Κάγκουρας, ένας όρος η ετυμολογία του οποίου χάνεται μέσα στο συλλογικό φαντασιακό. Ηχητικά συγγενεύει με το καγκουρό, ενώ κάποιοι λένε ότι οι δύο όροι συγγενεύουν και ετυμολογικά. Ότι προέκυψε δηλαδή από τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι νεαροί παρατηρητές μηχανοκίνητων αγώνων χοροπηδούν για να ζεσταθούν, με τα χέρια τους στις τσέπες, τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Από μόνος του ως όρος πάντως είναι εξαιρετικά ευφάνταστος. Επειδή έχει εμφανώς ένα ειρωνικό στοιχείο στην καταγωγή του, είναι δύσκολο να γίνει στα σοβαρά υπερασπίσιμος από κάποια ομάδα. Να μετατραπεί δηλαδή σε έναν –έστω αμφίσημο– όρο που περιγράφει μια ατομική και συλλογική ταυτότητα, μια υποκουλτούρα. Όχι με την υποτιμητική έννοια, αλλά με την ταξινομητική: μιας διαφοροποιημένης κουλτούρας από την ευρύτερη στην οποία αυτή εντάσσεται.
Τονίζουμε ότι εδώ θέλουμε να επιμείνουμε στην περιγραφή μόνο μιας πτυχής της πραγματικότητας, χωρίς να της ασκήσουμε κριτική. Επίσης, ακόμα κι αν, προς το παρόν μόνο διαισθητικά, προσεγγίζουμε τον όρο, οφείλουμε να πούμε ότι η καγκουριά είναι μάλλον μία από τις πιο πολυπληθείς ελληνικές υποκουλτούρες. Κυρίως λόγω της αγάπης προς τα αμάξια και τις μηχανές μιας μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας, που συχνά φτάνει στον φετιχισμό.
Οι κάγκουρες δεν αυτοπροσδιορίζονται στα σοβαρά έτσι. Δεν μοιάζουν ως προς αυτό, για παράδειγμα, με τους παλιούς ρεμπέτες (όρος που αρχικά σήμαινε τους περιθωριακούς) που επανοικειοποιήθηκαν τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδονταν μειωτικά. Οι κάγκουρες, μάλιστα, ειδικά όταν περάσουν μια ηλικία, όταν πλέον επανεξετάζουν το παρελθόν τους –και πολλά από τα λάθη τους–, διαπιστώνουν ότι κάποτε ήταν κάγκουρες αλλά ότι μάλλον πια δεν είναι.
Τείνει, πάντως, ως όρος να χρησιμοποιείται απαξιωτικά, ενώ θα μπορούσε να έχει την ίδια τύχη π.χ. με όρους όπως «αλήτης» και «αλητεία», «αδερφή» ή «ρεμπέτης». Πρόκειται για όρους που, ενώ χρησιμοποιούνταν αρχικά αρνητικά, μετά από χρόνια μεταστράφηκαν σε περιγραφικούς όρους που δεν έχουν πια τίποτα το προσβλητικό μέσα τους. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα αποκτούν και ένα στοιχείο περηφάνιας, μια θετική διάκριση λόγω της ένταξης των ατόμων στα οποία αναφέρονται σε μια ευρύτερη κοινότητα.
Νομίζω όμως ότι, ως προς τον όρο που συζητάμε, δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα του για να καθαρθεί τελείως από το αρνητικό παρελθόν του. Έτσι συνήθως θα βρει κανείς ανθρώπους να λένε στην πλάκα ή μεταξύ σοβαρού και αστείου κάποιον κάγκουρα, ειδικά αν πρόκειται για τον εαυτό τους.
Οι κάγκουρες δεν αυτοπροσδιορίζονται στα σοβαρά έτσι. Δεν μοιάζουν ως προς αυτό, για παράδειγμα, με τους παλιούς ρεμπέτες (όρος που αρχικά σήμαινε τους περιθωριακούς) που επανοικειοποιήθηκαν τον χαρακτηρισμό που τους αποδιδόταν μειωτικά. Οι κάγκουρες, μάλιστα, ειδικά όταν περάσουν μια ηλικία, όταν πλέον επανεξετάζουν το παρελθόν τους –και πολλά από τα λάθη τους–, διαπιστώνουν ότι κάποτε ήταν κάγκουρες αλλά ότι μάλλον πια δεν είναι.
