου, τώρα, Μιχάλη, πέφτεις στη θάλασσα και δεν ξέρεις κολύμπι, για να δούμε πως θα καθαρίσεις. Το είπα το τραγούδι, μ’ άκουσαν και όλοι παραδέχθηκαν ότι το ’πα καλά».
Καλδάρας, ένας ξεχωριστός συνθέτης και άνθρωπος
«Ο Καλδάρας ήταν απαιτητικός σαν συνθέτης, έδινε σημασία σε κάθε λεπτομέρεια. Κανονίζουμε να γράψουμε το “Πες μου τι σου είπανε για μένα και μου φέρεσαι σαν ξένη”. Την άλλη μέρα πηγαίνω στο εργοστάσιο της Κολούμπια, στον Περισσό. Ανοίγω την πόρτα στο στούντιο και τι να δω; Περιμένουν για να ηχογραφήσουν ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Χιώτης, ο Λαύκας, ο Τ [Αρχοντας στην πίστα, άρχοντας και στη ζωή του ο Μιχάλης Μενιδιάτης, γι’ αυτό και ξεχώρισε.] ζουανάκος - όλα τα μεγάλα κεφάλια. Εκεί έχουν μαζευτεί για να ακούσουν εμένα που, σύμφωνα με το πρόγραμμα, ηχογραφούσα πρώτος. Ημουν κάπως τρακαρισμένος. Το λέω το τραγούδι την πρώτη φορά, αλλά δεν το απέδωσα όπως έπρεπε. Λίγο πριν ξεκινήσω να το πω για δεύτερη φορά, μπαίνει μέσα ο Λαύκας, που κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου ’δωσε θάρρος, με εμψύχωσε: «Μιχάλη, πες το τραγούδι, είναι ωραίο και πας για σουξέ».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ» ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΛΕΝΤΖΕΔΩΝ
«Από εκεί ξεκίνησε και το σπάσιμο πιάτων στα μαγαζιά. Ερχόταν ένας καλός πελάτης, ο Γιώργος που μου είχε μεγάλη αγάπη, και έσπαγε κανονικά πιάτα στο κεφάλι του. Πολύ αργότερα βγήκαν τα ψεύτικα, τα “γύψινα” πιάτα. Στη “Φαντασία” δουλεύαμε καθημερινά με μεγάλη επιτυχία. Στο μαγαζί σύχναζε εκλεκτός κόσμος. Αξέχαστη μου έχει μείνει η βραδιά που μπήκαν στο μαγαζί ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ολόκληρο το Υπουργικό Συμβούλιο. Ηταν το 1974 και όλοι σχεδόν κοιτούσαν με δέος την ξεχωριστή συντροφιά στο κέντρο. Ο Καραμανλής είχε έρθει μερικές ακόμη φορές. Αγαπημένο του τραγούδι ήταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ζητούσε να ακούσει το “Τρελλοκόριτσο” (Γεννήθηκες για την καταστροφή). Αλλά και άλλοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής όταν ήταν ακόμη νεαρός, και άλλοι διαλεκτοί. Θυμάμαι τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Αντονι Κουίν, τον Τέλι Σαβάλας που έριχνε και τ [«Πετραδάκι-πετραδάκι» έχτισε μια μεγάλη καριέρα.] ις στροφές του στην πίστα, τον Μπένι Χιλ που είχε κάνει κράτηση τραπεζιού από το Λονδίνο, της Γκρέις Τζόουνς, τους Λάσκαρη, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Κωνσταντάρα, Κούρκουλο, Βλαχοπούλου, που πάντα έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δυο-τρία τραγουδάκια απαραιτήτως…»
«Ο Χαραλαμπόπουλος ερχόταν κι έκανε μεγάλες καταστάσεις, και ήθελε να σκίζει τα φορέματα των αγαπημένων του τραγουδιστριών. Πάντα όμως ρωτούσε ή ήξερε ότι του επιτρεπόταν από την τραγουδίστρια και το μαγαζί μια τέτοια κίνηση - και όχι μόνο αυτό, αλλά και πλήρωνε τη ζημιά που έκανε και με το παραπάνω. Ο Χουντάλας, ο φίλος μου, με τον οποίο γίναμε και κουμπάροι, γλεντούσε όμορφα, αλλά έφτανε και στο σημείο να μου δωρίζει γούνες πάνω στην πίστα, την ώρα που τραγουδούσα. Ο Κώστας Αρβανίτης έμπαινε στο μαγαζί κι από την είσοδο μου φώναζε: “Μιχάλη, «Πάλι στο σπίτι μου χαράματα»”, από το τραγούδι του Κοινούση, που αντέχει ακόμα στον χρόνο και τραγουδιέται παντού».
Το τέλος της "νύχτας":
Από τη νύχτα αποφάσισε να αποχωρήσει πολύ πριν αρχίσει η παρακμή της διασκέδασης σε όλα τα επίπεδα.
