ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’80, στο χώρο της λαϊκής διασκέδασης κυριαρχούν Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα, το συγκρότημα των Βαγγέλη Δεληκούρα κιθάρα, Χρήστου Παπαδόπουλου μπουζούκι, Αργύρη Παπαγεωργίου κιθάρα, Λάμπρου Καρελά ακορντεόν και Παναγιώτη Μανωλάκου μπουζούκι (ο μόνος που δεν βρίσκεται στη ζωή). Σχεδόν όλοι τραγουδούσαν. Τα Παιδιά έχουν μετακομίσει από το Χάραμα της Πάτρας στην Αθήνα, καθότι η ζήτηση είναι τεράστια μετά την ασύλληπτη εμπορική επιτυχία του πρώτου δίσκου τους «Αφιερωμένο Εξαιρετικά» [Αδελφοί Φαληρέα, 1983] κι έχοντας σαν μόνιμο στέκι τους το κέντρο Αχαρνών 77, γνωστό και ως Πανόραμα (πρώην Τζίμης ο Χονδρός), είναι έτοιμα για νέες κατακτήσεις.
«Αχαρνών 77» θα λεγόταν και το τρίτο άλμπουμ των Παιδιών, από το 1985, που περιείχε δικά τους τραγούδια αυτή τη φορά («Πίκρανες το φαντάρο», «Οι μπύρες», «Φέρε και μια φίλη σου μαζί», «Όμως εγώ είμαι τρελός» κ.λπ.), τα οποία θα γίνονταν το ίδιο μεγάλες επιτυχίες με τις επανεκτελέσεις των δύο πρώτων LP, με την κοσμοσυρροή στην Αχαρνών 77 να συνεχίζεται – και με το νέο άλμπουμ «Απόψε Πάλι» (1986) να στηρίζει, και αυτό, την πολύ δυνατή σχέση τους με τον κόσμο. Οι δύο επιτυχίες του δίσκου, «Ο Αλέφαντος (Όταν με κατηγορούν)» και «Ο Ορχομενός (Ήρθαν κάτι φίλοι μου)», το μαρτυρούν.
Ο Dury, λοιπόν, θα έλεγε πολύ σωστά πράματα, και όσοι μπορεί να νομίζουν ότι είπε όσα είπε, επειδή ήταν φιλοξενούμενος και ήθελε να παραστήσει τον καλό και τον καταδεχτικό είναι βαθιά νυχτωμένοι. Δεν ήταν τέτοιος τύπος.
Τη νέα σεζόν 1986-87 Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα είναι πάντα στην Αχαρνών 77, σ’ ένα πρόγραμμα μαζί με τον Σταμάτη Κόκοτα, την Γιούλη Τσίρου, τους Μάριο Μηλιάδη & Σταύρο Δημόπουλο και ακόμη με τον γίγαντα του δημοτικού και λαϊκού κλαρίνου Βασίλη Σαλέα. Μπορεί μια κάμψη στην επικοινωνία των δίσκων τους με τα μεγάλη πλήθη να είναι κάπου εμφανής, όμως σαν μουσικοί οι ίδιοι εξελίσσονται όλο και περισσότερο, διατηρώντας, πάντα, αυτόν τον... ημι-επαγγελματικό ήχο, που τους είχε κάνει τεράστιους στην Πάτρα, στο φοιτητικό κύκλωμα πρώτα-πρώτα.
Αυτή τη φάση του γκρουπ θα κατέγραφε ο δίσκος τους «Μια Βραδιά με τα Παιδιά απ’ την Πάτρα / Ζωντανή ηχογράφηση από το Πανόραμα “Αχαρνών 77”», που μπορεί να βγήκε στο τέλος του 1989 –όταν το συγκρότημα είχε πρόσκαιρα διαλυθεί–, αλλά ήταν ηχογραφημένος την Αποκριά του ’86.
Αν και η ηχογράφηση είναι ερασιτεχνική και δεν συνέβη για να μετασχηματιστεί σε δίσκο με σκοπό το κέρδος (ασχέτως αν αυτό θα συνέβαινε τρία χρόνια αργότερα), στο βάθος της αποτυπώνει αυτό τον τόσο χαρακτηριστικό ζωντανό ήχο των Παιδιών, όπως και τις δεξιοτεχνικές ικανότητές τους στα παιξίματα, με τα τραβηγμένα ορχηστρικά μέρη όπου απαιτείτο (άκου, ας πούμε, το κλασικό «Θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου» των Βασίλη Βασιλειάδη-Πυθαγόρα).