Βρεθήκαμε με τον Αντρέα από τους Drift Hooligans στην Καλλιθέα για να μας πει τη γνώμη του για το ποιος είναι κάγκουρας:
«Κατ' αρχάς έχει γίνει παρεξήγηση στο θέμα κάγκουρας. Κάγκουρας για εμένα είναι αυτός που δεν έχει γούστο να φτιάξει ένα πρότζεκτ σε ένα αυτοκίνητο. Κάγκουρας είναι αυτός που γεμίζει ένα αυτοκίνητο με λαμπάκια, λεντάκια και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.
Κάγκουρας, για μένα, είναι αυτός που έχει ένα ηχοσύστημα και βαράει ντάπα-ντούπα σε γειτονιές, σε μαγαζιά και τέτοια. Και ένας ο οποίος δεν ξέρει πώς να φτιάξει ένα αυτοκίνητο. Είτε από θέμα design ή από μοτέρ. Αυτούς θεωρώ εγώ κάγκουρες. Που δεν έχουν γούστο πάνω σε αυτό το αντικείμενο».
Για τον ίδιο είναι περισσότερο ζήτημα αισθητικής στον τρόπο ενασχόλησης με τα αμάξια, τα οποία λατρεύει. «Για μένα είναι τρόπος ζωής, το χόμπι και η ζωή μου όλη» μου λέει.
«Τώρα ένα φιμέ τζάμι, μια ζάντα, ένα χαμήλωμα, οτιδήποτε σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο ταιριάζουν αυτά, δεν θεωρώ ότι αυτός που τα κάνει είναι κάγκουρας. Είναι απλά ένα ωραία στημένο αυτοκίνητο» συμπληρώνει.
«Κάγκουρας μπορεί να είναι κι αυτός με την κομμένη εξάτμιση. Δηλαδή μπορεί να κόψει την εξάτμιση και να βάλει ένα μπουρί από την οικοδομή. Να ασχοληθεί με ένα αυτοκίνητο και να κάνει πράγματα που δεν έχουν βαρύτητα. Τα λεφτά του να μην φτάνουν δηλαδή για αυτό που θέλει να κάνει και απλά να βάζει σκόρπια πράγματα».
Όταν τον ρωτάω αν ο ίδιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει έτσι τον εαυτό του, διστάζει λίγο και γελώντας μου λέει: «Θα μπορούσα να πω και τον εαυτό μου έτσι… Με το φιμέ το τζάμι, το χαμηλωμένο αμάξωμα, το ένα, τ’ άλλο. Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές του όρου».
Όμως νομίζω ότι απλώς γίνεται συγκαταβατικός μαζί μου. Είναι πλέον 39 χρονών κι έχει ζήσει πολλά στον δρόμο. Του αρέσουν τα αμάξια από τότε που ήταν μικρός και συνέλεγε αυτοκινητάκια. Από τα 8 του ήξερε ήδη σχεδόν όλες τις μάρκες από τα αυτοκίνητα. Λίγο αργότερα ήρθε και σε πλησιέστερη επαφή μαζί τους.
«Είχα μαγαζιά που ήταν δίπλα στο σπίτι μου. Φανοποιεία και συνεργεία, τα οποία είχανε φτιαγμένα αυτοκίνητα. Πήγαινα εγώ, έκανα συζητήσεις, κοίταζα. Ήμουνα και ήσυχο παιδάκι. Δεν πείραζα τον κόσμο, δεν ήμουνα πειραχτήρι. Καθόμουν και έβλεπα. Ε, στα 13 μου άρχισα να παίρνω τα Max Power, Power techniques, XL κι όλα αυτά τα περιοδικά.»
Από τα 12 του είχε ένα ποδήλατο BMX και γούσταρε πολύ το freestyle. Αλλά είδε ότι δεν του φτάνει αυτό. «Ήθελα αυτοκίνητο. Μηχανάκι δεν μπορούσα να πάρω, δεν με αφήναν οι γονείς μου. Ήταν κάτι πολύ ακραίο, πολύ απαγορευμένο για μένα» λέει.
