Στις μικρές ηλικίες, τις οποίες παραδόξως αποκαλούν «ανήλικες», όταν ακούγαμε τους μεγάλους να ρωτούν «από που είσαι;» μέναμε κεχηνότες, διότι δεν καταλαβαίναμε τη φράση. Τόσο ενδιαφέρον για την καταγωγή; Και τι νόημα είχε να είναι κάποιος από την Κρήτη, τη Μακεδονία ή την Πελοπόννησο;
Αντίθετα, τώρα που η θλίψη του χρόνου τοκίστηκε και ανατοκίστηκε γερά, το «πούθε κρατά η σκούφια σου;» πάει μαζί με τη χειραψία. Ο άλλος αρχίζει να ερμηνεύεται μόνο αν δηλώσει τόπο και χρόνο, αν μέσα από τα μάτια του περάσει ασκαρδαμυκτί η μετακίνηση από τον τόπο γεννήσεως στον τόπο επιβιώσεως που κατά κανόνα είναι -ποια άλλη;- η Αθήνα.
Χθες ακόμα, δηλαδή καμιά οχταριά γενιές πίσω, μεγάλες πόλεις του ρωμαιικού ήταν η Πόλη, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Οδησσός, η Σύρος και τα Γιάννενα. Οι επαρχίες κρατούσαν τους πληθυσμούς, ο κοινοτικός βίος ανθούσε, και για το αρβανιτοχώρι της Αθήνας κανένας δεν μιλούσε.
Σήμερα, τα δύο τρίτα της χώρας κατοικούν ή περνούν από την πρωτεύουσα. Η Αττική, που δεν μπορεί να θρέψει ούτε το ένα δέκατο των πρωτευουσιάνων, βούλιαξε κιάτω από το βάρος των μεταναστών νεοελλήνων που μετακινήθηκαν αγεληδόν προς το «εξωτερικό» των επαρχιών.
Ο Ντοστογιέφσκι έγραφε ότι στην επαρχία τα σπίτια έχουν γυάλινους τοίχους: όλα φαίνονται. Και στην πόλη όμως όλοι κρύβονται, ακόμα και στον εαυτό τους. Αυτό και μόνο ελευθερώνει το εγώ, το καθιστά πιο ενεργητικό και πιο επίφοβο.
Για να πλαστεί η υπερτροφική τερατογένεση της πρωτεύουσας έπρεπε βέβαια να προηγηθεί η κατάρρευση των επαρχιακών κωμοπόλεων. Αυτό που συνέβη στην Αττική δεν ήρθε σαν αποτέλεσμα δημογραφικής ανάπτυξης, σαν φαινόμενο δυναμισμού και προόδου, αλλά συνιστά «δημογραφική απάτη».
Τα χωριά μετακόμισαν και καθετοποιήθηκαν στις πολυκατοικίες· το κέντρο άπλωσε τις χερούκλες του και κατέφαγε την αττική περιφέρεια· τα γύρω βουνά καταπατήθηκαν· οι ακρογιαλιές χτίστηκαν σε μήκος και σε βάθος.
Κατά μια έννοια, η πρωτεύουσα έγινε ΗΠΑ (Ηνωμένοι Πληθυσμοί Αθηνών). Σήμερα ακούγεται παράξενο να σου λέει σοβαρά κάποιος ότι ζει στο Αγρίνιο, στη Λάρισα ή στη Σπάρτη. Εν ακαρεί σκέφτεσαι: «και πώς ζει μακριά από την Αθήνα;»
Όπερ σημαίνει ευθέως ότι όλα τα σημαντικά λαμβάνουν χώρο και χρόνο στο κέντρο. Η δόξα, ο πλούτος, η δύναμη, το όνομα, η πολιτική, η ομορφιά, η γοητεία, η αμαρτία και η έλξη, ακόμα και ο καλός θάνατος, είναι αποκλειστικότητα της Αθήνας.
Κατά μια έννοια, εδώ συμβαίνουν όλα. Έξω από τα τείχη της φυτοζωούν οι υποβιβασμένοι πληθυσμοί, η παλιά Ελλάδα, οι εθνικά ετεροθαλείς αδελφοί μας.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που η πόλη, αυθόρμητα και αυθαίρετα, κάνει τα πάντα για να ξεφύγει από το παρελθόν της και να αυτονομηθεί σαν πόλη-φαινόμενο.
Όποιος καταφθάνει στην Αττική αλλάζει χαρακτήρα. Στην κωμόπολη ή στο χωριό, όπου τα μάτια είναι λίγα, ο πολίτης ζει παρακολουθούμενος· αντίθετα, στην πόλη, όπου τα μάτια είναι εκατομμύρια, κανείς δε σε βλέπει.
