Οι αφίσες κολλημένες σε κολόνες, καφενεία, ψητοπωλεία και δέντρα, σε μια ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων, μιλούσαν για το μεγάλο γεγονός του χωριού. Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος με τον μέτρ του κλαρίνου, Κώστα Αριστόπουλο θα ήταν στο πανηγύρι του χωριού, στο Πευκάκι Φωκίδος.
Οι ετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από νωρίς προκειμένου το βράδυ να είναι όλα έτοιμα για την γιορτή της οποίας τα έσοδα θα πήγαιναν προς ενίσχυση της τοπικής ομάδας. Μεταλλικά τραπέζια, πλαστικές καρέκλες, φωτισμοί, περίφραξη και η εξέδρα που θα φιλοξενήσει τα λαμπερά ονόματα της λαϊκοδημοτικής διασκέδασης σχημάτιζαν το σκηνικό του πανηγυριού. Όλα έπρεπε να είναι έτοιμα στην ώρα τους.
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ, ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει. Ο στενός δρόμος δημιουργούσε μια ουρά από παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στην πάνω πλευρά του χώρου τσιγγάνοι με λουκουμάδες, μαλλί της γριάς, μπαλόνια και ξηρούς καρπούς. Μια νεαρή κοπέλα τραβάει τους περαστικούς φωτογραφίες― "δεν είναι υποχρεωτική να την αγοράσεις". Τα μπροστινά τραπέζια, όλα ρεζερβέ με μπουκάλες ουίσκι, για παρέες 10-12 ατόμων.
Μπύρες τέσσερα ευρώ, αναψυκτικά τρία ευρώ και σουβλάκια 2 ευρώ. Τελικά, το πρόγραμμα ξεκίνησε περίπου στις δώδεκα, όταν όλες οι θέσεις είχαν γεμίσει. Πρώτα εμφανίστηκαν τα μικρά ονόματα, να προθερμάνουν το έδαφος.
Πολύχρωμοι εναλλασσόμενοι φωτισμοί, καπνοί, ηχοσυστήματα, μικρόφωνα- ψείρες ώστε να μπορεί ο κλαρινίστας να κατέβει στον κόσμο, σε έκαναν να πιστεύεις ότι βρισκόσουν σε μπουζουκομάγαζο της Λεωφόρου Συγγρού, χωρίς να θυμίζουν σε τίποτα τα αυθεντικά πανηγύρια. Και πανηγυριώτικος νεποτισμός: Ο Μάκης –junior- Χριστοδουλόπουλος, ο –junior- Αριστόπουλος με όλη την υπόλοιπη οικογένεια να αποτελεί την ορχήστρα, έκαναν την υπόθεση "αυστηρώς οικογενειακή".
Στις τέσσερις ο Μάκης έκανε ένα διάλειμμα ώστε να κάνει πάσα στον εγγονό του. Τα πιο πολλά τραπέζια ήδη αδειανά, οι φιάλες όμως συνέχιζαν να καταφθάνουν στα πρώτα τραπέζια πίστα. Είχαν χρόνο αρκετό ακόμα μέχρι να ξημερώσει.
Γύρω μου, άνθρωποι όλων των ηλικιών, και μερικοί τουρίστες που χάζευαν το θέαμα. Κατά τις δύο το πρωί ο "άρχοντας του κλαρίνου", Κώστας Αριστόπουλος, φορώντας μια αψεγάδιαστη κουστουμιά δίνει ένα σόλο για να ξυπνήσει τα αίματα αλλά και κάποιους που ήδη είχαν αρχίσει να ξενερώνουν ακούγοντας τραγούδια του Βέρτη. Πράγματι, μετά από λίγα λεπτά, βγήκε στην πίστα ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος ξεσηκώνοντας τα πλήθη. Τα κινητά υψώνονται στο αέρα, τα βίντεο δεν σταματούν να τραβούν και δύο ογκωδέστατοι κύριοι δεν αφήνουν κανέναν να πλησιάσει τον βασιλιά. Μετά τα πρώτα σουξέ (το «Προσκλητήριο», τα «Στέφανα»), οι κύριοι στις άκρες αποτραβήχτηκαν, οι καπνοί σταμάτησαν και ήρθε η ώρα του χορού. Χιλιάδες selfies. Περισσότερο φωτογραφίζονταν με Χριστοδουλόπουλο και Αριστόπουλο παρά χόρευαν ή τραγουδούσαν. Στις τέσσερις ο Μάκης έκανε ένα διάλειμμα ώστε να κάνει πάσα στον εγγονό του. Τα πιο πολλά τραπέζια ήδη αδειανά, οι φιάλες όμως συνέχιζαν να καταφθάνουν στα πρώτα τραπέζια πίστα. Είχαν χρόνο αρκετό ακόμα μέχρι να ξημερώσει. Φεύγοντας, έξω σταματημένα δύο περιπολικά με αστυνομικούς. «Πού φτάσαμε», ακούω να αναρωτιέται φωναχτά μια γυναίκα, χωρίς να περιμένει απάντηση.