Είχε βάλει ως στόχο στα 18 του να πάρει αμάξι και να το φτιάξει.
«Στα 15 μου ακολούθησα τα χνάρια του πατέρα μου. Πήγα οικοδομή, υπεργολάβος ήτανε, και δούλεψα. Έτσι ξεκίνησα να βγάζω τα πρώτα μου λεφτά. Από κει και πέρα είχα βάλει έναν στόχο: ότι στα 18 μου θα πάρω ένα αυτοκίνητο και θα το φτιάξω. Και τα κατάφερα. Στα 18 μου πήρα το δίπλωμα και μετά το δικό μου αυτοκίνητο. Του έβαλα τα εξτρά led (ως γνωστόν τότε είχε βγει το The Fast and the Furious), χαμηλώματα, εξατμίσεις και τέτοια, ως σωστός κάγκουρας».
Στα 18 του λοιπόν θεωρούσε όντως κάγκουρα τον εαυτό του και μας δίνει και μια εκτίμηση για το πότε ξεκίνησε η όλη φάση:
«Από τότε ξεκίνησε αυτή η φάση, που την περιγράφει η λέξη “κάγκουρας”. Όταν βγήκε το “The Fast and the Furious”. Τότε βγήκανε τα ledάκια από κάτω, οι προφυλακτήρες κι όλα αυτά. Εμάς μας επηρεάσανε γιατί ήμουνα 18 χρονών τότε. Δεν είχα βάλει led, αλλά είχα βάλει ηχοσύστημα και προφυλακτήρες».
Από τα 22 του σταμάτησε να τρέχει στους δρόμους και προτιμάει τις πίστες.
«Από τα 22 μου και μετά έχω καταλάβει πάρα πολλά πράγματα. Ο δρόμος δεν συγχωρεί, κι άμα γίνει κάτι θα πάρεις μαζί σου και καμιά αθώα ψυχή. Οπότε διάλεξα να ασχοληθώ με ένα άλλο κομμάτι, το οποίο θα είναι ασφαλές και για μένα και για τους γύρω μου. Έτσι ασχολήθηκα με την πίστα και κάποια στιγμή έγινα και ντριφτάς».
Τώρα ασχολείται περισσότερο με το αισθητικό κομμάτι και με το ντριφτ, την ελεγχόμενη πλαγιολίσθηση δηλαδή του αυτοκινήτου. Τον ρωτάω σχετικά με την ορολογία. Ποια η διαφορά φτιαγμένου και κωλοφτιαγμένου αμαξιού;
«Το φτιαγμένο είναι μία ζάντα ή ένα φιμέ, ενώ το κωλοφτιαγμένο είναι από το μοτέρ μέχρι και την τελευταία βίδα που έχει πάνω του το αμάξι. Τα δικά μου αμάξια είναι κωλοφτιαγμένα, αλλά με την έννοια του ωραίου, του καλοφτιαγμένου. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι υπερβολές. Μου άρεσε να έχω ένα δυνατό μοτέρ, ένα ωραίο σασί, ένα ωραίο εξωτερικό και εσωτερικό λουκ».
Τέλος τον ρώτησα την αρχική μου απορία: Γιατί τελικά μαρσάρουν οι μηχανές τη νύχτα;
«Για να τραβήξουν τα βλέμματα πιστεύω. Εμείς οι Έλληνες το έχουμε αυτό. Είτε με μουσική, είτε με βελτιώσεις αυτοκινήτου, είτε με εξάτμιση, θέλουμε να τραβάμε τα βλέμματα».
«Η εξάτμιση είναι εκνευριστική για μένα. Πιστεύω ότι πρέπει να υπάρχουν πλαίσια σε αυτά τα κομμάτια. Πλαίσια σεβασμού. Δεν μπορείς, αν είσαι πορωμένος με το ηχοσύστημα ή με την εξάτμιση, να περνάς και να σηκώνεις όλη τη γειτονιά».
Γελώντας καταλήγει: «Πρέπει να δείχνουμε και σεβασμό εμείς οι κάγκουρες».