Ο Ντοστογιέφσκι έγραφε ότι στην επαρχία τα σπίτια έχουν γυάλινους τοίχους: όλα φαίνονται. Και στην πόλη όμως όλοι κρύβονται, ακόμα και στον εαυτό τους. Αυτό και μόνο ελευθερώνει το εγώ, το καθιστά πιο ενεργητικό και πιο επίφοβο.
Ο κυνισμός λέει ότι, αφού διώξαμε τους φτωχούς στην Αμερική και στην Αυστραλία, φτιάξαμε τη δική μας Νέα Υόρκη. Και τι δεν έχει αυτή η πόλη για να θυμίζει εξωτερικό! Τουρίστες, πρεσβείες, δισεκατομμυριούχους, αστέρες των θεαμάτων, σπάνιες παραστάσεις και, βέβαια, εργασία. Άνεση, κοσμικότητα και θελκτική διαφθορά.
Ίσως γι’ αυτό αξίζει να μιλάμε και για τους εγκλωβισμένους των Αθηνών που δεν έχουν τόπο διαφυγής, που δεν νοσταλγούν κανένα «έξω», καθότι γεννήθηκαν εδώ χωρίς να είναι γκαγκαρέοι.
Εκτός από τα περίχωρα, υπάρχουν και οι άνθρωποι του κέντρου. Αυτοί που δε ζουν στο Κορωπί ή στη Δραπετσώνα, στην Πετρούπολη ή στο Χαλάνδρι, αλλά στο κέντρο. Γκυζιώτες, πατησιώτες, κουκακιώτες, αμπελοκηπιώτες, φιλοπαππιώτες, πλακιώτες, τούτι κάντι τέλος πάντων που, μαζί με τους κολωνακιώτες, λυμαίνονται το έσωθεν της πόλης με αυξημένο δικαίωμα.
Πόση είναι γι’ αυτούς η πόλη; Ένα κλουβί, για την ακρίβεια. Αν εξαιρέσεις την Πανεπιστημίου, τη Σταδίου και την Ακαδημίας, το Σύνταγμα και την Ομόνοια, ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν έχεις που να πας.
Αλλά και ποιόν να δεις. Τυχαία ο Παπαδιαμάντης αποκαλούσε την πόλη τόπο εξορίας και αμαρτωλή Βαβυλώνα; Διότι δεν έχουν μιλήσει- τουλάχιστον αρκετά- για τη δυσκολία των συγχρωτισμών και των επαφών. Υπάρχουν βέβαια οι μεγάλες αίθουσες, όπου οι πρωτευουσιάνοι δίνουν ραντεβού για να βρεθούν πλάτη με πλάτη. Τα μεγάλα καφενεία και φαγάδικα. Οι μεγάλες πλατείες. Ορθάδικα και καθιστάδικα.
Ο κάτοικος, ως γνωστόν, είναι κραταιά ιδιότητα. Δεν είναι της πλάκας. Υποστηρίζει την πόλη του με την ομιλία, με την κίνηση και την ακινησία του. Επ' αυτού η γνησιότητα λείπει από την πόλη. Ποτέ δε λέμε πια: να ένας ατόφιος Αθηναίος. Η πρωτεύουσα είναι ξενοδοχείο, και οι κάτοικοι της ξιπασμένοι μουσαφιραίοι που απαρνήθηκαν το παρελθόν τους.
Ωστόσο οι άνθρωποι που θέλουν να νιώσουν, έστω και για λίγο, ότι η πόλη δεν τους πατάει με τη βαριά πατούσα της, ότι δεν της χρωστάνε όπου κι αν βρεθούνε, κάνουν αμάν να βρούνε τόπο και χρόνο για μια καθαρή ανάσα.
Να θυμηθούμε τον Ροΐδη που έμενε στη Φιλελλήνων; Τον Παλαμά που έμενε στην Ασκληπιού; Τον Ελύτη που έμενε κατάκεντρα; Τον Παπανούτσο που έμενε στην Αναγνωστοπούλου; Τον Τσάτσο στην Κυδαθηναίων; Τον Καρούζο στην υπόγα του; Τον Χειμωνά σε άλλη, βαθύτερη υπόγα; Τον Λάγιο σκαρφαλωμένο στο τριάρι του;
Ο κάτοικος, ως γνωστόν, είναι κραταιά ιδιότητα. Δεν είναι της πλάκας. Υποστηρίζει την πόλη του με την ομιλία, με την κίνηση και την ακινησία του. Επ’ αυτού η γνησιότηταλείπει από την πόλη. Ποτέ δε λέμε πια: να ένας ατόφιος Αθηναίος. Η πρωτεύουσα είναι ξενοδοχείο, και οι κάτοικοι της ξιπασμένοι μουσαφιραίοι που απαρνήθηκαν το παρελθόν τους.
σχόλια