Στις 30 Αυγούστου 1970 ένα φρικτό έγκλημα συγκλονίζει την παραδοσιακά κλειστή και πουριτανική ρωμαϊκή κοινωνία. Σε μια μεζονέτα στη Via Puccini, στο κέντρο της Ρώμης, τρία άτομα βρίσκονται νεκρά. Ο μαρκήσιος Camillo Casati Stampa, η σύζυγός του, Anna Casati, 41 ετών, και ο νεαρός Massimo Minorenti, 25 ετών.
Ο μαρκήσιος προερχόταν από μία από τις πλουσιότερες οικογένειες της βόρειας Ιταλίας, η μυθική περιουσία του περιλάμβανε αχανείς εκτάσεις γης και ακίνητα στην ευρύτερη περιοχή του Μιλάνου.
Μεταξύ των ακινήτων που είχε στην κατοχή του ο μαρκήσιος, ήταν και η Villa San Martino, στην περιοχή Arcore της Λομβαρδίας, ένα ονειρικό ανάκτορο του 18ου αιώνα το οποίο το 1974 πέρασε με ύποπτο τρόπο στα χέρια του. Έκτοτε η βίλα ήταν η κατοικία αλλά και το αρχηγείο του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ενώ εκεί παρέμεινε η σορός του μέχρι τη δημόσια κηδεία του στις 14 Ιουνίου.
Μια τεράστια κομπίνα
Ο μαρκήσιος είχε μια κόρη από προηγούμενο γάμο, την Anna Maria Casati. Η Casati, παρότι ήταν η καθολική κληρονόμος του πατέρα της, δεν είχε πρόσβαση στην κληρονομιά της μέχρι να ενηλικιωθεί. Η διαχείριση της περιουσίας της ανατέθηκε ως τότε, σε δύο κηδεμόνες: τον Giorgio Bergamasco και έναν νεαρό και φιλόδοξο δικηγόρο τον Césare Previti. Τελικά ήταν ο τελευταίος αυτός που θα αναλάμβανε την αποκλειστική διαχείριση των υποθέσεων της, μια και ο Bergamasco σύντομα διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του χριστιανοδημοκρατικού πολιτικού Giulio Andreotti.
Όταν το 1972 η Anna Maria, που αργότερα θα μετακόμιζε στη Βραζιλία, έκλεισε τα 21 της χρόνια, αποφάσισε να πουλήσει την περιουσία του πατέρα της. Υπακούοντας στις επιθυμίες της, ο Previti βρίσκει έναν πρόθυμο αγοραστή για τη Villa San Martino, όμως ενημερώνει τη γόνο ότι ο αγοραστής ήταν διατεθειμένος να πληρώσει μόνο 500 εκατομμύρια λιρέτες (περίπου 256.000 ευρώ) με τη μορφή μετοχών της κατασκευαστικής εταιρείας του αγοραστή. Το όνομα του αγοραστή ήταν Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Previti τη συμβούλευσε να την πουλήσει και η Άννα Μαρία εμπιστεύτηκε τη συμβουλή του.
Η Villa San Martino και όλα όσα βρίσκονταν μέσα σε αυτήν –μια βιβλιοθήκη με χιλιάδες τόμους, έπιπλα και έργα τέχνης μεγάλης αξίας– πέρασαν στα χέρια του νεαρού Μπερλουσκόνι και η Anna Maria έλαβε ως αντίτιμο λιγοστές μετοχές, οι οποίες, όπως την διαβεβαίωσαν, αποτιμούνταν σε 1,7 δισεκατομμύρια λιρέτες. Όταν αργότερα, βρισκόμενη στη Βραζιλία, η Anna Maria αποφάσισε να πουλήσει τις μετοχές αυτές, εμφανίστηκε μόνο ένας αγοραστής: Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος τις ξανα-αγόρασε στη μισή τιμή.
Η Anna Maria εξακολουθεί να ζει σήμερα στο εξωτερικό με την οικογένεια της. Δεν έχει επιστρέψει ποτέ στην Ιταλία και δεν θέλει να έχει καμία σχέση με αυτή την ιστορία. Σήμερα, η αξία της βίλας αποτιμάται κοντά στα 52 εκατομμύρια ευρώ.
Ο Previti στη συνέχεια δημιούργησε μια περιουσία προσκολλημένος στον Μπερλουσκόνι: Ήταν το δεξί του χέρι στις επιχειρήσεις του, ενώ υπήρξε και υπουργός Άμυνας στην πρώτη κυβέρνηση του και βουλευτής με το λαϊκιστικό κόμμα Forza Italia. Διετέλεσε επίσης δικηγόρος του Cavaliere. Μετά από μια επαγγελματική σταδιοδρομία γεμάτη σκάνδαλα, φυλακίστηκε το 2006 για δωροδοκία δικαστών.
