«ΤΟ ΠΙΟ ΑΣΦΑΛΕΣ μέρος στον κόσμο» σκέφτηκα. Σήμερα περιπλανήθηκα στο Α' Νεκροταφείο. Είχε ήλιο και μια απίστευτη γαλήνη με πλημμύρισε, εκεί ανάμεσα στους τάφους και στα μπαρόκ αγάλματα αγγέλων. Οι κάτοικοι αυτής της μικρής πόλης δεν βήχουν, ούτε φτερνίζονται πια. Δεν μπορούν να σου σφίξουν το χέρι, ούτε να σε φιλήσουν. Η λέξη «κορωνοϊός» τούς είναι άγνωστη. Δεν την άκουσαν ποτέ.
Μια κηδεία βρίσκεται σε εξέλιξη. Ελάχιστοι άνθρωποι ακολουθούν το φέρετρο. Φοράνε μάσκες και κρατάνε αποστάσεις μεταξύ τους – η αγωνία της επιβίωσης είναι προφανώς πιο ισχυρή από την ένταση του πένθους.
Βγαίνοντας αγοράζω δύο μπουκέτα αμάραντους από το μικρό ανθοπωλείο στη γωνία. Για να μείνουμε κι εμείς αμάραντοι, σκέφτομαι. «Οι αμάραντοι κι αν μαραθούν, πάλι ωραίοι είναι» μου γράφει στο μέσεντζερ η μητέρα μου, όταν της στέλνω φωτογραφία με τα λουλούδια τοποθετημένα σε βάζο στο γραφείο μου.
Ούτε μία εβδομάδα δεν έχει περάσει από τότε που το πήραμε πραγματικά απόφαση να κλειστούμε μέσα. Προσωπικά, ανήκω σ' εκείνη την τυχερή κατηγορία ανθρώπων που εργάζονται από το σπίτι. Είμαστε οι «νέοι προνομιούχοι» διάβασα κάπου, τι να το κάνω όμως τέτοιο προνόμιο, όταν δεν έχω τη δυνατότητα να το εξασκήσω; «Κριτικός θεάτρου»: το λες και σύντομο ανέκδοτο αυτές τις μέρες...
Κατεβάζω διαρκώς βιβλία από τη βιβλιοθήκη με την άπληστη προσμονή μικρού παιδιού: τώρα θα διαβάσω κι εσένα, κι εσένα, κι εσένα. Η φαντασίωση κάθε βιβλιοφάγου παίρνει σάρκα και οστά: αναγκαστικός –και μάλιστα κρατικά επιβεβλημένος– κατ' οίκον περιορισμός, κανένας αντιπερισπασμός, άπειρος χρόνος... αν κι αυτήν τη στιγμή η δική μας πραγματικότητα νικάει όλα τα μυθιστορήματα του κόσμου.
Το θέατρο. Αυτό το πολύτιμο πράγμα που ήταν πάντοτε ένα από τα πιο σταθερά δεδομένα της ζωής μου, που καθόριζε το πρόγραμμα της κάθε βδομάδας μου, τροφοδοτούσε τα διαβάσματα και τις σκέψεις μου επί σειρά ετών, δεν υφίσταται πια. Ακόμη και προσωρινή (θα είναι βδομάδες ή μήνες;), η ξαφνική αποστέρηση ενός μόνιμου πεδίου αναφοράς, έμπνευσης και εργασίας σε φέρνει αντιμέτωπο με πολλά ερωτήματα γύρω από τις δεξιότητές σου, την ικανότητά σου να προσαρμόζεσαι, να αλλάζεις, να ανταποκρίνεσαι στις προκλήσεις της ζωής γενικότερα αλλά και ειδικότερα της «αναδυόμενης κουλτούρας του κορωνοϊού», όπως τη χαρακτήρισε ένα άρθρο του «New Yorker».