Άλλαξαν τα πανηγύρια ή τα άλλαξε η κρίση; Το σίγουρο είναι ότι τα πανηγύρια άντεξαν. Μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να έχασαν τον παραδοσιακό τους τόνο αλλά εξακολουθούν είτε στην επαρχία, είτε σε περιοχές της Αττικής, να μονοπωλούν την καλοκαιρινή διασκέδαση. «Πλέον, είναι ένας φθηνός τρόπος διασκέδασης» θα σου πουν γερόλυκοι που έχουν ζήσει ιστορικά γλέντια που διαρκούσαν δύο ή τρεις μέρες, με μπόλικη «χαρτούρα», όπως ονόμαζαν τα χιλιάρικα και με σειρά για χορό.
Αν εξαιρέσουμε τα πανηγύρια του Αιγαίου στα οποία κυριαρχεί η μέθεξη και το τελετουργικό, στην ηπειρωτική Ελλάδα αυτού του είδους η διασκέδαση άνθησε κατά κύριο λόγο μετά την δεκαετία του '50. Μεγάλοι θρύλοι της εποχής όπως ο Τάκης Καρναβάς, η Φιλιώ Πυργάκη, ο Δημήτρης Ζάχος, ο Κώστας Σκαφίδας, ο Αλέκος Κιτσάκης ή η Τασία Βέρρα, στο κλαρίνο ο Βασίλης Σαλέας ή ο Γιάννης Βασιλόπουλος και στο βιολί ο Γιώργος Κόρος κυριαρχούσαν σε Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Ήπειρο. Σ΄αυτές τις συναθροίσεις, θεωρούνταν αδύνατον να δεις τσιφτετέλια, γαρύφαλλα και μουσικές επενδύσεις σκυλάδικων της εθνικής.
Στην συνέχεια, τα ίδια αλλά και άλλα ονόματα όπως η Σοφία Κολλητήρη, ο Κώστας Μεντζελόπουλος, ο Γιώργος Τζαμάρας, στο κλαρίνο ο Γιώργος Μάγκας και στο βιολί ο Λευτέρης Ζέρβας, πρωταγωνιστούσαν στα πανηγύρια των δεκαετιών '80-'90. Εκείνα τα πανηγύρια τα έχω ζήσει από πολλή μικρή ηλικία. Ήταν τα Πασοκικά χρόνια όπου οι "ζυγιές" στήνονταν στα χωράφια, με τα τρακτέρ να μετατρέπονται σε εξέδρες, μπαλαντέζες από ενωμένες άσπρες λάμπες να αποτελούν τον φωτισμό, τότε που οι επιδοτήσεις γίνονταν παρανάλωμα στα πόδια των δημοτικών τραγουδιστών και κάποιοι με το παραμικρό αναποδογύριζαν τα τραπέζια και κάναν ζοριλίκια για τα μάτια μιας γυναίκας. Όταν στους πάγκους έβρισκες από κασέτες ροκ συγκροτημάτων έως επιτραπέζια και πριν καθίσεις, περνούσες πρώτα από την εκκλησία που θα γιόρταζε για το καθιερωμένο -για το καλό- κερί.
Στην εποχή της κρίσης διακρίνεις την αλλαγή της ανθρωπογεωγραφίας στα πανηγύρια αλλά και κάποιων κύριων χαρακτηριστικών τους. Τώρα μεγάλα ονόματα είναι ο Γιώργος Βελισσάρης, ο Γιάννης Καψάλης και ο Γιάννης Κατσιγιάννης. Είναι τα πρόσωπα που γεμίζουν αθόρυβα γνωστά δημοτικά κέντρα της Αθήνας. Επιπλέον, από τους μεσήλικες και ηλικιωμένους ντόπιους του χωριού που πήγαιναν για να στηρίξουν τον σύλλογο, την ομάδα ή την εκκλησία, σήμερα το πλήθος είναι ετερόκλητο και αποζητά απλώς να ξεσκάσει. Κι έρχονται νέοι πιο πολλοί, απλώς επειδή είναι φτηνά και έχει εύκολο καμάκι.
Πριν λίγα χρόνια ο Μ.Hulot ρώτησε την κορυφαία των ελληνικών πανηγυριών, Φιλιώ Πυργάκη, «τι έχει αλλάξει στον τρόπο που διασκεδάζουν οι άνθρωποι σήμερα»; «Εδώ στην περιφέρεια, στη Λιβαδειά, στη Λοκρίδα, είναι ακόμα όπως παλιά. Κρατούν τις παραδόσεις και ο κόσμος γεμίζει τα πανηγύρια. Αλλού τα πανηγύρια έχουν γίνει συναυλίες, τραγουδάνε με πρόγραμμα. Δεν μου αρέσει αυτό, αλλά τι να κάνουμε, αλλάζουν τα πράγματα, σε αλλάζει η εποχή, συμβαδίζεις μαζί της. Θέλω να βγαίνω στο πάλκο και να τραγουδάω αυθόρμητα ό,τι ορίζει η στιγμή. Παλιά οι άνθρωποι το περίμεναν με λαχτάρα το πανηγύρι, το πόναγαν, δεν ήταν όπως τώρα που έχουν εκδηλώσεις και συναυλίες συνέχεια. Εκείνα τα χρόνια η γιορτή του χωριού ήταν η αφορμή να μαζευτεί το σόι, να ψήσουν, να γίνουν μια παρέα και να χορέψουνε. Σήμερα τα έχουν ξεπεράσει πλέον αυτά. Ποτίστηκε ο κόσμος από το πολύ γλέντι χωρίς λόγο - έχει κάνει μεγάλο κακό η τηλεόραση», ήταν η απάντησης της μεγάλης φωνής του δημοτικού ρεπερτορίου.