Η παράξενη ιστορία της βίλας
Ο μαρκήσιος Camillo Casati Stampa ήταν ένας ψηλός, μελαχρινός άντρας, έμπειρος κυνηγός και σπουδαίος ιππέας αλλά, πάνω απ' όλα, ήταν εξαιρετικά πλούσιος. Οι Casati Stampa ήταν οικογένεια ευγενικής καταγωγής από τη Λομβαρδία και ο Camillo Casati Stampa είχε κληρονομήσει μια μεγάλη έκταση γης στο Segrate, μια πόλη στην περιοχή του Μιλάνου, καθώς και πολυτελή κτίρια και διαμερίσματα στη Ρώμη και το Μιλάνο, κυνηγετικά κτήματα και ένα κάστρο στην ιταλική πόλη του Cusago.
Ο μαρκήσιος είχε επίσης στην κατοχή του το νησί Zannone, ένα μικρό κομμάτι γης στην Τυρρηνική Θάλασσα, μεταξύ Ρώμης και Νάπολης, το οποίο περιλάμβανε μια εξοχική κατοικία. Μια ακατοίκητη όαση, με ανεμπόδιστη πρόσβαση στη θάλασσα, όπου βασίλευε μόνο ένας άνθρωπος: ο ίδιος ο μαρκήσιος.
Ο Camillo παντρεύτηκε τη Ναπολιτάνα χορεύτρια Letizia Izzo, το καλλιτεχνικό όνομα ήταν της οποίας ήταν Lidia Holdt, και απέκτησε μια κόρη, την Anna Maria, αλλά όταν γνώρισε την Anna Fallarino, ο κόσμος του αναποδογυρίστηκε. Η Fallarino ήταν μια όμορφη, μελαχρινή νεαρή γυναίκα, κόρη ενός δημοτικού υπαλλήλου και μιας νοικοκυράς, η οποία είχε εγκαταλείψει τη γενέτειρά της, την πόλη Benevento στην κεντρική Ιταλία, για να αναζητήσει την τύχη της. Όνειρό της ήταν να κυνηγήσει την καριέρα της ηθοποιού στη Ρώμη, αλλά δεν μοιράστηκε την ίδια τύχη με άλλους Ιταλούς θρύλους ταπεινής καταγωγής όπως η Σοφία Λόρεν, και η μοναδική ταινία στην οποία εμφανίστηκε, Totò Tarzan (1950), δεν αποτέλεσε εφαλτήριο για μια λαμπρή καριέρα.
Η τύχη της όμως άλλαξε όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τον Giuseppe "Peppino" Drommi, έναν πλούσιο και γενναιόδωρο 28χρονο μηχανικό. Η Fallarino άρχισε να συχνάζει σε κοσμικά πάρτι και εκδηλώσεις και το 1958 στις Κάννες γνώρισε τον διάσημο Δομινικανό playboy Porfirio Rubirosa, ο οποίος την ερωτεύτηκε και προσπάθησε αμέσως να την κερδίσει.
Ο Peppino, προσβεβλημένος, διαπληκτίστηκε με τον Rubirosa και ο μαρκήσιος Camillo Stampa, ο οποίος ήταν επίσης παρών στο πάρτι, μπήκε στη μέση για να ηρεμήσει τους δύο άνδρες. Τότε ήταν που οι ζωές του Camillo και της Anna διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά. Ο πρώτος ενθουσιάστηκε από την Anna αλλά το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο. Ερωτεύτηκαν παράφορα και αφού ακύρωσαν τους γάμους τους, χάρις στην επιρροή αλλά και τα χρήματα του μαρκησίου, παντρεύτηκαν το 1959.
Μεταξύ των δύο ξεκίνησε μια αλλόκοτη σχέση. Τη γαμήλια νύχτα του ζευγαριού, ο μαρκήσιος ζήτησε από τη γυναίκα του να κάνει σεξ με έναν σερβιτόρο μπροστά του. Όλα όσα συνέβησαν καταγράφηκαν στο ημερολόγιο του μαρκησίου, το οποίο έπειτα διέρρευσε στον Τύπο (σύμφωνα με κάποιους, από την ίδια την αστυνομία) και αποσπάσματα του δημοσιεύτηκαν σε αρκετές εφημερίδες της εποχής.
Για τον μήνα του μέλιτος τους, έγραψε: «Η Anna ήταν υπέροχη. Μπήκε αμέσως στο νόημα. Πέρασε πολύ καλά». Το να κάνει η Anna σεξ με όμορφους νεαρούς άνδρες, ενώ ο Casati Stampa παρακολουθούσε, έβγαζε φωτογραφίες και κατέγραφε τα πάντα σε ένα πράσινο τετράδιο με βελούδινη επένδυση, έγινε μια πάγια σεξουαλική πρακτική του ζευγαριού.
Συνήθως, ο μαρκήσιος ήταν αυτός που επέλεγε τους εραστές της Anna, οι οποίοι ήταν νεαροί, όμορφοι και προέρχονταν από χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Μερικές φορές τους αναζητούσαν και μαζί συχνάζοντας έξω από μπαρ. «Σήμερα η Anna με ικανοποίησε πολύ. Έκανε έρωτα με έναν νεαρό στρατιώτη με τόσο ουσιαστικό τρόπο που ακόμη και από μακριά συμμετείχα στην πράξη. Μου κόστισε 30.000 λίρες, αλλά άξιζε τον κόπο», αναφέρει σε μια καταχώρηση του σημειωματάριου.
