Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δελβινάκι Ιωαννίνων το 1934 και όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρονών. Ότι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του '41. Με έπαιρνε η γιαγιά, περνούσαμε στην Αλβανία και διακόνευε ψωμί. Έλεγε «το παιδί θα μου πεθάνει, δεν έχουμε να φάμε» και μας έδιναν ξεροκόμματα. Έτσι ζήσαμε. Θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, σκότωσαν ανθρώπους κι έκαψαν σπίτια – μεγάλο κακό. Μας έλεγαν να φύγουμε τα γυναικόπαιδα και να πάμε στα Ζαγόρια, γιατί πίστευαν πως δεν θα πήγαιναν εκεί οι Γερμανοί, αλλά δεν το κάναμε.
- Το '45 έγινε ο Εμφύλιος, με τον οποίο περάσαμε χειρότερα. Δεν έφτανε η πείνα, είχαμε και τον πόλεμο μεταξύ μας. Τη μία μέρα ερχόταν ο ελληνικός στρατός κι έλεγε «μη φοβάστε», την άλλη μέρα έρχονταν οι αντάρτες. Ο πατέρας μου τότε ήταν ακόμα στρατιώτης – «γεροσοφούληδες» τους λέγανε. Φύγαμε ανταρτόπληκτοι και πήγαμε στα Γιάννενα.
- Στα Γιάννενα έπαιρνα το κλαρίνο του πατέρα μου για να μάθω, αλλά εκείνος δεν με άφηνε. Κάποια στιγμή που ήρθε με άδεια με πήρε και με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να γίνω μηχανικός. Ήμουν 12 χρονών, δεν μου άρεσε το γκαράζ, έφυγα. Πήρα ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιξα έξι τρύπες κι έφτιαξα ένα δικό μου κλαρίνο, αυτοσχέδιο. Έτσι έμαθα να παίζω. Έπειτα, που γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, έπαιζα κρυφά, δεν του είχα πει ότι ήξερα.
Οι Έλληνες της ξενιτιάς, ο απόδημος ελληνισμός, είναι δύο φορές Έλληνες. Και είναι και δυστυχισμένοι, γιατί αν γνωρίσει κανείς δύο πατρίδες, δεν είναι πουθενά ευχαριστημένος.
- Κάποια στιγμή κάλεσαν τα παιδιά με τα οποία παίζαμε να πάμε σε ένα πανηγύρι, αλλά δεν είχα κανονικό κλαρίνο. Τότε, ένας μπάρμπας της μάνας μου, ο Δήμος ο Χαρισιάδης, μου λέει: «Παίξε να σε ακούσω. Αν ξέρεις να παίζεις, θα σου δώσω το δικό μου». Έπαιξα, κι επειδή το κανονικό μου φάνηκε πιο εύκολο από το ξύλινο, τα πήγα καλά. Έτσι, με δανεικό κλαρίνο πήγαμε στο πανηγύρι του διπλανού χωριού. Όλοι οι μουσικοί ήμασταν παιδάκια. Δεν είχαμε ξαναπαίξει σε κοινό, αλλά τα πήγαμε καλά και ο κόσμος μας πετούσε λεφτά. Με αυτά τα λεφτά αγόρασα το πρώτο μου κλαρίνο.
- Ο πατέρας μου απολύθηκε από στρατιώτης το '47 και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε, πλέον, όλοι ήξεραν ότι παίζω καλά –μόνο ο πατέρας μου δεν το ήξερε– και με προσκάλεσαν στον χορό των απανταχού Δελβινακιωτών που γινόταν στην Αθήνα. Στις διαφημίσεις του ραδιοφώνου με αποκαλούσαν «το 12χρονο παιδί-θαύμα με το κλαρίνο» και με κάλεσαν να πάω στη Ραδιοφωνία. Ο πατέρας μου άκουσε στο ραδιόφωνο του καφενείου τη διαφήμιση που έλεγε «Πέτρος Χαλκιάς από το Δελβινάκι», έμαθε ότι είμαι στην Αθήνα και ότι θα παίξω ζωντανά, πήρε ταξί και ήρθε στη Ραδιοφωνία. Μόλις βγήκα από το κτίριο και τον είδα, μου κόπηκαν τα πόδια. Έτρεμα ολόκληρος, κοκκίνισα. Μου λέει: «Έκανες αυτό που ήθελες. Εγώ σε έστειλα στο συνεργείο κι εσύ αγόρασες κλαρίνο, αλλά μη φόβασαι, εντάξει. Σου δίνω ευχή και κατάρα: αν γίνεις ο καλύτερος, ο πρώτος, τότε έχεις την ευχή μου, αλλά αν είσαι κλαρινάκι, την κατάρα μου να 'χεις». Δεν είπα τίποτα, έφυγα, αλλα έβαλα σκοπό της ζωής μου να γίνω ο καλύτερος. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Καβακόπουλο, που έγιναν ανάρπαστα.
