Οι Tsugranes είναι τρεις φίλοι με καταγωγή από τα Γιάννενα που πραγματικά κάνουν πολύ φρέσκια μουσική. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μοναδική περίπτωση για τα ποπ δεδομένα της χώρας και το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή που ακούς τα λιγοστά τραγούδια τους στο Spotify. Ξεφεύγουν από το ηλεκτρονικό spoken word που έχει κατακλύσει τελευταία τη μουσική σκηνή. Ξεφεύγουν επίσης από την επιρροή των ηλεκτρονικών ’80s. Ως zoomers, οι αναφορές τους βρίσκονται κυρίως στη χρυσή ελληνική μουσική των ’90s και των ’00s. Εύκολα κανείς θα μπορούσε να τους θεωρήσει ως γνήσιους απογόνους του Φοίβου και του Νίκου Καρβέλα, αλλά σίγουρα θα τους αδικούσε. Ξεχωρίζουν γιατί είναι από τα ελάχιστα ελληνικά συγκροτήματα που έχουν ηχητική άποψη, δεν είναι μία από τα ίδια και έχουν μια τρομερή ικανότητα να ενσωματώνουν ελληνικούς στίχους σε σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Και, φυσικά, το κάνουν με αστείρευτο φαν και ενέργεια. Δεν γίνεται να μην ακούσεις το σαρωτικό «Otk/De Thelo», μια απίθανη και απενοχοποιημένη μείξη Μπλε και hyperpop, και να μην απορήσεις πώς καταφέρνουν να χωρέσουν τόσο πολλές επιρροές στα τριάμισι λεπτά που διαρκεί.
Ούτε είναι τυχαίο που η Μαρίνα Σάττι, με την οποία τους ενώνουν πολύ περισσότερα απ’ ό,τι φαίνεται, τους επέλεξε να ανοίξουν τη συναυλία της στην Τεχνόπολη. Είχε ανεβάσει ένα story ψάχνοντας καλλιτέχνες να ανοίξουν τη συναυλία της και της έστειλαν ένα μήνυμα χωρίς πολλές προσδοκίες. «Ήταν πολύ ξαφνικό. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο μάθαμε ότι θα ανοίγαμε τη συναυλία της στην Τεχνόπολη. Δώσαμε τα τελευταία μας μαθήματα στην εξεταστική και βρεθήκαμε στην Αθήνα για το live. Το πιο αστείο είναι πως κι εμείς παλιότερα φτιάχναμε μουσική, χρησιμοποιώντας φωνητικά από το Google Translate. Όταν ακούσαμε το “Mixtape”, στο οποίο έκανε κάτι παρόμοιο, σκεφτήκαμε πόσο κουλ θα ήταν να συνεργαστούμε. Και κατά κάποιον τρόπο, τελικά το κάναμε. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτή την ευκαιρία», μου λένε.
«Μας αρέσει να εντάσσουμε την ελληνική ποπ κουλτούρα στους στίχους μας και είναι αρκετά εμφανές το ειρωνικό στοιχείο. Με αυτές τις αναφορές νιώθουμε πως επικοινωνούμε με το κοινό μας. Θεωρούμε πως το meta στοιχείο είναι κάτι που μας ενώνει με όσους μας ακούνε. Μέσα από αυτό δείχνουμε την εκτίμησή μας σε σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες».
Το πιο συναρπαστικό, πάντως, σε όλα αυτά είναι ότι ο Χρήστος, η Μάρσι και η Ξένια, που αυτή τη στιγμή είναι φοιτητές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κάνουν μουσική από απόσταση. Ακούγεται κάπως απίθανο και αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο είναι. Ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει τις λιγοστές κυκλοφορίες τους μέχρι στιγμής.
«Είναι πολύ δύσκολο. Για τη συνέντευξη π.χ. προετοιμαζόμαστε εδώ και τέσσερις ώρες με κλήση στο Messenger. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο που είμαστε φοιτητές κάνουμε συχνά τέτοιες κλήσεις για να γράψουμε μουσική, και όταν βρισκόμαστε στα Γιάννενα κουβαλάμε ένα μικρόφωνο και ένα laptop για να ηχογραφούμε σε κάθε ευκαιρία. Κάποιος που μας διευκολύνει στο να ηχογραφούμε όταν δεν είμαστε όλοι μαζί είναι ο φίλος μας Add-on –κάναμε μαζί το “Ναυάγιο”–, ο οποίος μας παραχωρεί το home studio του στη Θεσσαλονίκη».