Οι δυο τους έγιναν το πιο συζητημένο ζευγάρι. «Ήταν καλεσμένοι σε όλα τα πάρτι, ήταν μέλη του κυνηγετικού club, έπαιζαν μπριτζ...», δήλωσε ο Daniele Protti, διευθυντής του ειδησεογραφικού περιοδικού «L'Europeo», σε ένα ντοκιμαντέρ του ιταλικού History Channel.
Η γνωριμία με τον Massimo Minorenti
Ωστόσο, όλα άλλαξαν τον Ιανουάριο του 1970, όταν η Anna Fallarino γνώρισε τον Massimo Minorenti, έναν 25χρονο ηγέτη της φασιστικής νεολαίας. Αυτό που ξεκίνησε ως μια ακόμη σεξουαλική συνάντηση, όπως τόσες προηγούμενες, μετατράπηκε σε κάτι περισσότερο. Η Anna και ο Massimo ένιωσαν αμοιβαία έλξη και ερωτεύτηκαν. Ο μαρκήσιος σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Αυτό δεν ήταν μέρος του παιχνιδιού. Είναι η πρώτη φορά που η γυναίκα μου με απατά με την καρδιά της».
Μια αυγουστιάτικη μέρα της ίδιας χρονιάς ο μαρκήσιος, ο οποίος είχε πάει για κυνήγι, τηλεφώνησε στη σύζυγό του και το τηλέφωνο σήκωσε ο Minorenti. Λίγες ώρες αργότερα, επέστρεψε στη μεζονέτα του στη Ρώμη όπου ζήτησε από το προσωπικό του να μην τον ενοχλήσει. Εκείνη την ημέρα έγραψε στο ημερολόγιό του: «Amore mio, συγχώρεσέ με αλλά αυτό το οποίο πρόκειται να κάνω είναι κάτι που πρέπει να γίνει. Αντίο, μοναδική χαρά της ζωής μου».
Αυτή ήταν και η τελευταία καταχώριση του στο ημερολόγιο του. Ο μαρκήσιος αμέσως μετά θα πάρει μια από τις κυνηγετικές καραμπίνες του και θα πυροβολήσει έξι φορές: δύο φορές τον Minorenti, τρεις τον έρωτα της ζωής του, την Anna Fallarino, και μια τελευταία τον ίδιο.
«Ηθικός μαζοχισμός»
Το έγκλημα έμεινε γνωστό ως αυτό «που συγκλόνισε την Ιταλία» και ο ιταλικός τύπος εκμεταλλεύτηκε την ιστορία στο έπακρον. Δημοσιεύτηκαν σχεδόν 1.500 γυμνές φωτογραφίες της Fallarino. Μια μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα της εποχής προσέφερε 400.000 λίρες για 12 φωτογραφίες της, τιμή σχεδόν ισάξια με αυτήν στην οποία ο Μπερλουσκόνι θα αγόραζε αργότερα τη Villa San Martino. Το περιοδικό «MEN» πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα με προκλητικές φωτογραφίες της Anna Fallarino στο εξώφυλλο.
Το έγκλημα προκάλεσε κάθε είδους ερωτήματα και θεωρίες. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα L' Europeo, ο ψυχαναλυτής Emilio Servadio προσπάθησε να ερμηνεύσει και να ρίξει φως στη συμπεριφορά του μαρκήσιου: «Αυτός ο άνθρωπος όχι μόνο απολάμβανε να βλέπει τη γυναίκα του να κάνει σεξ με άλλους, αλλά το φωτογράφιζε, το βιντεοσκοπούσε και το ενορχήστρωνε με κάθε ευκαιρία».
Ο Servadio σχεδιάζοντας το ψυχολογικό προφίλ του Casati, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν ηδονοβλεψίας, σαδομαζοχιστής και πως πιθανότατα είχε ομοφυλοφιλικές τάσεις. «Ο Casati δεν ήταν από τους άνδρες που τους άρεσε να τους μαστιγώνουν ή να τους χτυπούν, αλλά η πρακτική του συγγενεύει με αυτό που εγώ θα ονόμαζα ηθικό μαζοχισμό» λέει ο Servadio.
Περισσότερα από 50 χρόνια μετά, με αφορμή τον θάνατο του Μπερλουσκόνι, το φρικιαστικό έγκλημα της Villa San Martino παραμένει γοητευτικό στη συλλογική μνήμη της Ιταλίας. Λίγες ημέρες νωρίτερα η ιταλική εφημερίδα Il Giorno ανέφερε: «Η τύχη αυτής της κατοικίας σφραγίστηκε μέσα από την τραγωδία». Προς το παρόν, ο θάνατος του Μπερλουσκόνι μοιάζει να είναι η τελευταία πράξη στην ιστορία της θρυλικής βίλας.
Με πληροφορίες από El País