- Στα 18 πήγα στο χωριό μου επίσκεψη ως Αθηναίος. Στο πηγάδι όπου με άφησε το λεωφορείο μια κοπέλα έπαιρνε νερό. Τη βλέπω ζαλωμένη με τις βαρέλες στην πλάτη και της λέω: «Γεια σου, Μαρία». Μου απαντάει: «Μάθαμε ότι θα φάμε κουφέτα, θα παντρευτείς στην Αθήνα». «Ποιος το είπε αυτό;», τη ρωτάω. «Έτσι λένε», μου λέει. «Τι να κάνω; Aφού εδώ δεν με θέλει καμία», της απαντάω εγώ. «Ρώτησες καμία και σου είπε όχι;», με ξαναρωτά. «Ρωτάω εσένα», της λέω. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πήρες φόρα. Ξέρεις πώς πρέπει να γίνει το σωστό». Έτσι πήγα στον πατέρα της και τη ζήτησα. Κι έτσι παντρεύτηκα. Στον γάμο μου είχα τον Τάσο Χαλκιά, το Μήτσο Χαρισιάδη, το Φίλιππα Ρούντα, είχα δέκα κλαρίνα. Το βράδυ, στις εντολές, στο «πίνουμε εις υγείαν των νεονύμφων» κ.λπ., λέω «Να σας πω κι εγώ κάτι. Το πρώτο κρασί το πίνω στην πρώτη μου αγάπη». Αγρίεψαν ο πεθερός και η πεθερά. Άρχισε μια φασαρία. Νόμιζαν ότι έλεγα για γυναίκα. Συνεχίζω: «Δεν τελείωσα τη φράση μου. Η πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, η δεύτερη είναι η γυναίκα μου».
- Μετά τον γάμο, στις αρχές της δεκαετίας του '50, έρχομαι πάλι στην Αθήνα. Έβγαλα κι άλλα τραγούδια κι έγινε χαμός. Λαμβάνω, τότε, ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Έτσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι.
- Βγάλαμε το long play, θρίαμβος! Όλα τα καλά κλαρίνα ήταν εκεί εκείνη την εποχή: ο Βασίλης, ο Σαλέας (ο παλιός), ο Τάσος ο Χαλκιάς. Παίζαμε στους χορούς που διοργάνωνε η Ομογένεια και γινόταν χαμός. Τότε πήγα να παίξω σε ένα μαγαζί αραβοτούρκικο που είχε θαμώνες Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Άραβες και πολλούς άλλους. Είχε και χορεύτριες, belly dancers. Εν τω μεταξύ, όλο το συγκρότημα που έπαιζε ήταν Τούρκοι κι εγώ δεν είχα ιδέα από τη μουσική αυτή. Ήξερα να παίζω μόνο ηπειρώτικα. Τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν τα ξέρω εγώ αυτά, αλλά να δοκιμάσω». Το αφεντικό απάντησε: «Περάσανε πολλοί, Πέτρο, και δεν μπορέσανε». Μου δίνει δέκα τραγούδια σε μια κασέτα και μου λέει να τα μάθω μέσα σε δύο μέρες. Το κλαρίνο το είχα πάντα μαζί μου, μέρα-νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι μου. Είχανε βγει κάτι μαγνητόφωνα τότε που πατούσες το κουμπί και το τραγούδι ξαναγυρνούσε από την αρχή. Άκουγα προσεκτικά ξανά και ξανά το καθένα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος και μετά ονειρευόμουν ότι το 'παιζα. Μόλις ξυπνούσα, άρπαζα το κλαρίνο και το 'παιζα στ' αλήθεια. Το μάθαινα στον ύπνο μου. Σε δύο μέρες τα έμαθα και τα δέκα κι έπιασα δουλειά στο μαγαζί.