Εκείνη την εποχή, τέλος ’86-αρχή ’87, ένας σκηνοθέτης του λαϊκού σινεμά, που κινιόταν έξω από τις μανιέρες των βαθιών ψυχολογικών ενδοσκοπήσεων και των ποιητικών πλάνων του «νέου ελληνικού κινηματογράφου» (ΝΕΚ), ο Βασίλης Μπουντούρης, ξεκινά την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, που είχε τίτλο «Ο Παράδεισος Ανοίγει με Αντικλείδι». Στην ταινία πρωταγωνιστούσε ένας πολύ σπουδαίος άγγλος τραγουδοποιός, και ηθοποιός φυσικά, ο Ian Dury. Μαζί, βεβαίως, έπαιζαν και έλληνες συνάδελφοί του, όπως η Λυδία Λένωση, ο Μανώλης Δεστούνης κ.ά., όμως το γεγονός πως ο Dury κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός ακροβάτη στην Ελλάδα του ’50, ήταν κάτι αναπάντεχο για όσους τον ξέραμε από την παρουσία του στο βρετανικό pub rock των mid-70s (Kilburn & The High Roads) και αργότερα στο new wave (Ian Dury and The Blockheads).
Ο Dury, που είχε γεννηθεί το 1942 και που θα πέθαινε 58 χρόνια αργότερα, το 2000, ήταν χτυπημένος, στην παιδική ηλικία του, από πολιομυελίτιδα, η οποία θα του άφηνε σοβαρή αναπηρία στην αριστερή πλευρά του σώματός του. Παρά ταύτα ο ίδιος δεν θα το έβαζε κάτω, όπως λέμε, καθώς μέσω της Τέχνης (αρχικά της ζωγραφικής και εν συνεχεία της μουσικής) θα εξωτερίκευε όλα εκείνα που σκεπτόταν και τον απασχολούσαν, τα οποία, «ντυμένα» με το ιδιότυπο, όσο και καυστικό χιούμορ του, θα γινόντουσαν στην πορεία καταπληκτικά τραγούδια, είτε από τον ίδιο είτε μέσω των συγκροτημάτων του, των Blockheads βασικά – ανάμεσά τους τα “Sex & drugs & rock & roll” (1977), “Sweet Gene Vincent” (1977), “What a waste” (1978), “Hit me with your rhythm stick” (1978), “Wake up and make love with me” (1978), “Reasons to be cheerful, part 3” (1979), “Spasticus autisticus” (1981) και άλλα διάφορα.
Ian Dury and The Blockheads – Hit Me With Your Rhythm Stick
Στην Ελλάδα, ο Ian Dury, ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός σε όσους άκουγαν new wave στο τέλος των σέβεντις και την αρχή των έιτις, δίσκοι του κυκλοφορούσαν στη χώρα μας (σε ελληνικές εκτυπώσεις εννοώ), ενώ και ο ίδιος θα μας επισκεπτόταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1982, μαζί με τους Blockheads, παίζοντας ζωντανά στο Σπόρτιγκ. Το ιδιαίτερο ύφος του, τα αστεία του, οι γκριμάτσες του –δεν ξέρω τι– δεν άρεσαν σε μια μειοψηφία ανεγκέφαλων (πάντα θα υπάρχουν και τέτοιοι στις συναυλίες), που θα τον αποδοκίμαζαν με σκαιό τρόπο, αλλά ο ίδιος ως μεγάλος καλλιτέχνης (όπως ήταν) θα έκανε πάντα εκείνο που έπρεπε να κάνει.
Λίγα χρόνια αργότερα, προς το τέλος του 1986, ο Dury θα βρισκόταν και πάλι στην Ελλάδα (πιθανώς να είχε ξανάρθει ιδιωτικά) προκειμένου να παίξει στην ταινία του Μπουντούρη. Είχε ήδη εμφανισθεί στους «Πειρατές» του Roman Polanski και το όνομά του ήταν πάντα συνώνυμο με το παράδοξο και το αλλόκοτο, συνδυασμένο μ’ ένα απρόβλεπτο χιούμορ – κι έναν τέτοιο παράδοξο ρόλο θα υποδυόταν και στην ελληνική ταινία. Προς το Νοέμβριο του ’86, μάλιστα, ο Dury θα εμφανιζόταν και στην εκπομπή του Διονύση Σαββόπουλου «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», που προβαλλόταν τότε από την ΕΡΤ και αιτία δεν ήταν η ταινία ακριβώς, μα Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα!
