«ΑΥΤΗ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΛΩΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΚΟΥΕΙ», δήλωσε ο Ρενάλντ, ένας 50χρονος μηχανικός στο λιμάνι της Μασσαλίας, καθώς οι συνάδελφοί του στήνουν ένα οδόφραγμα στη διαδρομή που οδηγεί σε μια αποθήκη καυσίμων. «Υπάρχει ένας βαθύς θυμός εδώ»
Ο θυμός αυτός είναι απίθανο να κατευνάστηκε από την τηλεοπτική συνέντευξη του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν την Τετάρτη. Σπάζοντας τη σιωπή του για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που βύθισε τη Γαλλία σε απεργίες και διαδηλώσεις, υπερασπίστηκε το νομοσχέδιο χαρακτηρίζοντάς το οικονομική αναγκαιότητα. Απέναντι στην πλειοψηφία του πληθυσμού, που αντιτίθεται στη μεταρρύθμιση, η οποία θα αυξήσει την ηλικία συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια (από τα 62 στα 64 έτη), ο πρόεδρος αναδιπλώνεται αλλά δεν κάνει πίσω.
Κάποιοι εξακολουθούν ακόμα να ελπίζουν ότι το νομοσχέδιο δεν θα περάσει. Εξάλλου, υπάρχει το προηγούμενο απόσυρσης από την γαλλική κυβέρνηση αντιλαϊκών μέτρων ύστερα από μαζικές κινητοποιήσεις, όπως συνέβη το 2006. Η επίμαχη μεταρρύθμιση πρέπει επίσης να επικυρωθεί από το Συνταγματικό Συμβούλιο της Γαλλίας, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, το οποίο μπορεί να θέσει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αυτή κατατέθηκε.
Τώρα θα είναι ακόμα πιο δύσκολο για τον κ. Μακρόν να κυβερνήσει. Χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, το κόμμα του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη των δεξιών Ρεπουμπλικάνων ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού. Αυτή την εβδομάδα όμως, 19 Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές υποστήριξαν την πρόταση δυσπιστίας εναντίον του.
Αν τελικά περάσει ωστόσο, όπως φαίνεται και το πιο πιθανό, θα πρόκειται για μια πύρρειο νίκη της κυβέρνησης. Η ζημιά που υπέστη τις τελευταίες εβδομάδες δεν μπορεί να αναιρεθεί. Ο κ. Μακρόν έκαψε τις γέφυρες με πιθανούς συμμάχους, δηλητηρίασε τις σχέσεις με πιθανούς διαπραγματευτικούς εταίρους και συσπείρωσε την πλειοψηφία του γαλλικού κοινού εναντίον του. Κρίνοντας από το απεργιακό της Πέμπτης, το οποίο έπληξε τα πάντα, από τα διυλιστήρια πετρελαίου στη Νορμανδία μέχρι τα δημόσια λεωφορεία στη Νίκαια, η δυσαρέσκεια είναι εδώ για να μείνει.
Πολύ απλά, τώρα θα είναι ακόμα πιο δύσκολο για τον κ. Μακρόν να κυβερνήσει. Χωρίς πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, το κόμμα του βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη των δεξιών Ρεπουμπλικάνων ήδη από τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου καλοκαιριού. Αυτή την εβδομάδα όμως, 19 Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές υποστήριξαν την πρόταση δυσπιστίας εναντίον του. Μετά από αυτό είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το κόμμα τους θα συνεργαστεί με το Μέγαρο των Ηλυσίων για σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο άμεσο μέλλον.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο πρόεδρος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του γαλλικού κοινού, εξαντλώντας την όποια καλή θέληση είχε απομείνει μετά την επανεκλογή του, αγνοώντας -για άλλη μια φορά- ότι εκατομμύρια άνθρωποι τον ψήφισαν κυρίως για να εμποδίσουν την ακροδεξιά αντίπαλό του να αναλάβει την εξουσία. Χάρη στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, τα ποσοστά αποδοχής του κ. Μακρόν έχουν πέσει κάτω από το 30%. Οι εκκλήσεις για τον καθαρισμό των σκουπιδιών στους δρόμους της πρωτεύουσας μπορεί να αντανακλούν τις επιθυμίες της εύπορης αστικής βάσης του προέδρου, αλλά δεν σημαίνουν τίποτα στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, το οποίο ελάχιστα κοινά έχει με τους εύπορους Παριζιάνους.
Η σημερινή πολιτική στιγμή μοιάζει πολύ με τις πρώτες φάσεις του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων το 2018, όταν η προτεινόμενη αύξηση του φόρου στα καύσιμα προκάλεσε εβδομάδες διαδηλώσεων. Και τότε είχε βγει στην επιφάνεια ο υποβόσκων θυμός από τα νοικοκυριά που αγωνίζονταν να τα βγάλουν πέρα, την ώρα που η εξουσία τηρούσε μια εξωφρενική στάση αποστασιοποίησης. Όπως και τις πρώτες ημέρες εκείνης της σύγκρουσης, έτσι και τώρα ο κ. Μακρόν πέρασε εβδομάδες χωρίς να ασχοληθεί δημοσίως με το ζήτημα, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό του να αναλάβει την ευθύνη.
«Υπάρχει μια μορφή αποσύνδεσης», δηλώνει στους New York Times, ο Λοράν Μπερζέρ Laurent Berger, γενικός γραμματέας της μεγαλύτερης εργατικής συνομοσπονδίας της χώρας, της C.F.D.T. (Γαλλικής Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας) η οποία υπερηφανεύεται για την ικανότητά της να διαπραγματεύεται και να συμβιβάζεται όταν χρειαστεί. «Πρέπει να μπει ένα τέλος σ’ αυτό το καθεστώς, όπου μόνο οι λίγοι εκλεκτοί έχουν δίκιο και όλοι οι άλλοι έχουν άδικο», λέει. Η Γαλλία περνά μια βαθιά πολιτική κρίση που εγείρει ερωτήματα ακόμα και για την ίδια την αρχιτεκτονική της Πέμπτης Δημοκρατίας και την εκτεταμένη εξουσία που παραχωρεί στον αρχηγό του κράτους. Πώς είναι δυνατόν ένας πρόεδρος χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία να περνά μια τόσο αντιλαϊκή πολιτική;
Με τον κ. Μακρόν να αγνοεί τις εκκλήσεις για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος ή τη διεξαγωγή νέων βουλευτικών εκλογών, οι εκκλήσεις για τη μεταρρύθμιση των πολιτικών θεσμών της Γαλλίας μπορούν να γίνουν ακόμα πιο έντονες. Μια λύση, όπως έχει προτείνει ο ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας Πατρίκ Βέιλ, θα μπορούσε να είναι η αύξηση του χρονικού διαστήματος μεταξύ των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών. Αυτό θα επέτρεπε στους Γάλλους ψηφοφόρους -όπως έκαναν πριν από το 2002- να σταθμίσουν τη θητεία του προέδρου μέσω ενδιάμεσων εκλογών. Η απαίτηση του κόμματος της «Ανυπότακτης Γαλλίας» να δημιουργηθεί μια Έκτη Δημοκρατία που θα περιορίσει τη δύναμη της προεδρίας μπορεί να αρχίσει να φαίνεται πιο ελκυστική.
Mε στοιχεία από The New York Times