Στον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, ο διάλογος για τη βία, αν και μεγάλος, δεν έχει οδηγήσει ποτέ σε κανένα συμπέρασμα. Και σαν δύο ομάδες σε κάποιο άλλο ρεαλιστικό παιχνίδι οι δύο αντίπαλοι παλεύουν: από την μια μεριά υπάρχει η φράξια που υποστηρίζει ότι τα βίαια παιχνίδια ωθούν σε πραγματικά ακραίες συμπεριφορές ενώ από την απέναντι πλευρά, εκείνοι που προασπίζονται, όχι απαραίτητα τα βίαια παιχνίδια, αλλά γενικότερα την εξόντωση "κακών" χαρακτήρων και την επίλυση προβλημάτων με μια δεξιότητα που μόνο τα παιχνίδια επιτρέπουν. Συχνά, έχουν συγκροτηθεί ομάδες υπεράσπισης των σκληρών παιχνιδιών, αλλά κάθε συζήτηση έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο, και συχνά το θέμα στροβιλίζεται στο κενό χωρίς κανένα σοβαρό αποτέλεσμα να τεκμηριώνει την όποια άποψη.
Μια νέα μελέτη, όμως, από τη Βρετανία η οποία διεξήχθη από επιστήμονες του Πανεπιστημίου του York, αποδεικνύει ότι όσα έχουν ειπωθεί από τους εχθρούς των βίαιων παιχνιδιών είναι αβάσιμα και τελικά, ακόμη και τα πιο splatter, τα πιο απόκοσμα και τα πιο σκληρά παιχνίδια, δεν επηρεάζουν καθόλου τη συμπεριφορά στην καθημερινή ζωή κάποιου που παίζει μαζί τους.
Οι επιστήμονες τελικά δεν έχουν καταφέρει να βρουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τα βιντεοπαιχνίδια κάνουν τους παίκτες πιο βίαιους. Σε μια σειρά πειραμάτων, με περισσότερους από 3.000 συμμετέχοντες, οι ερευνητές απέδειξαν ότι οι ιδέες, οι ιστορίες, οι δράσεις και τα concept, ακόμη και των πιο σκληρών βίντεο παιχνιδιών δεν «ωθούν» τους παίκτες σε βίαιες συμπεριφορές και ότι η αύξηση του ρεαλισμού των βίαιων βιντεοπαιχνιδιών δεν αυξάνει κατ 'ανάγκη την επιθετικότητα στους παίκτες παιχνιδιών.
Η πρώτη αντίπαλη ομάδα που τάσσεται εναντίον των παιχνιδιών, υποστηρίζει ότι κυρίαρχο μοντέλο μάθησης στα παιχνίδια βασίζεται στην ιδέα ότι η έκθεση των παικτών σε έννοιες, όπως η βία ως πρωταρχικό συστατικό ενός παιχνιδιού, πιθανότατα καθιστά ευκολότερη τη χρήση αυτής της έννοιας και στην «πραγματική ζωή». Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του York στη Βρετανία διεύρυναν τον αριθμό συμμετεχόντων στο πείραμά τους, σε σύγκριση με προηγούμενες μελέτες. Διεξήγαγαν μια σειρά από αληθινές ασκήσεις με βίντεο παιχνίδια και ψυχολογικά τεστ σε περισσότερους από 3.000 εθελοντές. Όμως, μελετώντας τα αποτελέσματα, οι ερευνητές κατέληξαν ότι δεν υπάρχει κάποια αύξηση στις βίαιες αντιδράσεις των παικτών όταν παίζουν ακραία ρεαλιστικά παιχνίδια όπου χρειάζεται να εξολοθρεύουν χιλιάδες εχθρούς. Παράλληλα, παρατηρήθηκε μείωση σε σύγκριση με τους gamers που παίζουν όχι και τόσο ρεαλιστικά παιχνίδια.
Σε ένα κομμάτι της έρευνας, οι παίκτες που συμμετείχαν έπαιζαν ένα ειδικά σχεδιασμένο παιχνίδι, πρώτου προσώπου, με στόχο να σκοτώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς. Σε αυτό το πρώτο κομμάτι οι ερευνητές εξέτασαν εάν οι παίκτες εμφάνισαν αυξημένη βιαιότητα όταν κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν αληθινές καταστάσεις καθώς και την επίδραση των ρεαλιστικών ή μη-ρεαλιστικών γραφικών στη συμπεριφορά τους.
Σε ένα άλλο μέρος της μελέτης, έπαιζαν ένα παιχνίδι όπου επέλεγαν να είναι είτε ένα αυτοκίνητο που έπρεπε να αποφύγει συγκρούσεις με φορτηγά είτε ένα ποντίκι που έπρεπε να αποφύγει να πιαστεί από μια γάτα. Μετά το τέλος των παιχνιδιών, οι παίκτες έβλεπαν μια σειρά από εικόνες, όπως ένα λεωφορείο ή έναν σκύλο, τις οποίες έπρεπε να χαρακτηρίσουν με μια λέξη ή να λύσουν παζλ με συσχετισμούς λέξεων.
Ο χρόνος αντίδρασης, ο ρεαλισμός, τα παιχνίδια μάχης και άλλοι παράγοντες λήφθηκαν υπόψη για να διευρυνθεί η εμβέλεια και η ακρίβεια της μελέτης. Οι ερευνητές κατέστησαν σαφές ότι τα αποτελέσματα σχετικά με τα παιδιά μπορεί να διαφέρουν από τα πιθανά ευρήματα με αυτά των ενηλίκων. Περαιτέρω έρευνα και πειράματα που ενθαρρύνονται να αντιμετωπίσουν τις θεωρίες βιντεοπαιχνιδιών σχετικά με τους ενήλικες είναι απαραίτητες για να καθοριστεί «εάν ένα διαφορετικό αποτέλεσμα είναι ίσως εμφανές σε πιο μικρούς και αθώους παίκτες». Όμως το τελικό πόρισμα καθιστά σαφές ότι τα βίαια βίντεο παιχνίδια δεν έχουν καμία σοβαρή επίδραση στους gamers σε ό,τι αφορά την πυροδότηση σκληρής και βίαιης συμπεριφοράς.