Οι τρεις τους γνωρίστηκαν στο σχολείο, στα Γιάννενα. «Είμαστε παιδικοί φίλοι και, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν θυμόμαστε πώς ακριβώς, αλλά κολλήσαμε σχεδόν αμέσως», μου λένε. «Τώρα, ως μπάντα, φτιάχνουμε ηλεκτρονική ποπ για όλους και όλες και προσπαθούμε να επαναφέρουμε τη ματζόρε στη γενιά μας. Το συγκρότημα ήταν μια απόφαση της στιγμής. Σε μια εκδρομή στο γυμνάσιο γράψαμε ένα τραγούδι –ήταν κυριολεκτικά 20 δευτερόλεπτα– στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Το ηχογραφήσαμε στο κινητό και το ανεβάσαμε στο SoundCloud. Αργότερα αποφασίσαμε να το πάρουμε πιο σοβαρά και να φτιάξουμε ένα άλμπουμ, το οποίο δεν υπάρχει πια στο διαδίκτυο, μην το ψάξετε».
TSUGRANES - Otk/De Thelo
Τα Γιάννενα επανέρχονται συχνά στην κουβέντα και φαίνεται ότι τους έχουν επηρεάσει αρκετά στα όσα κάνουν. «Είναι πολύ ωραίο το να μεγαλώνεις εκεί, γιατί, παρόλο που είναι μικρή πόλη, είναι πολύ δραστήρια. Έχει πολλή φυσική ομορφιά, που την ευνοεί σε σχέση με άλλες πόλεις. Παρά το στερεότυπο ότι βρέχει συνεχώς, υπάρχει κάτι που σε τραβάει ώστε να θέλεις να ζεις εκεί. Μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον με τέχνη, καθώς έχουν περάσει πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες από την πόλη μας και έχουν αφήσει το σημάδι τους. Γενικά, τα Γιάννενα είναι καλλιτεχνική πόλη, οπότε κατά κάποιον τρόπο σίγουρα μας έχουν επηρεάσει. Μπορεί στο κομμάτι της μουσικής να μην έχουμε όσες ευκαιρίες θα είχε κάποιος σε μια μεγαλύτερη πόλη, αλλά σίγουρα υπάρχει μια πολύ ενεργή μουσική κοινότητα, διαρκώς ακούγονται νέοι ήχοι».
«Τι μουσική ακούγατε γενικά; Είχατε τα ίδια γούστα;» «Γενικά, ακούγαμε όλοι την κλασική ποπ των ’00s και ’10s. Μεγαλώσαμε με Lady Gaga, One Direction, Lana del Rey, αλλά είχαμε και επιρροές από πολλά άλλα είδη και καλλιτέχνες μέσα από τις οικογένειες και τις παρέες μας, π.χ. Metallica, Queen, Björk, Kanye West, και εννοείται και από Έλληνες: Πανούση, Πρωτοψάλτη, Παπακωνσταντίνου. Γενικά, λίγο απ’ όλα. Ασχολούμασταν πάντα με τη μουσική με πολλούς τρόπους, οπότε τώρα μας φαίνεται πολύ κουλ, αλλά και σουρεάλ, που φτιάχνουμε τη δική μας μουσική». Συγκεκριμένα, ο Χρήστος μου αναφέρει πόσο τον επηρέασαν η Björk και η πρωτοπορία που έφερε στην ηλεκτρονική μουσική. «Κάθε άλμπουμ έχει ένα διακριτό στυλ και προσωπικότητα. Το “Homogenic” είναι ένα άλμπουμ που όλοι πρέπει κάποτε να ακούσουν».