«Τίποτε δεν κρατά αιώνια. Θα ξημερώσει μια μέρα και θα ‘’ναι νύχτα. Νόμος της ζωής. Εγώ αυτόν τον άλλον θέλω και να τον δω, να τον φχαριστηθώ και να του πω “καλώς όρισες”. Και γι' αυτό έφυγα από την ενεργό δράση με ψηλά το κεφάλι, ικανοποιημένος κι ευχαριστημένος με τη διαδρομή μου και όσα άφησα παρακαταθήκη στους νεότερους».
Βοσκόπουλος:
«Οι στιγμές δόξας που έζησε ο Βοσκόπουλος δεν μπορούν να συγκριθούν με τις επιτυχίες άλλων καλλιτεχνών. Αν και δεν μου αρέσει να μιλάω για γεγονότα με προσωπικές στιγμές συναδέλφων, θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Τη μέρα του πρώτου μεγάλου σεισμού του ’81 είχαμε χορό στη “Φαντασία”, αναστατώθηκε ο κόσμος και όλοι επιστρέψαμε στα σπίτια μας. Πέρασαν μέρες και έμαθα ότι ο Βοσκόπουλος πήρε ένα τροχόσπιτο και το έστησε στην αυλή του σπιτιού του. Είχαμε ξεκινήσει το πρόγραμμα στο μαγαζί, κάνει και πάλι έναν δυνατό μετασεισμό και ο Τόλης μου λέει πως πρέπει να φύγει και να πάει σπίτι, γιατί φοβάται η Μαρινέλλα. Εγώ κάπου μέσα μου κατάλαβα ότι φοβότανε κι εκείνος. Τελειώνω κανονικά το πρόγραμμά μου και πάω έξω απ’ το σπίτι του. Είχα σκοπό να πηδήξω τη μάντρα, να χωθώ κάτω απ’ το τροχόσπιτο και ν’ αρχίσω να το κουνάω... Να πεταχτεί έξω και να λυθούμε στα γέλια. Είναι κάτι που δεν το έχω πει μέχρι τώρα στον Βοσκόπουλο αυτό. Αλλά ο Τόλης και η Μαρινέλλα είχαν δύο σκυλιά λυμένα στον χώρο κι έτσι δεν μπορούσα να μπω μέσα. Αρχισα να φωνάζω “Τόλη, Τόλη” και με τα πολλά άνοιξε ένα παραθυράκι, κατάλαβε ποιος είμαι, μου άνοιξε την εξώπορτα, έδεσε τα σκυλιά και μπήκα κι εγώ στο τροχόσπιτο. Ητανε μόνος του. Του λέω “η Μαρινέλλα μέσα κοιμάται;” “Οχι” μου απαντά “στο σπίτι είναι”. Οι αρχικές σκέψεις μου επιβεβαιώθηκαν…»
Οικογενειακή ζωή και ο Χρήστος
«Ηθελα να είμαι δίπλα τους, να μοιράζομαι τα βήματά τους στη ζωή. Με τον μεγαλύτερο, τον Χρήστο, τότε που ήμουν στις μεγάλες μου δόξες κατάφερα να έχουμε μεγάλο δέσιμο ανάμεσά μας. Μοιάζαμε και σαν δυο σταγόνες νερό... Καμάρωνα. Συνεχίζει τον δρόμο μου, αλλά χαράζει τη δική του διαδρ [Ο Χρήστος Μενιδιάτης.] ομή, στα νεότερα μονοπάτια. Ηδη πιστεύω ότι έχει καταθέσει δείγματα του ταλέντου του και κινείται με αξιόλογο τρόπο. Νομίζω ότι η συνέχεια θα είναι ανάλογη, αν και στις μέρες μας είναι δύσκολο να μείνει για καιρό ένας καλλιτέχνης στην κορυφή. Εγώ στέκομαι διακριτικά δίπλα του, τον συμβουλεύω όταν μου το ζητάει, αλλά μέχρι εκεί. Και ο άλλος μου ο γιος σπουδάζει, αλλά κι αυτός έχει κλίση στο τραγούδι. Ο χρόνος θα δείξει ποια πορεία θα ακολουθήσει».
Οι τουρνέ του στην Αμερική:
«Ανέβαινα το ασανσέρ, μπαίνανε δύο τύποι πάντα μαζί μου. Κατέβαινα με το ασανσέρ, το ίδιο. Μένανε μάλιστα στα διπλανά διαμερίσματα. Οπου και να πήγαινα τους έβλεπα. Οπως και να ’ναι ανησύχησα. Ωσπου χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη της γραμμής ακούω έναν φανατικό θαυμαστή μου και τακτικό θαμώνα της “Φαντασίας”, τον Τζέρυ Δρίτσα, τον Ελληνοαμερικάνο. Αυτός είχε έρθει σε μια άλλη πολιτεία, έμαθε για τις εμφανίσεις μου και έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους να με φυλάνε, να μη μου συμβεί τίποτα. “Ρε, Τζέρυ” του λέω “πες τους να φύγουν κι έχω χάσει την ησυχία μου”. “Οχι” μου λέει “εδώ είναι Αμερική, συμβαίνουν πολλά. Θα σε προσέχουν σαν τα μάτια τους”».
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αφηγείται τη ζωή του στον Κώστα Μπαλαχούτη