- Στο Σωματείο Μουσικών της Αμερικής, που είχε οκτώ εκατομμύρια μέλη, γράφτηκα υποχρεωτικά. Σε κάθε συνέλευση σηκωνόταν ο πρόεδρος, που ήταν ελληνικής καταγωγής, έδειχνε σε έναν χάρτη διαφορετικά μέρη του κόσμου και ρωτούσε αν υπάρχει κάποιος να μας δείξει τη μουσική παράδοση καθενός. Κάποια φορά έφτασε και στην Ελλάδα. Ένα παιδί που ήταν εκεί σηκώθηκε κι άρχισε να παίζει με το μπουζούκι του τα «Παιδιά του Πειραιά». Μόλις τελείωσε, σηκώνομαι κι εγώ και λέω: «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά αν κατάλαβα, δεν θέλετε νεοελληνική μουσική, θέλετε κάτι παραδοσιακό. Εγώ παίζω αρχαία μουσική». Παραγγέλνει ο πρόεδρος και μου φέρνουν ένα κλαρίνο. Στη σκηνή βρίσκοταν ο ίδιος, που έπαιζε πιάνο, ένας μαύρος κιθαρίστας, Αμερικανός, πολύ διαβασμένος, και ένας Σκοπιανός ντράμερ. Με ρωτάει: «Τι θα παίξεις, κύριε Χαλκιά; Για να σε βοηθήσω». Του λέω: «Συγγνώμη, πρόεδρε, αλλά σε αυτό που θα παίξω δεν θα μπορέσετε να με ακολουθήσετε». Ήταν 1.200 άτομα στην αίθουσα. Οι καλύτεροι μουσικοί. Μόλις ο πρόεδρος εξήγησε στον Αμερικανό τι είπα, εκείνος σχολίασε πως λέω μεγάλες κουβέντες: «Εγώ έσκισα τα παντελόνια μου μέχρι να μάθω κιθάρα. Διαβάζω, γράφω απταίστως και τα κάνω όλα». Τότε ο Σκοπιανός του λέει: «Έι, περίμενε, οι Έλληνες έχουν διαφορετικούς ρυθμούς, πράγματα που εμείς εδώ δεν τα έχουμε». Πριν παίξω, τους ζήτησα να μεταφράσουν κάτι για τους υπόλοιπους. «Πείτε τους ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα χρώμα μουσικής. Έχουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον πλανήτη κι ένα χρώμα που δεν το έχει κανένας. Είναι άλλα τα θρακιώτικα, άλλα τα μακεδονικά, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, άλλα τα κρητικά, άλλα τα πελοποννησιακά και τα ηπειρώτικα, που δεν τα έχει κανένας στον κόσμο». Δύο συνθέτες που κάθονταν μπροστά αναρωτήθηκαν αν είμαι τρελός. «Παίξε μόνος», μου λένε, «να σε ακούσουμε». Κι αρχίζω να παίζω κοιτάζοντάς τους στα μάτια, γιατί αν τον πελάτη τον «πιάσεις» και παίξεις αυτό που θέλει η ψυχή του, σηκώνεται στα ουράνια. Και είχα «πιάσει όλους τους μουσικούς» εκεί μέσα. Μόλις τελείωσα, χειροκροτήματα, σφυριχταριές, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Έρχονται οι δύο συνθέτες, μου δίνουν συγχαρητήρια και ο ένας μου λέει: «Aυτή η μουσική που έπαιξες για ηπειρώτικο μοιάζει με την τζαζ την αμερικανική. Μήπως κλέψατε κάτι από εμάς και το παρουσιάζετε έτσι;». Μου εξηγεί ο πρόεδρος, που έκανε τον διερμηνέα, και απαντάω: «Είναι δυνατόν ποτέ ο πατέρας να κλέψει από το παιδί του;». Οι Έλληνες που ήταν μέσα χειροκρότησαν. «Συγγνώμη», μου λέει αυτός και μου ζητάει να παίξω κάτι. Εγώ του έπαιξα για ειρωνεία μια μελωδία, ένα ηπειρώτικο και πιάνει και γράφει το «That's the way (I like it)» που έγινε παγκόσμιο σουξέ. Ήταν ένας από τους KC and The Sunshine Band! Όταν έγραψε το τραγούδι, ήρθε και με ξαναβρήκε και με ρώτησε: «Κύριε Χαλκιά, γιατί στην Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεστε αυτήν τη μουσική και όταν ερχόμαστε εκεί ακούμε μπουζούκια;». Δεν την αγάπησε καμία κυβέρνηση την παραδοσιακή μουσική. Κανείς δεν φρόντισε να την πουλήσει όπως της αξίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.