Όπως και με τους γιατρούς, έτσι και σ’ αυτά τα θέματα χρειάζεσαι κάποιες φορές και μια δεύτερη γνώμη. Γι’ αυτό βρεθήκαμε με τον Τάσο και τον Παύλο από τους Street Hools Of Athens. Λίγο πάνω από τα 30 τους, αγαπούν και οι δυο τους πολύ τις μηχανές. Παλιά ήταν κάγκουρες –ο ορισμός του κάγκουρα, τολμώ να πω– τώρα όμως έχουν βάλει μυαλό. Και προπαντός έχουν βάλει κράνος, όπως διαρκώς μου επισημαίνουν.
«Παλιά ήμασταν κάγκουρες αρκετά. Όταν είσαι πιτσιρικάς, δεν σε νοιάζει ο κόσμος τριγύρω. Θες να δειχτείς, να κάνεις τη μαλακία σου, να σηκώσεις σούζα, να δείξεις ότι είσαι πιο μάγκας, ο πιο γρήγορος. Μετά ηρεμείς κι είσαι πλέον ο μηχανόβιος, που έχει μια εμπειρία από πίσω. Θα έχεις πέσει δυο-τρεις φορές, πιθανώς είκοσι ή τριάντα. Θα ‘χεις μάθει. Ξέρεις πότε μπορείς να σηκώσεις σούζα και πότε όχι. Πότε θα κάνεις τη βλακεία σου και πότε όχι. Τον κάγκουρα δεν τον νοιάζει. Βλέπει κοριτσάκια και κάνει τη βλακεία του. Πάει έξω από τα σχολεία, σηκώνει σούζες και βαράει ξερόγκαζα».
Έχοντας κατά νου αυτά που μου είπε ο Αντρέας, τους ρωτάω αν έχει σχέση η καγκουριά με την ηλικία.
«Δεν έχει ηλικία. Είναι ανάλογα με το τι γίνεται στο μυαλό του άλλου. Συνήθως είναι βέβαια από τα 16-17 μέχρι τα 22, άντε μέχρι τα 25. Αλλά μπορεί ο άλλος να είναι 30 χρονών και να είναι κάγκουρας».
Ο πιο χαρακτηριστικός κάγκουρας που μου αναφέρουν είναι ο «παπάκιας». Όπως μου τον περιγράφουν, είναι αυτός που «θα κόψει την εξάτμιση για να βάλει μια άλλη, που κάνει περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι η σειρήνα κινδύνου. Ποτέ κράνος, αλλά θα φοράει το γυαλί το Arnette. Παλιά θα είχε το μαλλί καρφάκι με το Flipper το ζελέ. H εξάτμισή του θα ακούγεται για μισή ώρα, γιατί πηγαίνει με 10 χιλιόμετρα την ώρα. Δεν μπορεί να πάει παραπάνω. Το παπούτσι Nike. H φόρμα Nike κι αυτή. Oπωσδήποτε μπανάνα τσαντάκι. Αυτά είναι τα σίγουρα».
Υπάρχουν και κάποιοι που το παίζουν κάγκουρες. Π.χ., όπως μου λένε, «στα βόρεια προάστια ο κάγκουρας θα έχει το Crypton του, θα έχει ολόκληρη την εξάτμιση μαμά. Δεν είναι γνήσιος κάγκουρας. Είναι ιμιτασιόν, γουόναμπι κάγκουρας. Που έχει σκάσει τα λεφτά, γιατί του τα έχει δώσει η μαμά και ο μπαμπάς, και τα έχει όλα στην πένα. Δεν έχει και την ανάλογη αλητεία ο κάγκουρας των βορείων προαστίων. Δεν έχει δει πώς είναι τα ζόρια».
Ο ορίτζιναλ κάγκουρας λόγω οικονομικών δυσχερειών ανήκει εξ ανάγκης στην DIY φάση. «Θα έχει το σπασμένο GLX-άκι, που θα του 'χει κολλήσει την εξάτμιση χειροκίνητα, επειδή έφαγε χτες τούμπα, αλλά δεν έχει λεφτά να το φτιάξει. Θα έχει στάνταρ ένα σακουλάκι χόρτο στην τσέπη, αυτός είναι κάγκουρας, τέλος» μου λένε.
«Ο κάγκουρας είναι αυτός που θα φτιάξει το μηχανάκι του με πατέντες και θα το φέρει έτσι όπως το θέλει. Θα ‘ναι καλό αλλά θα το έχει φέρει μόνος του».