Κατεβάζω διαρκώς βιβλία από τη βιβλιοθήκη με την άπληστη προσμονή μικρού παιδιού: τώρα θα διαβάσω κι εσένα, κι εσένα, κι εσένα. Η φαντασίωση κάθε βιβλιοφάγου παίρνει σάρκα και οστά: αναγκαστικός –και μάλιστα κρατικά επιβεβλημένος– κατ' οίκον περιορισμός, κανένας αντιπερισπασμός, άπειρος χρόνος... αν κι αυτήν τη στιγμή η δική μας πραγματικότητα νικάει όλα τα μυθιστορήματα του κόσμου.
Σκέφτομαι τη Γουίνι του Μπέκετ. Θαμμένη στον λοφίσκο της μέχρι τη μέση, δεν μπορεί να πάει πουθενά. Φλυαρεί ασταμάτητα, αναπολεί τις «παλιές καλές μέρες», ψαχουλεύει διαρκώς την τσάντα της, καταπίνει τα χάπια της. Προσπαθεί να γεμίσει τη μέρα της όπως μπορεί: πλύσιμο δοντιών, βούρτσισμα μαλλιών, σχόλια για τη ζέστη, απόπειρες διαλόγου με τον σύντροφο, μικρά παράπονα, μεγάλα παράπονα, μοναξιά, η προοπτική του τέλους, οι λέξεις, ποτάμια από λέξεις, τα μόνα που κυλούν μέσα σε ένα στάσιμο, ασυγκίνητο σύμπαν. Στη δική μου, post-coronavirus εκδοχή, η Γουίνι φοράει χειρουργικά γάντια και καθαρίζει όλα τα αντικείμενα στην τσάντα της με αντισηπτικά μαντηλάκια.
Πηγαίνω στον φούρνο της γειτονιάς και ξαφνικά αισθάνομαι πρωτόγνωρη οικειότητα με την κοπέλα στο ταμείο. Αρχίζουμε να μιλάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Είναι ένα από τα θαυμαστά οξύμωρα της κατάστασής μας αυτό –και της ανθρώπινης φύσης γενικότερα–, ότι τώρα που καλούμαστε να κλειστούμε στον εαυτό μας, εμείς νιώθουμε να ανοίγουμε. Ξαφνικά αγαπάμε τον μπακάλη, την ταμία του ΟΚ market, τον φαρμακοποιό και όποιον άλλον ανοίξει διάλογο μαζί μας για περισσότερο από ένα λεπτό. Κάτι μας ενώνει, φαίνεται, κι αυτό το κάτι είναι πιο ισχυρό απ' όλα όσα μας χώριζαν μέχρι χθες. Η κοινή μας μοίρα; Η συνειδητοποίηση της ευθραυστότητάς μας;
Ωραία όλα αυτά, αρκεί να μην πλησιάσει κανείς πολύ κοντά, γιατί τότε μας σηκώνεται η τρίχα...
Από χθες διαβάζω τον Επίκτητο και παίρνω κουράγιο, αν και είναι ομολογουμένως πολύ δύσκολο να εφαρμόσει κανείς τη φιλοσοφία του. Να μη στενοχωριέται, δηλαδή, για όσα πράγματα βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό του. «Γιατί κανένας δεν πρόκειται να σε βλάψει, αν δεν το θέλεις εσύ». Μάλιστα. Ισχύει και για τους ιούς αυτό; «Τετρακόσιοι εβδομήντα πέντε νεκροί σήμερα στην Ιταλία» γράφει το ενημερωτικό «ταμπελάκι» που ξεπροβάλλει στην οθόνη μου...