- Αφού έμαθαν ο Μπένι Γκούντμαν και ο Λιούις Άρμστρονγκ ότι έγινε ένα τέτοιο περιστατικό, ήρθαν μια μέρα στο μαγαζί όπου έπαιζα. Με παρακολούθησαν να παίζω και κάποια στιγμή ζήτησαν από τον σερβιτόρο να με φωνάξει. Πήγα στο τραπέζι τους μαζί με τον σερβιτόρο για να μεταφράζει. Ο Μπένι Γκούντμαν του ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς ήταν είναι δυνατόν να τα ξέρω όλα απ' έξω. «Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια, το κρατάμε στο μυαλό μας», του είπα. Με ξαναρωτάει: «Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο;». Τον κοίταξα και του λέω: «Γεννήθηκα το 1934 και από το '40 μέχρι το '48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο». Γυρνάει στον Άρμστρονγκ και του λέει: «Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος, αν έγραφε και διάβαζε!».
- Δούλεψα καλά στην Αμερική. Κάθε δύο χρόνια, όμως, ανανέωνα την άδεια παραμονής γιατί δεν είχα πράσινη κάρτα. Κάποια στιγμή, το 1966, Έλληνες μουσικοί που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών της Αμερικής και του είπαν να ενημερώσει την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με απελάσουν. «Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές», του είπαν, «κι εμείς, οι Αμερικανοί, δεν έχουμε να φάμε». Ο πρόεδρος μου έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι εντός 24ωρών έπρεπε να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος, διότι «τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε πολλούς». Παίρνω έναν δικηγόρο, πάω στον διευθυντή της υπηρεσίας και επειδή δεν μπορούσα ακόμα να συνεννοηθώ στα αγγλικά, και αυτός του λέει: «Αν αύριο, τέτοια ώρα, είναι εδώ, θα τον δέσω με χειροπέδες». «Πες του», του λέω, «ότι θα φύγω, θα πάω στην πατρίδα μου, αλλά τέτοιους μουσικούς εδώ δεν έχετε». «Μπορείτε να μου το αποδείξετε αυτό;», ρώτησε ο διευθυντής και εγώ του είπα να πάρει τους καλύτερους μουσικούς που έχει και να τους φέρει να με συνοδεύσουν. Όχι να παίξουν μαζί μου, να με συνοδεύσουν. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να διαβάσει μουσική και, πράγματι, βρήκε μουσικούς και τους έφερε να με συνοδέψουν. Αρχίζω τα βαριά ηπειρώτικα, εκείνοι σαστίζουν γιατί δεν ξέρουν τι να παίξουν και τότε ο διευθυντής δίνει μία και ρίχνει τα πράγματα κάτω από το γραφείο και διατάζει να φωνάξουν την αστυνομία. Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί τους ζήτησε να συλλάβουν τον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους απάντησε ότι η τελευταία εγκύκλιος που κυκλοφόρησε στην Ουάσινγκτον έλεγε πως ό,τι δεν το έχει η Αμερική, το κρατάει. Και αυτός όχι μόνο δεν θέλησε να το κρατήσει, θέλησε να το διώξει κιόλας. Ευτυχώς, η υπόθεση έληξε εκεί και δεν τον συνέλαβαν. Ο διευθυντής μού έβγαλε την πράσινη κάρτα και μου είπε: «Αύριο, έλα στο γραφείο μου στις 11 το πρωί. Δεν σε κρατάμε με το ζόρι, αν θέλεις όμως να μείνεις, θα σε κάνω Αμερικανό». Του ζήτησα να φέρω και τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα' αδέρφια μου, τον πατέρα μου και τη μάνα μου που ήταν στην Ελλάδα κι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε όλους τους συγγενείς α' βαθμού. Και πράγματι έμεινα, και έφερα και την οικογένειά μου.
- Έκανα καλές δουλειές εκεί, πληρωνόμουν καλά. Σιγά-σιγά μάζεψα 400.000 δολάρια και αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα, να τα επενδύσω και να μείνω. Είχα προγραμματίσει να να έρθω πρώτα εγώ στην Αθήνα και μετά η γυναίκα και τα παιδιά μου. Μια Κυριακή βράδυ που ήμουν σ' έναν γάμο μέθυσα και φεύγοντας το πρωί με ρωτάει ο ταξιτζής «πού πάμε;» και του απάντησα «στο αεροδρόμιο» – μετά κενό. Είχα κλείσει εισιτήριο για την επόμενη μέρα, αλλά μάλλον το άλλαξα στο αεροδρόμιο, δεν θυμάμαι καθόλου πώς έφυγα. Μπαίνω στο αεροπλάνο και σε όλο το ταξίδι κοιμόμουν. Όταν προσγειωθήκαμε, έρχεται η αεροσυνοδός, με ξυπνάει και μου λέει: «Φτάσαμε στην Αθήνα!». Η γυναίκα μου είδε ότι δεν πήγα στο σπίτι και ειδοποίησε την αστυνομία, νόμιζε ότι με σκότωσαν. Τότε δεν υπήρχαν κινητά να ειδοποιήσεις, είχαμε και 7 ώρες διαφορά.