«Παλιά ήμασταν κάγκουρες αρκετά. Όταν είσαι πιτσιρικάς, δεν σε νοιάζει ο κόσμος τριγύρω. Θες να δειχτείς, να κάνεις τη μαλακία σου, να σηκώσεις σούζα, να δείξεις ότι είσαι πιο μάγκας, ο πιο γρήγορος. Μετά ηρεμείς κι είσαι πλέον ο μηχανόβιος, που έχει μια εμπειρία από πίσω. Θα έχεις πέσει δυο-τρεις φορές, πιθανώς είκοσι ή τριάντα. Θα ‘χεις μάθει. Ξέρεις πότε μπορείς να σηκώσεις σούζα και πότε όχι. Πότε θα κάνεις τη βλακεία σου και πότε όχι. Τον κάγκουρα δεν τον νοιάζει. Βλέπει κοριτσάκια και κάνει τη βλακεία του. Πάει έξω από τα σχολεία, σηκώνει σούζες και βαράει ξερόγκαζα».
«Άλλος μπορεί να είναι με αμάξι. Ο κλασικός με το ραλί. Φιμέ τα τζάμια όλα. Τέρμα χαμηλωμένο, με όλα τα ηχεία μέσα να παίζουνε τίγκα κι αυτός να έχει το κεφάλι έξω από το παράθυρο. Γιατί τον έχει πιάσει πονοκέφαλος απ’ τη μουσική. Αλλά όχι, θα περάσει από τη γειτονιά για να τον δούνε όλοι.
Ο κάγκουρας θα βάλει επίσης το φτηνό τζάμι. Γιατί έχει κι αλλού να ρίξει τα λεφτά του. Πρέπει να κόψει και το καπό, να φαίνεται το μοτέρ».
Ο Τάσος κάποτε είχε ένα Smartάκι χαμηλωμένο. «Όταν πάταγα ένα δίευρο», μου λέει, «καταλάβαινα αν είναι κορώνα ή γράμματα» και γελάμε όλοι. Είναι φουλ πρόσχαρος όσο μου αφηγείται ιστορίες. Ο Παύλος ανταγωνίζεται επάξια τη χαρά του. Το βλέπεις στα μάτια και των δύο πόσο πολύ αγαπάνε τις μηχανές.
Είναι πολλά χρόνια φίλοι κι ο ένας συμπληρώνει όσα λέει ο άλλος. Μοιάζουν με έναν ενιαίο οργανισμό με δύο σώματα και, εννοείται, δύο μηχανές. «Το αποφεύγουμε γενικά το δικάβαλο» μου επισημαίνει ο Παύλος.
«Οι ορίτζιναλ κάγκουρες είναι πιο επικίνδυνοι στην οδήγηση, λίγο πιο χύμα. Μπορεί να τους φύγει τίποτα στον δρόμο, καμιά εξάτμιση». «Πιτσιρικάς», λέει ο Παύλος, «εγώ είχα πάρει ένα CBRάκι μικρό, όλο δεμένο με tire up. Κι όταν πήγαινα με πάνω από εκατό χιλιόμετρα την ώρα, φεύγανε πράγματα. Μου έκανε σήμα από πίσω κάποιος για να μου πει ότι σου ‘φυγε κάτι. Σταματούσα, γυρνούσα για να το μαζέψω. Αλλά, ναι, τι να κάνουμε. Ήταν η πατέντα στην πατέντα».
Μιλούσαμε για πάνω από μία ώρα και δυστυχώς μόνο μικρά αποσπάσματα από την όλη κουβέντα μπορούν να μεταφερθούν εδώ. Το κλίμα ήταν πάρα πολύ ευχάριστο και σοβάρευε μόνο όταν θυμόντουσαν σκηνικά που τους έκαναν να ομολογούν ότι «τους έχει ευνοήσει πολύ η τύχη».
«Έχουμε πάει με όσο έπιαναν οι μηχανές μας. Έχουμε φτάσει ακόμα και τα 300 χιλιόμετρα την ώρα. Δεν θα μας άρεσε όμως μια λεωφόρος σαν την Autobahn. Εμείς θέλαμε και κάτι το παράνομο. Είναι το πείσμα που σου λέει "μέχρι 130" κι εσύ λες "δεν με νοιάζει"».