Ο πρωθυπουργός εξαπολύει bellum contra morbum. Η κυβέρνηση μοιράζει επιδόματα και απαγορεύει τις συναθροίσεις άνω των δέκα ατόμων. Τα κρούσματα αυξάνονται καθημερινά. Αν φτερνιστείς δημοσίως, σε πυροβολούν (σε ένα άθλιο, αλλά αστείο βιντεάκι που μου έστειλαν). Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζει πακέτο ανακούφισης. Τα δέντρα συνεχίζουν να μεγαλώνουν. Σε λίγο έρχεται η άνοιξη. Ο Μάθιου ΜακΚόναχι από το μακρινό Λος Άντζελες θέλει να πάρουμε τα λεμόνια και να φτιάξουμε λεμονάδα (κατά το αμερικανικό ρητό «when life gives you lemons, make lemonade»). Η Χλόη με ενημερώνει ότι θα πάει στο εξοχικό της στο Πήλιο και θα κάνει το προγραμματισμένο σεμινάριο για τον Ντελέζ μέσω Skype. Έξοχα!
«Αυτό είναι που βρίσκω τόσο υπέροχο» λέει η Γουίνι. «Τον τρόπο που ο άνθρωπος προσαρμόζεται. Στις συνθήκες που αλλάζουν». Ο Μπέκετ, βέβαια, το λέει ειρωνικά, εφόσον, σε υπαρξιακό τουλάχιστον επίπεδο, οι συνθήκες της Γουίνι, όπως και όλων μας, δεν αλλάζουν ποτέ. Οι ειδικοί, όμως, επιμένουν: χάρη στην επινοητικότητα και στη δημιουργικότητά του ο άνθρωπος κατάφερε να επιβιώσει ακόμα και στις μεγαλύτερες καταστροφές. Ένας ανθρωπολόγος από το Πανεπιστήμιο της Notre Dame προβλέπει τη διαμόρφωση μιας νέας εξελικτικής διαδικασίας, η οποία θα εξασφαλίσει την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, καθώς οι πανδημίες θα γίνονται όλο και πιο συχνές.
Δεν γνωρίζω ποια θα είναι η διαδικασία αυτή... Πράγματα που μέχρι πριν από λίγο καιρό φάνταζαν σημαντικά τώρα μοιάζουν ασήμαντα και κάθε πρόβλεψη για το μέλλον ανόητη.
Πόσο καιρό αντέχει ένας άνθρωπος χωρίς να αγγίζει άλλους ανθρώπους; Τα άρθρα στο Διαδίκτυο επιμένουν ότι ετούτες τις μέρες πρέπει να παραμείνουμε συνδεδεμένοι μεταξύ μας και να στηρίζουμε ο ένας τον άλλο με κάθε τρόπο – ανέπαφα φυσικά. Από τη μια, δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα χωρίς το συγκινητικό δίκτυο φίλων και συνεργατών με τους οποίους επικοινωνώ καθημερινά. Από την άλλη, δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα αν δεν είχα μάθει να συνυπάρχω με τον εαυτό μου. Η ενδοσκόπηση και όχι η απομάκρυνση είναι ίσως η σκληρότερη δουλειά που καλούμαστε να κάνουμε αυτές τις μέρες...
«Δεν πρέπει, λοιπόν, αγαπητέ κύριε Kappus να τρομάζετε όταν κάποια θλίψη ορθώνεται μπροστά σας, ακόμα κι αν είναι πιο τρανή απ' όλες τις θλίψεις που περάσατε μέχρι σήμερα» λέει ο Ρίλκε στον νεαρό επίδοξο ποιητή και φίλο του. «Πρέπει να σκέφτεστε, τότε, πως κάτι γίνεται εντός σας, πως η ζωή δεν σας ξέχασε, πως σας κρατάει στα χέρια της και δεν θα σας παρατήσει». Νομίζω ότι όλοι αυτό πιστεύουμε και μ' αυτό πορευόμαστε, παρά τη θλίψη μας. Άγαρμπα και ψηλαφητά τη μία μέρα, θαρραλέα την επόμενη, πάντοτε όμως με τη βεβαιότητα πως θα τα καταφέρουμε. Και πως η ζωή θα συνεχίσει να μας κρατάει στα χέρια της...
σχόλια