- Τις μέρες που ήρθα στην Αθήνα, το 1980, έκανε ο Άλκης Στέας έναν διαγωνισμό για το δημοτικό τραγούδι και την παρουσίαση ανάλογων εκπομπών στην τηλεόραση. Μαζεύτηκαν όλα τα κλαρίνα. Εμένα δεν με γνώριζε κανένας γιατί μετά από είκοσι χρόνια στην Αμερική με είχαν ξεχάσει. Παίρνω το κλαρίνο μου και πάω να μπω στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Τους είπα «είμαι κι εγώ μουσικός». «Έχεις δηλώσει συμμετοχή;». «Όχι». Έρχεται ο Άλκης Στέας και μου λέει: «Δεν γίνεται να παίξετε χωρίς να έχετε δηλώσει, αλλά περιμένετε, αν έχουμε χρόνο στο τέλος θα σας δώσουμε δύο λεπτά». Στα χρόνια που έλειπα οι κλαριντζήδες είχαν προσθέσει καθένας κι από ένα λιθαράκι στο δημοτικό τραγούδι και είχε πάρει τροπή. Εγώ το κρατούσα όπως ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Αφού τελείωσαν όλοι και σηκώθηκα κι εγώ να φύγω, λέει ο Στέας: «Μισό λεπτό, να δώσουμε δύο λεπτά και στον απόδημο ελληνισμό της Νέας Υόρκης, να δούμε πώς κρατάει τη δημοτική παράδοση». Είχαν σηκωθεί να φύγουν και ήταν όλοι όρθιοι. Μόλις άκουσαν το κλαρίνο, πέταγαν σκούφους στον αέρα, σφύριζαν, χειροκροτούσαν. Συνέχισα να παίζω και οι άνθρωποι της επιτροπής, μαζί με τον πρόεδρο, μπήκαν στον χορό. Μετά ήρθαν και μου έβαλαν το σήμα της τηλεόρασης και ξεκίνησα να δίνω εκπομπές. Μαζί με τον Αντώνη Κυρίτση κάναμε 1.000 τραγούδια, που τότε μου έδιναν καλά λεφτά από την ΑΕΠΙ. Έπαιρνα 100 χιλιάδες δραχμές τον χρόνο από ποσοστά, από τις οποίες τις 30 τις έπαιρνε η εφορία. Μετά από 3-4 χρόνια, τα 100 χιλιάρικα έγιναν εννιά, γιατί τόσα μου έβγαζε η ΑΕΠΙ, και όλο και μειώνονταν.
- Οι μουσικές είναι τρεις, η πεντατονική, η βυζαντινή και η ευρωπαϊκή. Η πεντατονική με τη βυζαντινή έχουν κάποια στοιχεία που είναι κοντά-κοντά, ενώ η ευρωπαϊκή λέει «τόνος, ημιτόνιο». Η βυζαντινή και η πεντατονική από τον τόνο ως το ημιτόνιο έχουν άλλες τέσσερις φωνές. Η πεντατονική, το ηπειρώτικο, είναι η μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Μου έκανε μια τιμητική βραδιά ο πρύτανης του πανεπιστημίου και μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Του έκανα μια ερώτηση: «Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες βγάλαν τον αυλό και την άρπα, δεν μας είπε ποτέ κανένας τι παίζαν αυτοί». «Πεντατονική» μου λέει. Την πεντατονική την καταλαβαίνουν και τα ζώα. Το φίδι, αν του παίξεις φλογέρα, σηκώνεται ν' ακούσει. Οι παλιοί στο χωριό μου έλεγαν ότι κάποτε μια ομάδα οργανοπαίχτες κάπου παίζανε και τέλειωσαν στις 3 το πρωί. Επειδή έκανε κρύο κι έβρεχε, έμειναν σε μια σπηλιά. Στη σπηλιά όπου πήγαν ήταν μια αρκούδα. Την ξύπνησαν κι αυτή αγρίεψε και τότε ο γεροντότερος τους συμβούλεψε: «Μην τρέξετε, βγάλτε τα όργανα και παίξτε, μη φοβάστε». Έτσι σώθηκαν. Θυμάμαι ότι σε κάποιο μέρος που με κάλεσαν ένα άλογο, κάθε φορά που έπαιζα, σηκωνόταν στα πίσω πόδια, όρθιο. Μόλις σταματούσα, έπεφτε.