Παλιά αράζανε στο Ribas, λίγο πιο έξω από τη Βάρκιζα. «Ήταν ένα πέρασμα όπου καθότανε ο κόσμος και βγαίνανε μπροστά στα φανάρια ή που κάνανε κόντρες τα γρήγορα τα μηχανάκια. Οι άλλοι που είχαν ένα αργό μηχανάκι αλλά είχαν τις δεξιότητες, έκαναν ό,τι μπορούσαν. Θα κάνανε μια σούζα, θα κάναν ένα rolling endo, θα κάνανε burnout, οτιδήποτε».
Εννοείται πως παίζανε και κυνηγητά με μπάτσους.
«Ήταν μια όμορφη βραδιά καθώς βγαίναμε από τα Εξάρχεια με φίλους. Σηκώνουμε σούζα. Πάμε, πάμε, πάμε. Βρίσκουμε κόκκινο, σταματάμε, κατεβάζουμε. Κι εμείς δεν είχαμε πάρει χαμπάρι ότι πίσω μας έχει ένα πολύ όμορφο περιπολικό, ζήτα ή κάτι τέτοιο. Κι αφού σταματήσαμε, μας σταματάνε».
Συνήθως τους ξεφεύγανε, αλλά, όπως μου λένε γελώντας, στην αστυνομία «υπάρχουν κάποιοι οδηγοί που είναι όντως πολύ καλοί, γαμώτο». «Κι άμα είναι πολύ καλοί οδηγοί δεν σταματάνε. Έχουνε ένα πείσμα, το πείσμα του σερίφη που θα σε σταματήσει γιατί είσαι ο χειρότερος εγκληματίας του κόσμου. Για μία εξάτμιση, για παράδειγμα».
«Την αστυνομία, επειδή είναι ο Νόμος θεωρητικά, δεν τη νοιάζει τίποτα. Δεν τους νοιάζει το κόκκινο, δεν τους νοιάζει κάτι».
Τώρα πια βέβαια προσέχουν αρκετά παραπάνω απ’ ό,τι στο παρελθόν. Αν βάλουν κάποιον στην παρέα τους θα πρέπει να υπακούει σε κάποιους στοιχειώδεις κανόνες προστασίας:
«Στάνταρ να φοράει κράνος, είναι νόμος αυτό. Να μη φέρνει σε κίνδυνο τον άλλον οδηγό. Ας κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να μη βάζει σε κίνδυνο τους άλλους. Όταν θα κάνει μια σούζα, θα ‘ναι πιο μακριά από εμάς, ή πιο μπροστά ή πιο πίσω, ούτως ώστε αν τυχόν πέσει –γιατί δύο ρόδες είναι, κάποια στιγμή στάνταρ θα πέσεις– να μη χτυπήσει κάποιος άλλος απ’ την ομάδα.
Επίσης απαγορεύεται το αλκοόλ. Πιες κάποιο ενεργειακό ποτό ή καφέ, αλλά όταν οδηγάς ποτέ αλκοόλ ή άλλες ουσίες».
Όταν ήταν μικροί είχαν κι αυτοί κομμένες εξατμίσεις.
«Ο ένας λόγος που το είχα κάνει τότε», μου λέει ο Τάσος, «ήταν επειδή είχα τη μαμά την εξάτμιση και δεν ακουγόταν καθόλου. Για να βάλω μία καλή εξάτμιση, τότε είχε 30.000 δραχμές. Ε, πήρα ένα πριόνι και έκοψα την εξάτμιση. Και μου βγήκε τσάμπα. Ήθελα να κάνω φασαρία. Το ότι θα περάσω και θα γυρίσετε να με κοιτάξετε όλοι».
«Τώρα πλέον που έχουμε μεγαλώσει, όμως, που έχουμε, εντάξει, νορμάλ εξατμίσεις, σωστές, που βγάζουν ωραίο ήχο, με μεγάλες μηχανές, τα παπάκια είναι πολύ σπαστικά. Πόσο μαλακιστήρια ήμασταν!» καταλήγει γελώντας ο Παύλος.
Ακολουθήστε στο Instagram τους Street Hools Of Athens και τους Drift Hooligans