Ο Βασίλης Μπουντούρης, οι αδελφοί Φαληρέα, δηλαδή ο Τάσος και ο Γρηγόρης, Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα και η Λυδία Λένωση (η ηθοποιός που έπαιζε και στην ταινία) συνδέονταν τότε με φιλίες, κι επειδή οι Φαληρέηδες ήταν και φίλοι του Σαββόπουλου δεν ήταν εκτός τόπου και χρόνου όσα θα συνέβαιναν αναμεταξύ τους. Έτσι, όταν ο Dury θα βρισκόταν στην Αθήνα, για τα γυρίσματα της ταινίας, θα περνούσε και από την Αχαρνών 77 για να δει τα Παιδιά, και να μιλήσει με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτά στην εκπομπή του Σαββόπουλου.
Ο Dury, λοιπόν, θα έλεγε πολύ σωστά πράματα, και όσοι μπορεί να νομίζουν ότι είπε όσα είπε, επειδή ήταν φιλοξενούμενος και ήθελε να παραστήσει τον καλό και τον καταδεχτικό είναι βαθιά νυχτωμένοι. Δεν ήταν τέτοιος τύπος.
Κατ’ αρχάς το πολύ σοβαρό που λέει ο Dury είναι πως Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα δεν επιχειρούσαν να μιμηθούν ξένες μουσικές –όπως έκαναν εκείνοι που έπαιζαν ροκ, τότε, στην Ελλάδα–, αντιμετωπίζοντάς τους (ο Dury) σαν τους συνεχιστές μιας (δικής μας) παράδοσης. Το να το λέει ένας Άγγλος αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, σε σχέση με το πόσο αυθεντικά και ειλικρινή μπορεί να είναι κάποια δικά μας πράματα, τα οποία συχνά υποτιμάμε, σε σχέση με κάποια άλλα «ξενόφερτα», που θεωρούνται, δήθεν-τάχα, πιο ουσιαστικά, πιο νεανικά, πιο... κολασμένα και δεν ξέρω ’γω τι άλλο.
Το ίδιο κατά μίαν έννοια είχε πράξει και ο Allen Ginsberg πίσω, στην αρχή του ’60, όταν είχε έρθει στην Ελλάδα, πηγαίνοντας ν’ ακούσει τον Τσιτσάνη και διασκεδάζοντας στις λαϊκές ταβέρνες του Περάματος, με τους... ναύτες του Τσαρούχη. Δεν πήγε ν’ ακούσει τον Γιάννη Βογιατζή και την Τζένη Βάνου, που τραγουδούσαν ευρωπαϊκά τραγούδια ή αμερικάνικα (τζαζ επιρροών εννοώ και τ’ ανάλογα). Όποιος ξένος καταλαβαίνει πέντε πράματα, και δεν συμπεριφέρεται σαν κομμάτι μιας ξεκάρφωτης μάζας, ψάχνει πάντα για το original, καθώς τον ενδιαφέρει να βιώνει αληθινές καταστάσεις – χωρίς τούτο να σημαίνει πως και τα ελληνικά τραγούδια της τζαζ, της ποπ και του ροκ στερούνται ενδιαφέροντος, και πως δεν είναι και αυτά ωραία (όταν είναι γραμμένα από έναν Πλέσσα ας πούμε). Ένας ξένος, όμως, το ξαναλέω, που ξέρει να ψάχνει το αυθεντικό, δεν θα παραπλανηθεί εύκολα από τη μίμηση – όσο καλή κι αν είναι αυτή. Θα επιζητήσει το «άλλο», το διαφορετικό και το ξένο προς εκείνον.
Έτσι, ό,τι ήταν ο Τσιτσάνης για το 1961, για τον Ginsberg, ήταν Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα για το 1986, για τον Dury, και αυτό, το σπουδαίο, ήταν σε θέση να το εκτιμήσει τούτος ο μεγάλος άγγλος μουσικός. Αυτά ακριβώς είχε πει ο Dury στην εκπομπή του Σαββόπουλου, απαντώντας στην ερώτηση για το ποια ήταν η γνώμη του για την ελληνική μουσική...