- Οι Έλληνες της ξενιτιάς, ο απόδημος ελληνισμός, είναι δύο φορές Έλληνες. Και είναι και δυστυχισμένοι, γιατί αν γνωρίσει κανείς δύο πατρίδες, δεν είναι πουθενά ευχαριστημένος. Για το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που έφυγα από την Αμερική. Ήμουν καλύτερα εκεί, από πολλές πλευρές, αλλά ο πόνος της νοσταλγίας και τα παιδικά μου χρόνια δεν με άφηναν σε ησυχία – γι' αυτό γύρισα. Όταν πρωτοπήγα στην Αμερική, το 1958, απόρησα γιατί είδα πράγματα που δεν τα είχαμε εδώ ακόμα. Είδα την τηλεόραση και αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτός που βγαίνει μέσα από το κουτί; Καραγκιόζης;». Ντρεπόμουν να ρωτήσω. Είδα παράξενα πράγματα. Η Αμερική, τότε, ήταν η χώρα του μέλλοντος. Κι ακόμα η χώρα του μέλλοντος είναι. Και είναι περίεργο που μόλις έρχομαι εδώ, θέλω να πάω πίσω, γιατί στην Αμερική έζησα 20 χρόνια από τη ζωή μου, έχω φίλους εκεί, έχω αφήσει μέρος της ζωής μου εκεί. Όμως, μόλις βρεθώ εκεί, θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.
- Το κλαρίνο μιλάει. Είναι ο απόγονος του αυλού, ένα όργανο που εκφράζει τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, την ευτυχία, τα πάντα. Υπάρχουν τραγούδια πεντατονικής που πολλοί τα ακούνε και κλαίνε. Έχουν όλα τα συναισθήματα που έχει ο άνθρωπος και το κλαρίνο μπορεί να τα εκφράσει.
- Η παραδοσιακή μουσική σήμερα έχει εξελιχθεί και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κάθε γενιά κάτι εξελίσσει. Θυμάμαι ότι παλιά, όταν έπαιζα κλαρίνο, έπαιρνε νούμερο χορού κάθε τραπέζι και σηκώνονταν 8-10 άτομα να χορέψουν. Κι εγώ κοίταγα τα βήματα του πρώτου που χόρευε κι έφτιαχνα μελωδία πάνω στα βήματά του. Τώρα δεν είναι έτσι, ανεβαίνουν όλοι μαζί, 50 άτομα, τα κοριτσάκια με τα αγόρια τρίβονται στον χορό και η κατάσταση είναι «βαράτε βιολιτζήδες». Λες κι είναι αρκούδες. Και όλα τα νέα κλαρίνα προσπαθούν να μιμηθούν το δικό μας μοτίβο. Έχω παίξει εκατομμύρια τραγούδια με το κλαρίνο μου, ενώ ένας νέος κλαριντζής σήμερα δεν ξέρει να παίξει περισσότερα από 40 κομμάτια. Μπορώ να καταλάβω και από πού έχει κλέψει καθένας που παρουσιάζει ένα νέο κομμάτι σαν δικό του. Πάω πολλές φορές, τα βλέπω και γελάω.
- Όσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα. Όταν ο άνθρωπος περάσει τα 70 βλέπει τις απόψεις που είχε στα 30 και ή γελάει ή κλαίει. Του φαίνονται λάθος. Σημασία έχει να προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του.
Info:
Ο Πετρολούκας Χαλκιάς εμφανίζεται στο Half Note Jazz Club, Τριβωνιανού 17, Μετς. 24-27/3, Παρ. & Σάβ. 22:30, Κυρ., Δευτ. 21:30. Είσοδος: €15 (μπαρ), €20 (Β' Ζώνη), €25 (Α' Ζώνη). Μαζί του είναι οι: Αντώνης Κυρίτσης (τραγούδι), Θωμάς Κυρίτσης (τραγούδι), Πετράκης Χαλκιάς (κλαρίνο), Λεωνίδας Πότσης (βιολί), Νίκος Χαλκιάς (λαούτο), Θεόδωρος Μπαλντούμας (κρουστά).