Panos Kiamos
Η Ξένια περιγράφει πόσο οι One Direction ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή μπάντα για εκείνη. Τώρα που μεγάλωσε μου αναφέρει πως συμβολίζουν μια ανέμελη περίοδο της παιδική της ηλικίας. «Η αλληλεπίδρασή τους με τους θαυμαστές δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα φιλίας κι έτσι ένιωθα πως ήταν εκεί για μένα», αναφέρει – είναι κρίμα που η συνέντευξη γίνεται λίγο πριν μαθευτεί ο θάνατος του Liam Payne. Από την άλλη, η Μάρσι δεν θέλει να αναφέρει κάποιον συγκεκριμένο καλλιτέχνη. Κρατάει κάτι διαφορετικό απ’ όλους και αυτό την έχει κάνει να βλέπει τη μουσική διαφορετικά. Πιο γενικά, όμως, όσον αφορά καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το στυλ της μουσικής τους, δίνουν πολλά credits στην Charli XCX και στο γενικότερο ρεύμα της PC Music, αλλά σίγουρα και σε αυτό που πολλοί αδίκως αποκαλούν «greek trash» (Βίσση, Βανδή, ΛεΠα), μέχρι και στους Nekrotsoulithra, συγκεκριμένα στο τραγούδι «Thanato Thanato Patisia», το οποίο άκουσαν όταν πρωτοβγήκε και τους ενέπνευσε να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Είναι τόσες οι επιρροές τους που θα μπορούσαν να μιλούν ασταμάτητα γι’ αυτές. Κι αυτό φαίνεται και στα κομμάτια τους που είναι πολύ δύσκολο να τα κατατάξεις σε κάποιο είδος. Οι ίδιοι πώς τα χαρακτηρίζουν;
«Μια μείξη ηλεκτρονικής ποπ και στοιχείων hyperpop, rave των ’90s, deconstructed club και indie sleaze. Γενικότερα, είμαστε αρκετά experimental και δεν μας αρέσει να περιοριζόμαστε, οπότε, ό,τι μας αρέσει προσπαθούμε να το εκμεταλλευτούμε. Όταν γράφουμε ένα κομμάτι, πειραματιζόμαστε με τις μελωδίες. O Χρήστος ξεκινάει ένα beat και κάνουμε όλοι μαζί brainstorming με ιδέες για στίχους που ταιριάζουν στο vibe κάθε μελωδίας. Σχεδόν πάντα έχουμε μια γενικότερη ιδέα για το περιεχόμενο του τραγουδιού και δουλεύουμε με αυτήν τη βάση. Προσπαθούμε να αναφερόμαστε στην ελληνική ποπ κουλτούρα μέσω των στίχων μας αλλά και μέσω samples. Τις περισσότερες φορές έχουμε ένα hook, κυρίως το ρεφρέν, και βασίζουμε το υπόλοιπο τραγούδι σε αυτό».
Και οι αναφορές από πού προκύπτουν; Έχουν ένα κομμάτι με τίτλο Πάνος Κιάμος –που δεν έχει καμιά σχέση με όσα τραγουδάει ο λαϊκός ερμηνευτής–, ενώ το «Ναυάγιο, μια συνεργασία τους με τον παραγωγό Add-on, παραπέμπει άμεσα στο γνωστό κομμάτι της Αρλέτας.
Nauagio (feat. Add-on)
«Μας αρέσει να εντάσσουμε την ελληνική ποπ κουλτούρα στους στίχους μας και είναι αρκετά εμφανές το ειρωνικό στοιχείο. Με αυτές τις αναφορές νιώθουμε πως επικοινωνούμε με το κοινό μας. Θεωρούμε πως το meta στοιχείο είναι κάτι που μας ενώνει με όσους μας ακούνε. Μέσα από αυτό δείχνουμε την εκτίμησή μας σε σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες. Ενώ δεν αποτυπώνεται το στυλ τους στη δική μας μουσική, επιλέγουμε να τους τιμήσουμε με τον δικό μας τρόπο».
Το τρίο συχνά αστειεύεται με όσα κάνει. Παρά τη θετική διάθεση που βγάζουν τα κομμάτια τους, δεν αποστρέφουν το βλέμμα τους από την καθημερινότητα. «Ένα θέμα που απασχολεί πολύ νέο κόσμο είναι η γενικότερη ακρίβεια και το gentrification», αναφέρουν. «Οι τιμές είναι πλέον άπιαστες και είναι θλιβερό ότι πολλοί καπηλεύονται την underground κουλτούρα απλώς για να κερδίσουν περισσότερα χρήματα, με πρόφαση την εναλλακτικότητα και την αντισυμβατικότητα». Με ενδιαφέρει να μάθω την άποψή τους για την ελληνική μουσική σκηνή σήμερα, τι λείπει και τι θα άλλαζαν. «Λείπει το εύθυμο στοιχείο και η αίσθηση της feel good μουσικής. Παρατηρούμε τελευταία ότι κυριαρχεί μια σοβαροφάνεια και μια romanticized μελαγχολία που πλέον έχει γίνει εύπεπτη σε συγκεκριμένα είδη. Λείπει επίσης η πρωτοτυπία, γιατί πολλοί πλέον λειτουργούν μέσα από κλισέ και στερεότυπα τα οποία εσφαλμένα αντιπροσωπεύουν διάφορα μουσικά στυλ. Αυτά θα αλλάζαμε και ελπίζουμε ότι, μέσω της μουσικής μας, συμβάλλουμε στη διόρθωσή τους. Εκτιμάμε όμως πολλά από την ελληνική μουσική σκηνή. Ένα στοιχείο που θαυμάζουμε είναι το πόσο όμορφα μεταδίδεται το συναίσθημα μέσω των στίχων, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μελοποιημένη ποίηση. Γιατί σταματήσαμε να το κάνουμε αυτό; Επίσης, εννοείται ότι θαυμάζουμε πολλούς νέους underground καλλιτέχνες, με πολύ αυθεντικό ήχο. Shout out στη Fruit Gillette, στους Turboflow 3000 και στον Just Knite!».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.