«Ουσιαστικά μαθαίνω ακόμα. Εδώ βρίσκομαι μιάμιση βδομάδα. Την πρώτη νύχτα άκουσα μια καταπληκτική φωνή, του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αν και κανείς μουσικός δεν πρέπει να λέει τι σκέφτεται για κάποιον άλλο μουσικό. Ο Λούις Άρμστρονγκ είπε κάποτε για τον Τσάρλι Πάρκερ ότι δεν μπορεί να παίξει. Δέκα χρόνια αργότερα ζήτησε συγγνώμη. Δεν λέω λοιπόν τίποτα... αλλά ο Παπακωνσταντίνου έχει φανταστική φωνή. Την περασμένη βδομάδα άκουσα και Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα, με τον κλαρινίστα Βασίλη Σαλέα. Αυτός ο τύπος με εντυπωσίασε. Είναι σαν τον Τζον Κολτρέιν. Μπορώ να καταλάβω ότι οι ρίζες του είναι ελληνικές, αλλά ο ήχος του είναι χωρίς σύνορα. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο νεαρός μπουζουξής, είναι καταπληκτικός, όπως και ο Λάμπρος (Καρελάς) με τη βαθιά βελούδινη φωνή. Νομίζω ότι αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να ξαναδημιουργήσουν την παράδοση. Οτιδήποτε δεν πηγάζει από την παράδοση πρέπει να θεωρείται «κλοπή». Αυτό είναι το ενδιαφέρον στοιχείο τους. Όχι όπως η μουσική από την Αγγλία ή την Αμερική, που αν σου αρέσει μπορείς να την μιμηθείς κάπως. Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα ακούν τους παραδοσιακούς ήχους χωρίς να τους αντιγράφουν και αυτό είναι καταπληκτικό. Αν και είναι εύκολο για μένα να καταλάβω αυτά που παίζουν, δεν ξέρω να τα παίξω, γιατί μου είναι τεχνικά δύσκολο».
Σ’ εκείνο το σημείο χτυπάει ένα τηλέφωνο στο στούντιο. Ο Ian Dury δείχνει να ξαφνιάζεται, για να συμπληρώσει με το γνωστό χιούμορ του: «Η μαμά μου θα είναι... Θέλει να δει αν φοράω τη φανέλα μου... Πάντα αυτό με ρωτάει...». Καταπληκτικός και συγκινητικός μαζί! Να και το σχετικό κλιπ...
Ο Ian Dury Μιλάει γιά Τα Παιδιά απ την Πάτρα
Μετά απ’ αυτά ο καθείς θα ακολουθούσε το δρόμο του. Ο Dury θα επέστρεφε στην πατρίδα του ηχογραφώντας νέα τραγούδια με και χωρίς τους Blockheads, και κάνοντας περιοδείες, τουλάχιστον έως το μέσο των 90s, όταν θα άρχιζαν τα πρώτα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του, ενώ Τα Παιδιά απ’ την Πάτρα θα συνέχιζαν στο αυτό μοτίβο για λίγο καιρό ακόμη, όντας αγνοημένα από τα επίσημα κανάλια στα χρόνια της μεγάλης δόξας τους.
Το λέω γιατί η διάδοση των τραγουδιών τους γινόταν, έως τότε, είτε από στόμα σε στόμα, είτε από τους ραδιοπειρατές, είτε (και) από την «ελεύθερη ραδιοφωνία», μετά το καλοκαίρι του ’87. Να σαν το δίωρο πρόγραμμα με ελληνικά τραγούδια, που παρουσίαζαν ο Τάσος Φαληρέας και η Λυδία Λένωση από το Κανάλι 1 του Πειραιά, κάθε Τρίτη και Πέμπτη τα ξημερώματα, από τις 4 έως τις 6 το πρωί, που διανθιζόταν με κοινωνικοπολιτικά σχόλια (του Τάσου) και με ζωντανές συνδέσεις (της Λυδίας) με τους ξενύχτηδες. Εκεί, Τα Παιδιά είχαν την τιμητική τους... σε μιαν εποχή όπου είχε αρχίσει να φαίνεται και κάποια σχετική φθορά – με τις διαφορετικές προτεραιότητες των μελών τους κ.λπ., και η οποία θα οδηγούσε στην (πρόσκαιρη) διάλυσή τους. Όταν θα επανασυνδέονταν θα ήταν πλέον κάτι άλλο, σε μια άλλη φάση. Κάτι λέει απ’ αυτού ο Γρηγόρης Φαληρέας στο οπισθόφυλλο του δίσκου, με τη ζωντανή ηχογράφηση από την Αχαρνών 77:
«Αν (Τα Παιδιά) είχαν μείνει στο Χάραμα της Πάτρας, όπου είχαν φοιτητικό κοινό, που τους διαμόρφωνε καθοριστικά, εγώ πιστεύω ότι δεν θα καταστρεφόντουσαν. Η ωφελιμιστική νοοτροπία της “Αλλαγής” και η μετα-ντιζάιν Αθήνα τους όργωσαν τα πετσιά τους».
Κάπως έτσι είχαν τα πράματα... Δηλαδή μάλλον...
Παιδιά Από Την Πάτρα - Η καρδιά της ανήκει αλλού (1983)